ΛΕΓΕΤΑΙ ότι μετά το θάνατο του Χρύσιππου , με τον οποίο είχε περισσότερη σχέση από όσο φανταζόταν ο Πέλοψ, ο Ατρεύς διέφυγε από την Ήλιδα στις Μυκήνες. Εκεί του χαμογέλασε η τύχη . Ο ανιψιός του Ευρυσθεύς, πού ξεκινούσε τότε ακριβώς εναντίον των γιων του Ηρακλή, τον διόρισε αντιβασιλέα για όσον καιρό θα απουσίαζε όταν σε λίγο μαθεύτηκε ότι ο Ευρυσθεύς ηττήθηκε και πέθανε, οι άρχοντες των Μυκηνών εξέλεξαν βασιλιά τους τον Ατρέα, επειδή φαινόταν πολεμιστής ικανός να τούς υπερασπιστεί από τούς Ηρακλείδες και επειδή είχε κιόλας κερδίσει τη συμπάθεια του λαού. Έτσι ο βασιλικός οίκος του Πέλοπα έγινε ακόμη πιο ξακουστός και από τη δυναστεία του Περσεα (1).
β. Άλλοι πάλι ισχυρίζονται, και μάλιστα με απόλυτη βεβαιότητα, ότι ο πατέρας του Ευρυσθέα Σθενελος, αφού εξόρισε τον Αμφιτρύωνα και σφετερίστηκε το θρόνο των Μυκηνών, προσκάλεσε τούς γαμπρούς του Ατρέα και Θυέστη και τούς εγκατέστησε κοντά στη Μιδεα. Όταν πια είχαν πεθάνει και ο Σθενελος και ο Ευρυσθεύς, ύστερα από λίγα χρόνια, κάποιο μαντείο συμβούλεψε τούς Μυκηναΐους να εκλέξουν βασιλιά ανάμεσα στους Πελοπίδας. Τότε προσκάλεσαν από τη Μιδεα τον Ατρέα και τον Θυέστη – οι οποίοι, όπως ήταν γραφτό, όλο τσακώνονταν – στις Μυκήνες και άρχισαν να συζητούν ποιόν από τούς δύο να στέψουν βασιλιά.
γ. Κάποτε ο Ατρεύς είχε τάξει να θυσιάσει στην Άρτεμη το εκλεκτότερο ζωντανό από το κοπάδι του , φλεγόμενός από επιθυμία να εκδικηθεί τούς Πελοπιδες για το θάνατο του Μύρτιλου, ο Ερμής συμβουλεύτηκε τον παλιό φίλο του Τράγο – Πάνα, ο οποίος έβαλε στα κλεφτά ένα χρυσόμάλλο αρνάκι με κέρατα στο άκαρνανικό κοπάδι πού κληροδότησε ο Πέλοψ στους γιους του Ατρέα και Θυέστη. Προέβλεπε ότι ο Ατρεύς θα ισχυριζόταν πώς το αρνί ήταν δικό του και απρόθυμος να το θυσιάσει στην Άρτεμη σύμφωνα με την υπόσχεση του, θα μπλεκόταν σε αδελφοκτόνο πόλεμο με τον Θυέστη. Κατ’ άλλους η ίδια η Άρτεμις έστειλε το αρνί για να τον δοκιμάσει (3). Ο Ατρεύς κράτησε το λόγο του, εν μέρει τουλάχιστον, θυσιάζοντας τη σάρκα του αρνιού· έβαλε όμως να επεξεργαστούν τη δορά και να την παραγεμίσουν κατόπιν την έκρυψε σε κιβώτιο. Ένιωθε όμως τόσο υπερήφανος για τον ολοζώντανο, λες, θησαυρό του ώστε δεν άντεξε· και παινεύτηκε γι’ αυτόν στην αγορά . Ο ζηλόφθονος Θυέστης πού είχε ξυπνήσει το ερωτικό πάθος της Αερόπης , της φρεσκοπαντρεμενης γυναίκας του Ατρέα, συμφώνησε να γίνει εραστής της εφόσον του χάριζε το αρνί – το οποίο, όπως είπε, έτσι κι αλλιώς από το δικό του μισό κοπάδι είχε υπεξαιρέσει ο Ατρεύς . Η Άρτεμις είχε καταραστεί το αρνί, και όλο αυτό ήταν έργο δικό της (4).
