Σάββατο 30 Νοεμβρίου 2013

Ανδρέας Κάλβος. Η εθνική μας κληρονομιά φωτεινός σηματοδότης


Ο Ανδρέας Κάλβος αποτελεί έναν από τους σπουδαιότερους Έλληνες ποιητές, που όντες γεννημένοι σε μία από τις πιο δύσκολες, αλλά συνάμα πιο ένδοξες στιγμές της ιστορίας μας, αφιέρωσαν την τέχνη τους στην υπηρεσία του Αγώνα…
Σύγχρονος του Εθνικού μας ποιητή, Διονυσίου Σολωμού, γεννήθηκε τον Μάρτιο του 1792 στην Ζάκυνθο, όταν η Γαλλική Επανάσταση είχε ήδη ξεσπάσει και τα γαλλικά στρατεύματα ετοιμάζονταν να κατέβουν στα Επτάνησα. Μαθήτευσε πλάι στον Αντώνη Μαρτελάο, ο οποίος αργότερα δίδαξε και τον Διονύσιο Σολωμό.

Το 1802 πηγαίνει με τον πατέρα του στο Λιβόρνο της Ιταλίας και λαμβάνει ιταλική μόρφωση. Παρόλ’ αυτά δεν λησμόνησε ποτέ τα πάτρια εδάφη. Χαρακτηριστική είναι η επιστολή του προς τον Ούγκο Φώσκολο (18-6-1814) στην οποία μεταξύ άλλων αναφέρει: «εγώ, έχω πατρίδα μία άλλη… και σ’ αυτην θα στρέφονται πάντα οι ιερές ευχές μου…»
Με την ποίησή του εξύμνησε τα ιδεώδη του ελληνισμού, ανάμεσα σε αυτά την ορθόδοξη πίστη, τα αρχαία ελληνικά πρότυπα, την πίστη, την ελευθερία, την αρετή, το θάρρος και των αγώνα των Ελλήνων την περίοδο της Επανάστασης.
«Ω Ελλάς, ω Πατρίς μου\ ελπίδων γλυκυτάτων\μήτηρ. Σε βλέπω ακόμα\ζώσαν και μαχομένην\και αναλαμβάνω».
«Ω Έλληνες, ω θείαι ψυχαί\ που εις τους μεγάλους κινδύνους\ φανερώνετε ακάμαντον ενέργειαν\ και υψηλήν φύσιν…»
«Περίφημοι ψυχαί\τριακοσίων Λακώνων,\ψυχαί που εδοξάσατε\ τον Ασωπόν και τ’ άλσος\ του Μαραθώνος… Ανέβα στην αράβιον\Οθωμανέ φοράδα\την φυγήν κατεκρήμνησον\ελληνικά θηρία\σε κατατρέχουν…»
Στα 20 του χρόνια εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Φλωρεντία, μαζί με τον επίσης Έλληνα, Ούγκο Φώσκολο, τον οποίον οι Ιταλοί θεωρούν μέχρι και σήμερα έναν από τους μεγαλύτερους ποιητές τους.
Στο ταλέντο του υποκλίθηκε ολόκληρη η ευρωπαϊκή επιστημονική κοινότητα, όπως οι Ιταλοί, οι Άγγλοι, οι Γάλλοι, οι οποίοι μετέφρασαν πολλά έργα του, μεταξύ των οποίων και «η Ωδή στον Ιερό Λόχο», που αναφέρεται στην θυσία του Ιερού Λόχου στο Δραγατσάνι, ομίλου από εθελοντές φοιτητές και σπουδαστές υπό τον Αλέξανδρο Υψηλάντη. Ήταν η πρώτη οργανωμένη στρατιωτική μονάδα της Ελληνικής Επανάστασης του 1821 και του ελληνικού στρατού γενικότερα. Έτσι ο Ανδρέας Κάλβος με ποίημα του αποδίδει φόρο τιμής στα νέα παιδιά για τον απαράμιλλο Αγώνα τους.
«Ας μη βρέξει ποτέ\το σύννεφον, και ο άνεμος\σκληρός ας μη σκορπίσει\το χώμα το μακάριον\που σας σκεπάζει. Ω γνήσια της Ελλάδος τέκνα,\ ψυχαί που επέσατε\εις τον αγώνα ανδρείως,\τάγμα εκλεκτών Ηρώων\καύχημα νέον…»
Το 1821 αποφασίζει να επιστρέψει στην Ελλάδα, προκειμένου να πολεμήσει και αυτός για την ελευθερία της. «Υπέρ γονέων και τέκνων\υπέρ γυναικών\υπέρ πατρίδος πρόκειται\ και πάσης της Ελλάδος\όσιος αγώνας».
