Πέμπτη 13 Φεβρουαρίου 2014

Κοινά Λυκίων και Ροδίων (μέρος Β΄ - τελευταίο)



* Γράφει ο Στράβωνας[92] :«...και το Μιλησίων τείχος·πλεύσαντες γαρ επί Ψαμμιτίχου τριάκοντα ναυσί Μιλήσιοι κατά Κυαξάρη (ούτος δ’ ην των Μήδων) κατέσχον εις το στόμα το Βολιβίτινον...»
Ο Ηρόδοτος [93] γράφει : «O Ψαμμίτιχος έστελνε τα παιδιά των Αιγυπτίων και των μισθοφόρων να μάθουν την ελληνική γλώσσα.Από αυτούς που διδάχθησαν την ελληνική γλώσσα επελέγησαν και οι διερμηνείς στην Αίγυπτο.Ίσως, αυτό έγινε και με σκοπό τον έλεγχο των Ελλήνων μισθοφόρων από τους Αιγυπτίους.Αρχηγός του ελληνικού στρατεύματος που στάλθηκε στη Νουβία δεν ήταν Έλληνας, αλλά ο ίδιος ο Ψαμμίτιχος.Κι όμως, τα παιδιά που προήλθαν από γάμους ανάμεσα σε αποίκους με ντόπιες γυναίκες,θα έπρεπε στην παιδική τους ηλικία να μάθουν και την ελληνική γλώσσα του πατέρα και την αιγυπτιακή της μητέρας.»

Η Ναύκρατις βρισκόταν στις όχθες του Νείλου.Γράφει ο Στράβων[94] : «πλησίον δε και ενταύθα πόλις Μενέλαος εν αριστερά δε εν τω Δέλτα επί μεν τω ποταμώ Ναύκρατις...» Στο μύθο για την ίδρυση των Γαγών, που διασώθηκε στο «Μέγα Ετυμολογικόν*» αντανακλάται η εμφάνιση ενός μακροχρόνιου αγώνα των Ροδίων στα παράλια της Λυκίας.Ήρωας του μύθου είναι ο Ρόδιος πολέμαρχος Νέμιος που πολέμησε με τους Λυκίους και τους πειρατές της Κιλικίας στα νότια παράλια της Μικράς Ασίας[95].Το Ροδιακό οχυρό των Γαγών δεν έπαιξε κανένα σημαντικό ρόλο στις εμπορικές σχέσεις της Ρόδου.Ίσως, στο μύθο για την ίδρυση αυτής της πόλης αντανακλάται ο μετέπειτα καθορισμός και η ασφάλεια των θαλάσσιων δρόμων από τους πειρατές, η φροντίδα για την ασφάλεια των δρόμων που οδηγούσαν μέσω της Φασήλιδας στην Κιλικία ~ Σόλοι ~ τη Συρία και την Κύπρο.
* Το Etymologicum Magnum, στα ελληνικά «Μέγα Ετυμολογικόν», ήταν ελληνικό εγκυκλοπαιδικό λεξικό που εκδόθηκε στην Κωνσταντινούπολη από άγνωστο λεξικογράφο περίπου το 1150 μ.Χ.
Γράφει ο Στέφανος Βυζάντιος για τη Φασήλιδα [96] : «Φασηλίς,πόλις Παμφυλίας ή πρότερον Πιτύουσσα και ύστερον Φάρσαλος,ο πολίτης Φασηλίτης.Θεοδέκτης δ’ ην γένος Φασηλίτης,υιός Αριστάνδου,κάλλει διαφέρων,ος εποίησε τραγωδίας ν’ και ρητορικάς τέχνας και λόγους ρητορικούς επών·απέθανε δ’ Αθήνησι και επιγέγραπται αυτώ ελεγείον...»
Ο Άρατος [97] γράφει : «Οι δε Σόλοι πόλις επιφανεστάτη της Κιλικίας,αφ’ ης πολλοί καγαθοί γεγόνασιν άνδρες·καλείται δε νυν Πομπηϊούπολις,εισί δε και έτεροι Σόλοι της Κύπρου,αλλ’ οι μεν Κύπριοι Σόλιοι καλούνται,οι δε Κιλίκισι Σολείς ...»
Γράφει ο Στράβωνας [98] : «Μετά δε Λάμον Σόλοι πόλις αξιόλογος, της άλλης Κιλικίας αρχή της περί τον Ισσόν,Αχαιών και Ροδίων κτίσμα των εκ Λίνδου ...»