δ. Σε κάποια συνεδρίαση του βουλευτήριου ο Ατρεύς διεκδίκησε το θρόνο των Μυκηνών δικαιωματικά ως πρωτότοκος και κάτοχος του αρνιού. Τότε ο Θυέστης τον ρώτησε:
- Ισχυρίζεσαι λοιπόν δημόσια ότι ο θρόνος ανήκει στον κάτοχο του αρνιού;
- Ναι, απάντησε ο Ατρεύς.
- Σύμφωνοι, είπε μειδιώντας μοχθηρά ο Θυέστης.
Κατόπιν ένας αγγελιαφόρος συγκάλεσε τούς Μυκηναΐους για να ανακηρύξουν το νέο βασιλιά χρυσοστόλισαν τούς ναούς, άνοιξαν τις πύλες, άναψαν φωτιές σε όλους τούς βωμούς της πόλης και υμνούσαν δοξάζοντας το κερασφόρο αρνί με τη χρυσόμάλλη δορά. Σηκώθηκε τότε απρόσμενα ο Θυέστης και κατηγορώντας τον Ατρέα ως ματαιόδοξο καυχησιάρη οδήγησε τούς άρχοντες στο σπίτι του εκεί τούς έδειξε το αρνί αποδεικνύοντας την κυριότητα του. Έτσι ανακηρύχτηκε δικαιωματικά βασιλιάς των Μυκηνών.
ε. Προτιμώντας όμως τον Ατρέα ο Ζευς του έστειλε τον Ερμή με το εξής μήνυμα:
- Βρες τον Θυέστη και ρώτησε τον, αν ο ήλιος αντιστρέψει την τροχιά του, θα είναι πρόθυμος να παραιτηθεί υπέρ εσου;
Ο Ατρεύς έκανε ότι του είπαν και ο Θυέστης συμφώνησε να παραιτηθεί, αν συνέβαινε τέτοιο θαύμα . Ο Ζευς λοιπόν με τη συμμετοχή της Έριδας άλλαξε τούς μέχρι τότε αμετάβλητους νόμους της φύσης. Ο Ήλιος, ήδη στο μεσουράνημά του, έστρεψε το άρμα του κατευθύνοντας τα άλογα προς την ανατολή. Οι επτά Πλειάδες και όλα τα άλλα αστερία αντέστρεψαν τις τροχιές τους , ο ήλιος, εκείνο ειδικά το βράδυ, για πρώτη και τελευταία φορά έδυσε στην ανατολή. Έτσι ξεσκεπάστηκε ολοκάθαρα η άπάτη πού διέπραξε ο Θυέστης από απληστία, ο Ατρεύς ανέβηκε στο θρόνο των Μυκηνών και εξόρισε τον αδελφό του (6). Όταν αργότερα ο Ατρεύς ανακάλυψε ότι η Αερόπη τον είχε απατήσει με τον Θυέστη, δυσκολεύτηκε να συγκρατήσει το θυμό του. Παρ’ όλα αυτά για κάποιο διάστημα προσποιήθηκε ότι τούς συγχώρησε (7).
ζ. Η Αερόπη – μερικοί την αποκαλούν Ευρώπη – καταγόταν από την Κρήτη και ήταν κόρη του βασιλιά Κατρέα. Μια μέρα ο Κατρεύς την έπιασε να διασκεδάζει με κάποιον εραστή της στο παλάτι ήταν έτοιμος να τη ρίξει στα ψάρια όταν, ακούγοντας τα επιχειρήματα του Ναυπλίου, άλλαξε γνώμη και του την πούλησε με κάποιο συμβολικό τίμημα για σκλάβα μαζί με την άλλη κόρη του Κλυμένη, πού υποπτευόταν ότι πρόκειται να τον σκοτώσει ο μοναδικός του όρος ήταν να μην επιστρέψουν στην Κρήτη . Ο Ναύπλιος παντρεύτηκε την Κλυμενη, η οποία του χάρισε τον Οίακα και τον εφευρέτη Παλαμήδη (8), και ο Ατρεύς την Αερόπη. Η προηγούμενη γυναίκα του Ατρέα Κλεόλα είχε πεθάνει αφού γέννησε ένα αρρωστιάρικο παιδί, τον Πλεισθενη : η εκδίκηση της Άρτεμης, επειδή ο Ατρεύς δεν είχε κρατήσει την υπόσχεση του . Η Αερόπη του γέννησε τον Αγαμέμνονα, τον Μενέλαο και την Αναξιβία . Ο αρρωστιάρης Πλεισθενης δολοφονήθηκε κατά λάθος από φονιάδες πού είχε στείλει ο ίδιος ο Ατρεύς να σκοτώσουν τον συνονόματο του νόθο γιο της Aερόπης από τον Θυέστη. Κάτι είχε να κάνει με όλα αυτά και ο Θυέστης (9).