Προσπάθησε μάλιστα με ό,τι μέσο διέθετε να κινητοποιήσει τους φιλέλληνες, ώστε να βοηθήσουν και εκείνοι στην επανάσταση. Σε επιστολή του στον στρατηγό Λαφαγιέτ, με πρωτοβουλία του οποίου δώρισαν οι Γάλλοι το άγαλμα της ελευθερίας στην Αμερική μετά το πέρας του εμφυλίου, τονίζει «…Είμεθα πολύ φτωχοί για να μπορέσουμε να συντηρησουμε τον στρατό και τον στόλο μας, χωρίς καμμίαν παίδευσιν για να περισώσουμε την ελευθερίαν μας, χωρίς όπλα για να οχυρώσουμε τα βράχια μας…Έχουμε να αντιμετωπίσουμε τις δόλιες προσφορές μιας προστασίας που ο λαός μας δεν την ζήτησε, θα υποκύψουμε; Όχι Στρατηγέ!… Ένα Έθνος που ολόκληρο αντικρύζει τους εχθρούς του με καταφρόνια, τον τάφο του με αδιαφορία, δεν μπορεί να νικηθή… Με λύπη εγκαταλείπω την Γαλλία. Το καθήκον με καλεί στην πατρίδα για να εκθέσω ακόμα μια καρδιά στα πυρά των Μουσουλμάνων…»
Αρχικά πήγε στο Ναύπλιο, όπου δεν αξιοποίησαν την φλόγα για ελευθερία που έκαιγε στα σωθικά του κι έτσι μετέβη στην Κέρκυρα, όπου συνέχισε να γράφει ποιήματα για την πατρίδα μας, που τόσο αγαπούσε, και τον αγώνα των Ελλήνων. Έπειτα λησμονημένος επέστρεψε στην Αγγλία, πέθανε το 1869 και ενταφιάστηκε στο Κοιμητήριον του Κέντινγκτον. Ακόμα και για τον θάνατό του είχε γράψει σε ποίημά του, πως γλυκός θα ήταν μόνο αν συνέβαινε στην Ελλάδα του.
«ας μη μου δώση η μοίρα μου εις ξένην γην τον τάφον. Είναι γλυκύς ο θάνατος μόνον όταν κοιμώμεθα εις την πατρίδα».
Ο θάνατός του πέρασε τελείως απαρατήρητος από την Ελλάδα και στην περίπτωσή του, όπως σε χιλιάδες άλλες περιπτώσεις, οι Έλληνες αναγνώρισαν την συμβολή του, καθώς και το «λάθος» τους να μην εκμεταλλευτούν τις δυνατότητες που διέθετε να βοηθήσει αυτόν τον τόπο.
Από την λήθη τον ανέσυρε ο μεγάλος ποιητής Κωστής Παλαμάς τυχαία, ενώ έψαχνε σε κάποιο παλαιοπωλείο. Μόλις διάβασε τα ποιήματά του, αμέσως διέκρινε τον ασίγαστο πόθο του για την πατρίδα τους, καθώς και το ιδιαίτερο ταλέντο του. Για εκείνον έγραψε «…εξ αναποδράστων λόγων παρεγνωρίσθη εν τη κοινή συνειδήσει, δυσκολεύομαι να πιστεύσω ότι είναι ανάξιος των αθανάτων». Και σε διάλεξή του για τον Κάλβο, δήλωσε: «Ο Κάλβος ανήκει εις το ένος εκείνων οίτινες έρχονται και παρέρχονται ινα δικαιωθώσι μετά θάνατον…»
Του αφιέρωσε ακόμη και ένα μικρό δίστιχο «Σάνανθο βράχο αποσυρτός, αταίριαστος, μονάχος\ζωσμένος με της λύρας του τον Ωκεανό και ο Κάλβος».
Με πρωτοβουλία του Κυπρίου Αντώνη Ιντιάνου πραγματοποιήθηκε έστω και μετά θάνατον η επιθυμία του Κάλβου να βρίσκεται στην Ελλάδα. Ο προαναφερθείς ξεκίνησε έρευνες για να βρεθούν τα οστά του και το 1937 με την βοήθεια του ιερέως της ελληνικής χριστιανικής εκκλησίας στο Λονδίνο τα εντόπισαν. Επειδή όμως ξέσπασε ο πόλεμος η μεταφορά τους διεξήχθη το 1960 στις 19 Μαρτίου.