Ο Μάγνος Πομπήιος εποίκισε την περιοχή φέρνοντας εδώ να κατοικήσουν οι πειρατές που επέζησαν και την πόλη μετονόμασε σε Πομπηϊόπολη.Εδώ γεννήθηκε ο στωϊκός φιλόσοφος Χρύσιππος,ο κωμικός ποιητής Φιλήμων και ο Άρατος,που έγραψε τα «Φαινόμενα» σε στίχους.Ο Άρατος ο Σολεύς (305 – 404 π.Χ.) ήταν περίφημος ποιητής, εκπρόσωπος του διδακτικού έπους.Το ποίημά του «Φαινόμενα» αποτελείται από 1154 στίχους, είναι γραμμένο σε ομηρική γλώσσα και ο ποιητής σε αυτό περιγράφει με μεγάλη γλαφυρότητα τα ουράνια φαινόμενα και τους αστερισμούς και παραθέτει τις σχετικές μυθολογικές παραδόσεις.Οι Ρόδιοι κατάφεραν από το 700 π.Χ. περίπου να έχουν ως βάση τους και εμπορικό σταθμό στην Κιλικία τους Σόλους[99].Τον 6ο αι. π.Χ. η ανάγκη για χρήση αυτού του λιμένα αυξήθηκε περισσότερο με αποτέλεσμα μέσω αυτής να ανοίξει και ο εμπορικός δρόμος που οδηγούσε στις νότιες ακτές της Μαύρης θάλασσας. Η ίδια η θέση της Ρόδου κοντά στις ακτές της Καρίας και της Λυκίας καθώς και η κατοχή της Μεγίστης, έθεσε όλες τις εξωτερικές σχέσεις δια θαλάσσης μέσω της Λυκίας υπό τον απόλυτο έλεγχο των Ροδίων.
Η Ρόδος ήταν ένα από τα ισχυρότερα κέντρα παραγωγής κεραμικών σκευών.Μαζί με τη Σάμο διέθεταν τοπικά εργαστήρια παραγωγής κεραμικών του τεχνοτροπικού ρυθμού «Φικελλούρα», με κάποιες τοπικές ιδιαιτερότητες αυτού του κοινού ρυθμού σε καθένα από τα δύο νησιά. Όμως, ο ρυθμός «Φικελλούρα» ήταν προϊόν των εργαστηρίων της Μιλήτου. Τα αγγεία αυτά συνδύαζαν γεωμετρικά και φυτικά μοτίβα.Στη Σάμο παράγονται οι μελανόμορφοι κύλικες με εξαγωγές στην Ετρουρία και αφιερώματα στο τοπικό Ηραίο.Η κεραμική αυτού του ρυθμού στη Ναύκρατη υπήρχε σε αφθονία.Την περίοδο μεταξύ 560 και 520 π.Χ. εκτός από τα αγγεία η τεχνική του μελανόμορφου ρυθμού συναντάται και σε πήλινες σαρκοφάγους των Κλαζομενών. Η πρώϊμη φάση στην κεραμική αυτού του ρυθμού με λευκή επίστρωση καλείται με τον όρο «Ροδιακή» και μετέπειτα εμφανίζονται ρυθμοί όπως «της Μιλήτου», «Ρόδου – Μιλήτου», «Καμείρου» κλπ. Μεγάλο μέρος από τα ανακαλυφθέντα βάζα του ρυθμού «Φικελλούρα» που βρέθηκαν στις ελληνικές πόλεις της ανατολής πέφτει στο μερίδιο της Ρόδου. Τα ¾ από τα 85 ευρεθέντα βάζα ρυθμού «Φικελλούρα» προέρχονται από την Κάμειρο.Η Φώκαια, κατά τη γνώμη του E.Price[100] στη Ναύκρατη δεν άφησε κανένα σημάδι.Τα αγγεία του ρυθμού αυτού εμφανίστηκαν γύρω στο 560 π.Χ. και η παραγωγή τους συνεχίστηκε μέχρι την καταστροφή της Μιλήτου απ’ τους Πέρσες.