η. Κάποτε ο Ατρεύς, θέλοντας να τον δελεάσει, ώστε να επιστρέψει στις Μυκήνες, με απεσταλμένο υποσχέθηκε στον Θυέστη να του δώσει χάρη και το μισό του βασΙλειο. Μόλις δέχτηκε όμως εκείνος την προσφορά του, ο Ατρεύς έσφαξε τον Αγλαό, τον Καλλιλεοντα και τον Ορχομενό, τούς τρεις γιους του Θυέστη από κάποια Ναϊάδα, και μάλιστα στο βωμό του Δία όπου είχαν καταφύγει ύστερα ξετρύπωσε και σκότωσε το νήπιο ακόμα δεύτερο Πλεισθένη και τον δίδυμο του δεύτερο Τάνταλο. Τούς έκοψε τα χέρια και τα πόδια, έβρασε κομμάτια από τη σάρκα τους στη χύτρα και μόλις ο Θυέστης επέστρεψε στις Μυκήνες του τα προσέφερε για τα καλωσορίσματα. Αφού ο Θυέστης έφαγε με όρεξη , ο Ατρεύς του παρουσίασε τα ματωμένα κεφάλια, χέρια και πόδια πάνω σε δίσκο για να του δείξει με τι είχε χορτάσει . Ο Θυέστης ταράχτηκε, έκανε εμετό και καταράστηκε τούς απόγονους του Ατρέα (10).
θ. Ο Θυέστης βρέθηκε πάλι στην εξορία , αρχικά κατέφυγε στη Σικυώνα, όπου η κόρη του Πελοπία ή Πελόπεια ήταν ιέρεια και βασίλευε ο Θεσπρωτος. Επειδή ήθελε πάση θυσία να εκδικηθεί, απευθύνθηκε στο μαντείο των Δελφών όπου τον συμβούλεψαν να κάνει παιδί με την ίδια του την κόρη (11). Ο Θυέστης βρήκε την Πελοπία νύχτα να θυσιάζει στην Αθηνά Κολοκασία και, διστάζοντας να βεβηλώσει την τελετουργία, κρύφτηκε σε κοντινό άλσος. Σε λίγο η Πελοπία, οδηγώντας το γιορτινό χορό, γλίστρησε σε μια κηλίδα αίμα πού έσταξε από το λαιμό της μαύρης προβατίνας πού είχε θυσιάσει και μάτωσε το χιτώνα της. Έτρεξε αμέσως στη λιμνούλα του ναού, γδύθηκε και ενώ έπλενε το λεκιασμένο χιτώνα, ο Θυέστης πετάχτηκε από το άλσος και τη βίασε . Η Πέλοπα δεν τον αναγνώρισε, επειδή φορούσε μάσκα, κατάφερε όμως να του κλέψει το σπαθί, το οποίο μετέφερε στο ναό και το έκρυψε κάτω από το βάθρο του αγάλματος της Αθηνάς. Ο Θυέστης παίρνοντας είδηση το άδειο θηκάρι φοβήθηκε ότι θα τον αναγνώριζαν και απέδρασε στη Λυδία, στη γη των προγόνων του (12).