Στο Αεροδρόμιο του Ελληνικού αρχικά τμήματα στρατού απέδωσαν τις πρέπουσες τιμές. Εν συνεχεία τα οστά του μεταφέρθηκαν στον Ι.Ν. Αγίου Ελευθερίου, όπου επί τρεις ημέρες παιρνούσαν φοιτητές, μαθητές και πλήθος κόσμου να τον προσκυνήσει. Στις 5 Ιουνίου το πολεμικό πλοίο «Χατζηκωνσταντής» τα μετέφερε στην γενέτειρά του, την Ζάκυνθο, όπου οι τιμές πάλι ήταν μεγάλες. Αυτό που ξεχώρισε ήταν το στεφάνι του δημοσιογράφου Κεφαλληνού, το οποίο ήταν ένα κλαδί στολισμένο με αγριολούλουδα κάτω από το δέντρο, από το οποίο είχε γράψει ο Σολωμός τον Υμνον προς την Ελευθερίαν. Τα οστά του τοποθετήθηκαν στο προαύλιο του Αη Γιώργη των Φιλικών, στον τόπο όπου είχαν ορκιστεί ο Κολοκοτρώνης, ο Πλαπούτας και ο Σολωμός…
Ο Ανδρέας Κάλβος, ο μεγάλος αυτός ποιητής διέθετε τον εκρηκτικό συνδυασμό του Έλληνα που εννοούσε τον ελληνισμό ως τον πολιτισμό της εκκλησίας με την αρχαιοελληνική έννοια του όρου, όπως έχουμε αποδείξει σε προηγούμενη μελέτη μας. Πίστευε στην αναλλοίωτη συνέχειά του από τα αρχαία χρόνια έως σήμερα και γι αυτό παρότρυνε τους τότε Έλληνες να μην το βάζουν κάτω. Η Ελευθερία είναι κοντά, είναι στα χέρι μας.
«Πήγαινε εις τον Παράδεισον.\Μια δάφνη εκεί βλασταίνει.\Αγγελος την φυλάττει\λαμπρός, και την ποτίζει,\ψάλλων τοιαύτα: “Αύξανε δια τον θρίαμβον,\δια την αγάπην αύξανε\ελευθερίας πατρίδος… Εάν τιμήσης ήρωα\μ’ αυτάπροσμένει ο τάφος\το σώμα του, προσμένουσι\οι ουρανοί το στέφος του\και τ’ όνομά του…»
Έβαλε πάνω από οποιαδήποτε προσωπική του φιλοδοξία την πατρίδα του, είχε πίστη, τίμησε τους προγόνους του και τα κατορθώματά τους και κατέβαλλε κάθε δυνατή και αδύνατη προσπάθεια για να φανεί αντάξιος τους.
Ως εκπρόσωπος της τέχνης όταν η ανάγκη χτύπησε την πόρτα της ιστορίας, έθεσε υπέρτατο στόχο του να βοηθήσει τους Έλληνες στις κρίσιμες στιγμές που περνούσαν και στον Αγώνα που έδιναν… Οι συγκυρίες δεν του επέτρεψαν να το κάνει στην πράξη γι αυτό και χρησιμοποίησε τα δύο του ισχυρά όπλα. Την ποίησή του και την απήχηση που είχε ο λόγος του στο εξωτερικό. Άλλωστε και στις μέρες μας υπάρχει ο απόδημος ελληνισμός που βρίσκεται πάντα σε ετοιμότητα, έτοιμος να μας στηρίξει… Ας αφήσουμε λοιπόν πίσω τα λάθη του παρελθόντος. Η Ελλάδα αυτήν την στιγμή μας χρειάζεται όλους ενωμένους και κυρίως εμάς τα νέα παιδιά… Ας αφήσουμε τον φόβο μια για πάντα πίσω και ας ακολουθήσουμε αυτό που τόσο μεστά και ξεκάθαρα αποτύπωσε ο Ανδρέας Κάλβος:
«Και τώρα, εις προστασίαν μας\ τα χέρια σας απλώνετε.\ Τραβήξτε τα οπίσω…\Ποτέ εις την γην οι αθάνατοι\ τους ληστάς δεν αφήνουν\ ατιμώρητους.»
ΠΥΓΜΗ.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Το ιστολόγιο δεν υιοθετεί και δεν φέρει καμία ευθύνη για τα σχόλια των αναγνωστών του. Πλέον, οι αναγνώστες μπορούν να σχολιάζουν με το λογαριασμό τους στο facebook ή με λογαριασμούς από τα υπόλοιπα κοινωνικά δίκτυα. Τα ανώνυμα σχόλια θα παραμείνουν κλειστά όσο υπάρχουν άτομα που κρύβονται πίσω από την ανωνυμία για να προβοκάρουν και να επιτεθούν σε άλλους σχολιαστές για να επιβάλλουν τις απόψεις τους.