Οι Φωκαείς παρέδωσαν στο εμπόριο τη γαλάζια φαγεντιανή που συνήθως θεωρούνταν Ναυκράτειας προέλευσης. Ίχνη της επίδρασης της Κνίδου ο H.Prinz[101] βλέπει σε στοιχεία του αλφαβήτου της Κνίδου σε Ναυκράτειες κεραμικές επιγραφές και προσθέτει στους μάστορες της Κνίδου τους ιωνικούς κύλικες. Η Λέσβος, επίσης, εξήγαγε στη Ναύκρατη μεγάλη ποσότητα κεραμικών «μπουκερό» με πολυχρωμία στη βαφή[102].Το αιολικό αγγείο «μπουκερό» συναντάμε σε οινοχόες με φρυγικές και λυδικές επιδράσεις, ενώ χαρακτηρίζει και την κουλτούρα των Ετρούσκων. Η επίδραση των Κλαζομενών στη Ναύκρατη εκφράζεται με την παρουσία μεγάλης ποσότητας κομματιών μελανόμορφων σκευών και κεραμικής με λευκές και κιτρινόχρωμες επιστρώσεις.Ίχνη παρασκευής υάλου εμφανίζονται στην Αίγυπτο την 4η χιλιετηρίδα π.Χ. Αλλά, ιδιαίτερη άνθηση και ποικιλομορφία σε σχέδια γυάλινων σκευών σε διαφορετικούς ρυθμούς, καθώς και εξαγωγή τους εμφανίζεται στην 18η δυναστεία των Φαραώ[103].
Ροδιακοί αμφορείς βρέθηκαν και στο νησί Μπερεζάν στα βόρεια παράλια της Μαύρης θάλασσας. Στη Χίο συναντάμε πολύχρωμα αγγεία με λευκό επίχρισμα. Χαρακτηριστικό σχήμα είναι ο κάλυκας ~ αγγείο με κωνικό πόδι και 2 οριζόντιες λαβές.Επίσης, η ομάδα της «Βρουλιάς» στη Ρόδο (7ος και 6ος αι. π.Χ.) περιελάμβανε κόκκινα και λευκά μοτίβα πάνω σε φαιομελανό επίχρισμα. Στη Ρόδο υπήρχε και ο ρυθμός «Χάντρα» μια παραλλαγή του μελανόμορφου ρυθμού που διακοσμούσε υδρίες σε ταφικά μνημεία.Τέλος, ο ρυθμός των «Αιγάγρων» (650 – 550 π.Χ.) με αγγεία που βρέθηκαν στην Ναύκρατη και την Αίγινα και η εμφάνιση στη Ρόδο του τύπου των αγγείων της «σταμνοειδούς πυξίδας». Χαρακτηριστικό παράδειγμα των εμπορικών συναλλαγών ανάμεσα στη Ρόδο, τη Λυκία, τη Φοινίκη, τη Συρία, την Κύπρο και την Αίγυπτο είναι η ανακάλυψη και ανάσυρση του αρχαίου ναυαγίου ανοιχτά του Ουλούμπουρουν, κοντά στο Kas και απέναντι από τη Μεγίστη, από τους αρχαιολόγους το 1982.Το πλοίο είχε μήκος περίπου 15 μ.  και ήταν κατασκευασμένο από κέδρο.Μετέφερε πολλούς τόνους ταλάντων χαλκού από την Κύπρο, χρωματιστό γυαλί, αμφορείς, αποθηκευτικά πυθάρια, κυπριακά πήλινα αγγεία, ρητίνη, χρυσά και ασημένια κοσμήματα, χάντρες από γυαλί, φαγεντιανή, αυγά στρουθοκαμήλου, δόντια ιπποπόταμου, χαυλιόδοντες ελεφάντων, δοχεία καλλυντικών,σκεύη από κασσίτερο, αχάτη, σανδαράχη, σκαραβαίο της Νεφερτίτης κ.ά. 