ι. Τρομοκρατημένος ο Ατρεύς από τα επακόλουθα του εγκλήματος του απευθύνθηκε στο μαντείο των Δελφών όπου του είπαν: «Ανακάλεσε τον Θυέστη από τη Σικυώνα!» ‘Έφτασε όμως πολύ αργά στη Σικυώνα για να συναντήσει τον Θυέστη ερωτεύτηκε την Πελοπία και επειδή νόμιζε ότι ήταν κόρη του βασιλιά Θεσπρωτου, του τη ζήτησε για τρίτη γυναίκα του – ήδη τότε είχε εκτελέσει την Αερόπη. Θέλοντας να γίνει σύμμαχος ενός τόσο ισχυρού βασιλιά και από την άλλη να βοηθήσει την Πελοπια, ο Θεσπρωτος δεν μαρτύρησε την αλήθεια στον Ατρέα και έγινε αμέσως ο γάμος. Όταν έφτασε η ώρα η Πέλοπα γέννησε το γιο της από τον Θυέστη άλλά τον άφησε έκθετο στο βουνό αφού τον βρήκαν γιδοβοσκοί τον έδωσαν σε μια κατσίκα να τον τρέφει – εξου και το όνομα του, Αίγισθος, «αιγοτραφείς» . Ο Ατρεύς νόμιζε ότι ο Θυέστης απέδρασε από τη Σικυώνα όταν έμαθε ότι πλησιάζει εκείνος , πίστευε επίσης ότι το παιδί ήταν δικό του και ότι η ΠελοπΙα προσβλήθηκε απλώς από κάποια παροδική τρέλα , όπως συμβαίνει με αρκετές γυναίκες ύστερα από τη γέννα. Πήρε λοιπόν τον Αίγισθο από τούς γιδοβοσκούς και τον μεγάλωσε ως κληρονόμο του.
κ. Πολλά χρόνια μετά είχαν κακή σοδειά στις Μυκήνες , ο Ατρεύς έστειλε τον Αγαμέμνονα και τον Μενέλαο στους Δελφούς να μάθουν νέα για τον Θυέστη εκείνοι έπεσαν πάνω του κατά τύχη, όταν επέστρεφε σπίτι του από το μαντείο. Τον μετέφεραν με τη βία στις Μυκήνες και, αφού ο Ατρεύς τον έριξε στη φυλακή, πρόσταξε τον επτάχρονο μόλις Αίγισθο να τον σκοτώσει, ενώ θα κοιμόταν.
λ. Ο Θυέστης ξύπνησε ξαφνικά και είδε τον Αίγισθο με το σπαθί στο χέρι από πάνω του κύλησε γοργά στο πλάι γλιτώνοντας από βέβαιο θάνατο. Τινάχτηκε πάνω, αφόπλισε το παιδί με επιδέξιο χτύπημα στον καρπό και άρπαξε το σπαθί από χάμω. Ήταν το δικό του σπαθί πού είχε χάσει στη Σικυώνα πριν τόσα χρόνια! Άρπαξε το παιδί από τούς ώμους και φώναξε:
- Πες μου τώρα αμέσως, πως βρέθηκε αυτό το σπαθί στην κατοχή σου;
- Αλίμόνο, η μάνα μου, η Πελοπία μου το έδωσε, τραύλισε ο Αίγισθος.
- Θα σου χαρίσω τη ζωή, μικρέ, είπε ο Θυέστης, αν εκτελέσεις τρεις προσταγές μου.
- Στη διάθεση σου για οτιδήποτε, είπε μέσα στα αναφιλητά του ο Αίγισθος πού δεν περίμενε έλεος.
- Η πρώτη μου διαταγή είναι να φέρεις εδώ τη μάνα σου, πρόσταξε ο Θυέστης.
μ. Ο Αίγισθος έφερε πράγματι στις φυλακές την Πελοπία, η όποια αναγνώρισε τον Θυέστη, τον αποκάλεσε αγαπημένο της πατέρα και συμμερίστηκε τα βάσανα του.
- Πως βρέθηκε αυτό το σπαθί στην κατοχή σου, κόρη μου, ρώτησε ο Θυέστης.
- Το πήρα από το θηκάρι ενός άγνωστου ξένου πού με βίασε κάποια νύχτα στη Σικυώνα, του απάντησε.
- Δικό μου είναι, είπε ο Θυέστης.
Γεμάτη φρίκη η Πελοπία άρπαξε το σπαθί και το έμπηξε στο στήθος της. Τρομαγμένος ο Αίγισθος δεν καταλάβαινε όσα είχαν ειπωθεί. .
- Πάρε τώρα το σπαθί , ακούστηκε η δεύτερη προσταγή του Θυέστη, πήγαινε το στον Ατρέα και πες του ότι εκτέλεσες την αποστολή σου. Μετά γύρνα πίσω!
Απορημένο το παιδί πήγε το ματωμένο σπαθί στον Ατρέα όλο χαρά εκείνος είχε κατεβεί στην ακρογιαλιά και προσέφερε θυσίες στον Δία πιστεύοντας ότι είχε απαλλαχτεί επιτέλους από τον Θυέστη.
ν. Όταν ο Αίγισθος επέστρεψε στη φυλακή, ο Θυέστης του αποκάλυψε ότι είναι ο πατέρας του και του είπε την τρίτη προσταγή του:
- Σκότωσε τον Ατρέα, γιε μου Αίγισθε, και τούτη τη φορά μη διστάσεις !
Ο Αίγισθος εκτέλεσε τη διαταγή και ο Θυέστης βασίλεψε ξανά στις Μυκήνες (13).
ξ. Ένα άλλο χρυσόμάλλο προβατάκι γεννήθηκε τότε στο κοπάδι του Θυέστη πού μεγαλώνοντας έγινε κριάρι. Έκτοτε η κατοχή του χρυσού σκήπτρου κάθε νέου βασιλιά του οίκου του Πέλοπα έτσι επικυρώνεται από τούς θεούς αυτά τα κριάρια έβοσκαν ειρηνικά σε λιβάδι προστατευμένο με απροσπέλαστα τείχη. Όπως ισχυρίζονται ορισμένοι, σύμβολο της βασιλικης εξουσίας δεν ήταν κάποιο ζωντανό πλάσμα άλλά ένα ασημένιο κύπελλο με ένθετη χρυσή παράσταση αρνιού στον πυθμένα , άλλοι πάλι λένε ότι δεν ήταν δυνατόν να σκοτώσει ο Αίγισθος τον Ατρέα, εφόσον ήταν μωρό ακόμα, όταν ο Αγαμέμνων εξεδίωξε τον πατέρα του Θυέστη από τις Μυκήνες και άρπαξε το βασιλικό σκήπτρο (14).
ο. Η ταφή του Θυέστη έγινε κοντά στο Ιερό του Περσεα, δίπλα στο δρόμο πού οδηγεί από τις Μυκήνες στο Αργος. Πάνω στον τάφο του υπήρχε πέτρινο κριάρι. Ο τάφος και ο καλυμμένος από χώμα θησαυρός του Ατρέα διακρίνονται ακόμη ανάμεσα στα ερείπια των Μυκηνών (15).
π. Ο Θυέστης δεν ήταν ο τελευταίος ήρωας, στον οποίο προσφέρθηκαν στο πιάτο τα ίδια του τα παιδιά. Μετά από μερικά χρόνια το ίδιο έπαθε και ο Αρκάδας γιος του Σχοινου, Κλύμενος, ο οποίος έτρεφε αιμομικτικό ερωτά για την κόρη του Αρπαλύκη πού είχε αποκτήσει με την Επικάστη . Αφού διέφθειρε την Αρπαλύκη, την πάντρεψε με τον Αλάστορα, μετά όμως την πήρε πάλι πίσω. Για να εκδικηθεί τον Κλύμενο η Αρπαλύκη σκότωσε το γιο πού έκανε μαζί του – ήταν συγχρόνως και αδελφός της – τον μαγείρεψε και του τον προσέφερε . Η ίδια μεταμορφώθηκε σε αρπακτικό πουλί, ενώ ο Κλύμενός κρεμάστηκε
hellasforce.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Το ιστολόγιο δεν υιοθετεί και δεν φέρει καμία ευθύνη για τα σχόλια των αναγνωστών του. Πλέον, οι αναγνώστες μπορούν να σχολιάζουν με το λογαριασμό τους στο facebook ή με λογαριασμούς από τα υπόλοιπα κοινωνικά δίκτυα. Τα ανώνυμα σχόλια θα παραμείνουν κλειστά όσο υπάρχουν άτομα που κρύβονται πίσω από την ανωνυμία για να προβοκάρουν και να επιτεθούν σε άλλους σχολιαστές για να επιβάλλουν τις απόψεις τους.