Μια επιγραφή που βρέθηκε στην ακρόπολη της Λίνδου αντιπροσωπεύει ένα διάταγμα του Λινδιακού συμβουλίου σχετικά με τα προνόμια που παραχωρούνται σε έναν πολίτη της Αίγινας, γιο του Πυθέα, ο οποίος εκτελούσε χρέη διερμηνέα στη Ναύκρατη.Η Ναύκρατη ήταν αποικία που ιδρύθηκε στην Αίγυπτο με την άδεια του Άμαση από μια ομάδα ελληνικών πόλεων, μεταξύ των οποίων ήταν και η Ρόδος, κάτω από την ηγεσία της Μιλήτου.Η Ναύκρατη την εποχή του Άμαση περιελάμβανε 2 οικοδομικά τετράγωνα.Στο νότιο ζούσαν οι αυτόχθονες Αιγύπτιοι και στο βόρειο οι Έλληνες άποικοι. Ο διερμηνέας που προαναφέραμε από το διάταγμα των Λινδίων, με γένος από την Αίγινα, ζούσε εκεί ως εκπρόσωπος του κράτους του, δηλαδή της Αίγινας. Αυτός ήξερε την αιγυπτιακή γλώσσα και κατείχε το ρόλο του μεσολαβητή ανάμεσα στους μόνιμα κατοικούντες Έλληνες της Ναύκρατης ~ συνεπώς και των Ροδίων ~ καθώς και αυτών που ζούσαν εδώ περιοδικά για εμπορικές ασχολίες και συναλλαγές με τους ντόπιους. Γι αυτές τις υπηρεσίες του, έδιναν σ’ αυτόν τον τίτλο του προξένου.Ποιος τον έδινε ; Η Λίνδος, όπως αναφέρει μια επιγραφή που βρέθηκε στην ακρόπολη της Λίνδου και είναι χρονολογημένη προφανώς από το Λινδιακό Συμβούλιο. Αλλά, ο αξιότιμος διορισμένος πρόξενος ήταν εκπρόσωπος όλων των Ροδίων, όχι μόνο των πολιτών της Λίνδου, αλλά και της Ιαλυσσού και της Καμείρου, πιθανώς και πολιτών άλλων πόλεων που έφθαναν στη Ναύκρατη για εμπορικές ασχολίες. Για όλους αυτούς χρειάζονταν ο διερμηνέας που θα τους διευκόλυνε σε αυτές τις ασχολίες. Οι Ροδιακές πόλεις είχαν θεσπίσει μεταξύ τους ένα είδος συνομοσπονδίας και είχαν κοινό διερμηνέα.
Μια επιγραφή της Ναύκρατης αντιπροσωπεύει επίσης το προξενικό διάταγμα προς τιμήν του Δαμόξενου γιου του Έρμονα που ζούσε στην Αίγυπτο.Ο Δαμόξενος διορίστηκε πρόξενος των Λινδίων. Από πού προερχόταν ; Από τη Λίνδο, επίσης. Εάν αυτός ήταν από άλλη πόλη, η εθνικότητά του είναι βέβαιο ότι θα αναφερόταν στην επιγραφή. Συνεπώς ο Δαμόξενος ήταν πολίτης της Λίνδου που εκπατρίστηκε στην Αίγυπτο και έζησε εκεί στη Ναύκρατη προφανώς για το καλό των εμπορικών συμφωνιών. Αλλά αυτός δεν έσπασε τους δεσμούς με την πατρίδα του. Έγινε ευεργέτης του Ιερού των Λινδίων, δηλαδή έστελνε χρήματα και άλλα αφιερώματα. Για τους Λινδίους ήταν σημαντικό το γεγονός ότι ένας από τους πολίτες της διέμενε στην Αίγυπτο. Αν και ο τίτλος του προξένου συνήθως δινόταν σε πολίτη άλλης πόλης, η Ναύκρατη ήταν διεθνής πόλη για τους Έλληνες και προφανώς αν ένα άτομο εγκαθίστατο σ’ αυτήν συνέχιζε να κατέχει την ιθαγένεια της πόλης στην οποία ανήκε.Αυτό αποδεικνύεται από την επιγραφή της Λίνδου στην οποία αναγράφεται ως «Ναυκράτιος», αλλά η εθνικότητά του ήταν «Αιγινίτης» (=από την Αίγινα). 
Πώς εξηγείται, ότι το διάταγμα της Λίνδου προέρχεται μόνο από τα πρόσωπα του συμβουλίου, ενώ της Ναύκρατης ~αντίγραφο του διατάγματος της Λίνδου~ προέρχεται από τα πρόσωπα του συμβουλίου και από την Εθνοσυνέλευση ; Είναι γεγονός, ότι στην πρώτη περίπτωση το θέμα αφορούσε το διορισμό προξένου, πολίτη άλλου κράτους και στη δεύτερη η προξενεία δόθηκε σε πολίτη της Λίνδου, ο οποίος δε ζούσε στη Λίνδο.Γι αυτό απαιτούνταν η επικύρωση, όχι μόνο του Συμβουλίου της Λίνδου, αλλά και του ανώτατου οργάνου της, που ήταν η Εθνοσυνέλευση.Πιθανόν για το διορισμό ως προξένου, πολίτη άλλου κράτους, η διαδικασία ήταν πολύ πιο εύκολη και τον τίτλο του προξένου έδινε απευθείας το Λινδιακό Συμβούλιο και η έγκριση από την Εθνοσυνέλευση δεν ήταν απαραίτητη.
Και οι δύο επιγραφές δεν βρίσκονται χρονικά μακριά η μια από την άλλη.Αλλά, ποια εκ των δύο προηγείται της άλλης, αυτό δεν μπορεί να διασαφηνιστεί.Σε κάθε περίπτωση και οι δύο προηγούνται χρονικά της εμφάνισης του Ροδιακού «συνοικισμού»,διότι μετά από αυτόν η διαμόρφωση των διαταγμάτων ήταν διαφορετική.Στο Χρονικό του ναού των Λινδίων, αναφέρεται ότι τα πέτρινα αγάλματα περιγράφησαν από τον συγγραφέα του χρονικού ως χρυσά. Αυτό προκλήθηκε από την επιθυμία να δείξει ότι τα δώρα προς τιμήν της Αθηνάς Λινδίας ξεπερνούσαν σε πολυτέλεια τα δώρα του Άμαση στην Κυρήνη,ο οποίος έστελνε επιχρυσωμένα αγάλματα.Την περίοδο της κατάρτισης του Χρονικού των Λινδίων υπήρχε στενή φιλία των Ροδίων με τους Αιγυπτίους και ιδιαίτερα την περίοδο του 2ου – 1ου αι. π.Χ. αυτή η φιλία ήταν απαραίτητη για την ανάπτυξη των εμπορικών τους σχέσεων.Ακόμη και πριν την πτώση της Βαβυλώνας (538 π.Χ.) ο Άμασις συνέστησε Ένωση με την Ελλάδα,με το Μικρασιατικό κράτος της Λυδίας, με την ελληνική αποικία της Κυρήνης στην Αφρική καθώς και με τη Σάμο επί ηγεμονίας Πολυκράτη.Αυτή η Ένωση προφανώς δημιουργήθηκε με πρωτοβουλία του Άμαση και συστάθηκε ως συμμαχία ενάντια στην αυξανόμενη δύναμη των Περσών.Ο Ηρόδοτος[104] γράφει :

Πίνδαρος
«Με τους Κυρηναίους δε ο Άμασις συνήψε συνθήκη φιλίας και συμμαχίας και απεφάσισε να λάβη γυναίκα από αυτούς, είτε διότι επεθύμει να νυμφευθεί Ελληνίδα, είτε δια φιλίαν προς Κυρηναίους.Έλαβε λοιπόν γυναίκα κατ’ άλλους μεν του Βάττου, κατ’ άλλους δε του Αρκεσιλάου την θυγατέρα και κατ’ άλλους του Κριτοβούλου, ανδρός σημαντικού μεταξύ των πολιτών, ης το όνομα ήτο Λαδίκη...»
Σύμφωνα με την παράδοση, ο Δαναός έφτασε με τις κόρες του στη Ρόδο,όπου ως ένδειξη ευγνωμοσύνης για την επίδειξη της ναυπηγικής τέχνης από τους Ροδίους,αυτός ίδρυσε το Ιερό της Αθηνάς και τρεις πόλεις,στις οποίες έδωσε τα ονόματα των τριών θυγατέρων του που πέθαναν στη Ρόδο : Λίνδος, Ιαλυσσός και Κάμειρος.
Ο Πίνδαρος γράφει : «...Μετά από αυτό, ο Δίας δημιούργησε ένα νέο νησί.Ο θεός Ήλιος γέννησε από τον τοκετό 7 γιους, που ήταν ανώτεροι από όλους τους ανθρώπους σε σοφία και τέχνη. Ο ένας από αυτούς έφερε στο φως τρεις γιους. Τον Ιάλυσσο, τον Κάμειρο και το Λίνδο.Οι τελευταίοι μοίρασαν το νησί μεταξύ τους. Καθένας πήρε για τον εαυτό του την πόλη με την γύρω περιοχή και μ’ αυτό τον τρόπο τα μοιράστηκαν».
Ο Διόδωρος γράφει : «...Αυτό τον καιρό ο Δαναός με τις κόρες του έφυγαν από την Αίγυπτο. Φθάνοντας στην περιοχή της Λίνδου οι ντόπιοι τους δέχτηκαν και έχτισαν το ιερό της Αθηνάς και ένα άγαλμα αφιερωμένο στη θεά. Από τις κόρες του Δαναού, τρεις έχασαν τη ζωή τους κατά τη διάρκεια της άφιξης στη Λίνδο και οι υπόλοιπες μαζί με τον πατέρα τους το Δαναό έπλευσαν στο Άργος».
Ένας άλλος μύθος για τις Δαναίδες, λινδιακής προέλευσης, αναφέρει ότι στη Λίνδο υπήρχαν δύο κύριες ομάδες πληθυσμού :  η αγροτική και η εμπορική.Ο αγροτικός πληθυσμός αισθανόταν πολύ στενή σχέση με το νησί και με τους συγγενείς τους. Συνήθως, αυτή η αίσθηση εκδηλωνόταν στον εορτασμό προς τιμήν του Ήλιου στο βόρειο άκρο του νησιού. ναύτες ήδη έσπευδαν ανοιχτά των ακτών της Ρόδου. Αυτοί ήταν εκείνοι που ίδρυσαν εμπορικούς σταθμούς στην Αίγυπτο, αποικίες σε ανατολή και δύση και καθόρισαν τις σχέσεις της Ρόδου με τις πόλεις της Ιωνίας, όσον αφορά τον πολιτισμό και τη βιοτεχνία.Ο Van Gelder υποθέτει, ότι ο λινδιακός μύθος για τις Δαναίδες αντικατοπτρίζει τις εμπορικές σχέσεις της Ρόδου με την Αίγυπτο και συγκεκριμένα με τη Ναύκρατη[105]. 
Ένας από τους δήμους της λυκιακής πόλης Τλως ονομαζόταν Βελλεροφόντειος, ενώ στην Ξάνθο ένας δήμος ονομαζόταν Ιοβάτειος. Στα ερείπια της Τλω βρέθηκε μια τοιχογραφία της μάχης του Βελλεροφόντη. Ο τάφος του βρισκόταν σύμφωνα με το μύθο κοντά στην Ξάνθο. Κατά την άφιξή του στην Ξάνθο σκοτώνει τη Χίμαιρα[106]. Στην περιοχή των Πατάρων υπήρχε δήμος με το όνομα του Βελλεροφόντη. Με τη διαμονή του στα Πάταρα συνδέεται και η αφιέρωσή του στο Χρονικό του ναού των Λινδίων. Είναι σαφές ότι εδώ υπήρχε μαντείο που συνδεόταν με τον Τήλεφο και ήταν αφιερωμένο στον Απόλλωνα. Σύμφωνα με τον Παυσανία[107], στο ναό της Αθηνάς στη Φασήλιδα βρισκόταν το δόρυ του Αχιλλέα, όπως ήδη αναφέρθηκε, από τον οποίο τραυματίστηκε ο Τήλεφος και αργότερα από τον ίδιο, σύμφωνα με το μύθο, θα γιατρευόταν το τραύμα του. Ανάμεσα στα Πάταρα και τη Φασήλιδα υπήρχε προφανώς ανταγωνισμός, γιατί στα Πάταρα παρουσίαζαν ένα χάλκινο καζάνι που αφιέρωσε στο ναό του Απόλλωνα ο Τήλεφος[108]. Σύμφωνα με τη εξαίρετη περιγραφή του Beaufort, οι καταστροφές στην ακτή και στα ερείπια, λόγω της αστάθειας των βράχων, τους δυνατούς ανέμους και τα θαλάσσια κύματα, συνέβησαν πολύ γρήγορα. Αυτό που επισήμανε και περιέγραψε ο Beaufort, πολλοί δεν είχαν δει ποτέ και ακόμη όταν ο ίδιος πάλι επισκέφθηκε τη Φασήλιδα, ένα χρόνο μετά, συνάντησε περισσότερες καταστροφές. Ο Treuber θεωρεί τον Τήλεφο έναν από τους ήρωες της Λυκίας.Στη Ρόδο, η σύντροφος του Τήλεφου, Αστυόχεια, ονομαζόταν επίσης και μητέρα του Ρόδιου Τληπόλεμου. Ο J.Friedlander εφιστά την προσοχή στο γεγονός, ότι ένας Ιαλύσσιος στην επιγραφή του Αμπού Σιμπέλ της Νουβίας έφερε το όνομα Τήλεφος[109]. Αν και είναι εντελώς ασαφές, αν η μορφή του Τήλεφου μεταφέρθηκε από τη Λυκία στη Ρόδο ή το αντίστροφο, η διάδοση της λατρείας αυτού του ήρωα και στη Λυκία και στη Ρόδο δείχνει πολύ ενδιαφέρουσα. Μήπως, το δόρυ που τραυμάτισε τον Τήλεφο και η τοποθέτησή του στη Φασήλιδα ως ιερό λείψανο της αρχαιότητας, ήταν ταυτόχρονα και πολιτικό σύμβολο του θριάμβου του Αχιλλέα πάνω από τον πληγέντα ήρωα της Λυκίας; Μήπως, από την άλλη πλευρά, η παρουσία της λόγχης στο ναό των Φασηλιτών θα μπορούσε να υπηρετεί ένα από τα υλικά – φυσικά - στοιχεία της αρχαίας πόλης ; [110].
O μύθος για τη Χίμαιρα συνδέεται,όπως ήδη αναφέραμε,με τη Λυκία. Η Λυκία ήταν η γενέτειρα του Τήλεφου. Επίσης, η λατρεία του Απόλλωνα και της Άρτεμης ήταν διαδεδομένη σ’ όλη τη Μικρά Ασία και ιδιαίτερα στη Λυκία και η λατρεία της Λητώς,προστάτιδας των τάφων.Ο Τήλεφος μετά τον τραυματισμό του στο μηρό απ’ το κοντάρι του Αχιλλέα ζήτησε χρησμό από το μαντείο του Απόλλωνα στα Πάταρα γιατί το τραύμα του δεν γιατρευόταν. Πήρε την απάντηση, πως αυτός που τον είχε πληγώσει τελικά θα τον θεράπευε. Γνωρίζοντας,ότι είχε πληγωθεί από τον Αχιλλέα,ο Τήλεφος πήγε στην Ελλάδα,ενώ ντύθηκε ζητιάνος για να μην τον αναγνωρίσουν.Για τη γέννηση του Τήλεφου ο Απολλόδωρος[111] γράφει : «το μεν ουν βρέφος εις το Παρθένιον όρος εξέθετο. Και τούτο κατά θεών τινα πρόνοιαν εσώθη· θηλήν μεν γαρ αρτιτόκος έλαφος υπέσχεν αυτώ, ποιμένες δε ανελόμενοι το βρέφος Τήλεφον εκάλεσαν αυτό».

Το αρχαίο μαντείο του Απόλλωνα στα Πάταρα είχε δραστηριότητα μόνο το χειμώνα,γιατί το θέρος, σύμφωνα με το μύθο, ο θεός αποσυρόταν στη Δήλο. Ίσως, δεν ήταν νεότερο του μαντείου της Δήλου, το οποίο ήταν προελληνικής προέλευσης[112]. Μ’ αυτό τον τρόπο στην αρχαιότητα η Λυκία ήταν στενά συνδεδεμένη με τη Μυκηναϊκή Ελλάδα. Όχι μόνο στο εσωτερικό της η Λυκία ήταν χωρισμένη με βουνά, τα οποία οριοθετούσαν περιοχές απομονωμένες η μια από την άλλη, αλλά και από την ανατολή ως τη δύση τα βουνά την απέκοβαν από τη θάλασσα.Στη δύση από την Τελμησσό μέχρι την Πύδνα βρίσκονταν οι ορεινοί όγκοι του Κράγου και του Αντίκραγου, ενώ στην ανατολή η οροσειρά των Σολύμων με τις κορυφές της που άγγιζαν τα 2400 μ. από το επίπεδο της θάλασσας αρχίζοντας από την Τερμησσό στο βορρά και φθάνοντας ως το ακρωτήριο Χελιδόνιο στο νότο. Στους πρόποδες αυτής της οροσειράς των Σολύμων τοποθετείται η αρχαία αποικία των Ροδίων,Φάσηλις. Στα δυτικά παράλια της Λυκίας μόνο η Τελμησσός και η Καρμύλασσος κατείχαν λιμάνια βολικά για αγκυροβόλια πλοίων.
Οι νότιες ακτές ήταν απότομες και βραχώδεις. Αυτές διακόπτονταν από ορεινά «περβάζια» ύψους 1000 μ., ενώ τα αγκυροβόλια εκεί ήταν πολύ μικρά και άβολα για να βρίσκουν καταφύγιο τα καράβια.Το μοναδικό καταφύγιο βρισκόταν στη Μεγίστη, Ροδιακής ιδιοκτησίας απ’ όπου μέχρι πρόσφατα οι Έλληνες έμποροι μετέφεραν ξυλεία στη Συρία και την Αίγυπτο[113]. Το λιμάνι αυτού του νησιού καθώς και οι πόλεις Απερλαί και Κυαναί ήταν τα πιο ισχυρά λιμάνια στο νότο[114]. Στα δυτικά το πιο πολυσύχναστο λιμάνι ήταν η Φάσηλις, που κατείχε τρία μικρά, αλλά καλά προστατευμένα λιμάνια, που αποτελούσαν κέντρα στάθμευσης για τα πλοία που έρχονταν από τη Συρία και τη Φοινίκη και πήγαιναν προς την Ελλάδα[115]. Τα όρη των Σολύμων δεν της έδιναν τη δυνατότητα να επεκτείνει το έδαφός της.Οι δύο κορυφές Γκιουλίκ Μπογάζ και Τσιμπούκ Μπογάζ σχημάτιζαν ένα αξεπέραστο φράγμα στα δυτικά και τα βόρεια. Εκτός αυτού, κοντά στη Φασήλιδα έβγαινε μια ηφαιστειακή και σε μόνιμη βάση φλόγα, η οποία πιθανόν και παρήγαγε το λυκιακό μύθο για τη Χίμαιρα[116].Γράφει ο γεωγράφος Σκύλαξ της Καρυάνδης[117] στην πραγματεία του «Χρονολογία»,Περίπλους της θαλάσσης της οικουμένης Ευρώπης και Ασίας και Λιβύης:
«Από δε Καρίας Λυκία εστίν έθνος· και πόλεις Λυκίοις αίδε·Τελμισσός και λιμήν, και ποταμός Ξάνθος, δι ου ανάπλους εις Ξάνθον πόλιν, Πάταρα πόλις η και λιμένα έχει... Γαγαία πόλις,είτα Χελιδονίαι ακρωτήριον και λιμήν Σιδηρούς.Υπέρ τούτου εστίν ιερόν Ηφαίστου εν τω όρει και πυρ πολύ αυτόματον εκ της γης καίεται και ουδέποτε σβέννυται.Και εάν προέλθης από θαλάττης ανώτερον,εστίν Φασηλίς πόλις και λιμήν και Ίδυρος πόλις,νήσος Λυρνάτεια,Ολβία, Μάγυτος και ποταμός Καταρράκτης...»
Έτσι, στις ακτές της Λυκίας δεν αφθονούσαν τα άνετα λιμάνια, όπως στην ιωνική ακτή της Μικράς Ασίας ~ Μίλητος, Φώκαια κλπ. Εκτός αυτού, καμιά απ’ τις μεγάλες κοιλάδες της Λυκίας δεν είχε διέξοδο προς τη θάλασσα και δεν επικοινωνούσε με τα λιμάνια, γι αυτό η ναυτιλία και το εμπόριο δεν μπορούσαν εδώ να γίνουν κυρίαρχοι παράγοντες της επιχειρηματικής ζωής.Η κλιματική ποικιλομορφία της Λυκίας με τις γεωφυσικές εναλλαγές των κοιλάδων και των ορέων δημιουργούσε ένα αλπικό δροσερό κλίμα και ταυτόχρονα σε άλλη περιοχή υποτροπικό θερμό.Για παράδειγμα στην κάτω κοιλάδα του ποταμού Ξάνθου* το Φεβρουάριο ήταν ο μήνας ανθοφορίας της άνοιξης, ενώ στην περιοχή της άνω κοιλάδας το Φεβρουάριο ήταν βαρύς χειμώνας που συνοδευόταν από χιονοστιβάδες.Την ίδια στιγμή, στις εκβολές του Ξάνθου και στην περιοχή των Πατάρων ήταν ήδη ζέστη[118]. Σε σύγκριση με άλλες περιοχές της Μικράς Ασίας, η Λυκία επίσης ήταν χωρισμένη με ποταμούς και δύσβατες οροσειρές με απόκρημνες χαράδρες.Ο κύριος πληθυσμός της Λυκίας ασχολείτο με τη γεωργία και την κτηνοτροφία.Οι κτηνοτρόφοι το χειμώνα ζούσαν στις κοιλάδες και το θέρος το περνούσαν στα βουνά. Εκτός από τα σιτηρά και το ζωϊκό κεφάλαιο η χώρα διέθετε πλούσια δάση.Ο Πλίνιος αναφέρει για τους περίφημους κέδρους της Λυκίας, καθώς και για τα έλατα και τα πλατάνια της[119].Σε αφθονία υπήρχε και το κρασί.
* Για τον ποταμό Ξάνθο γράφει ο Όμηρος [120] στην Ιλιάδα : «Αλλ’ ότε δη πόρον ίξον ευρρείος ποτάμοιο Ξάνθου δινήεντος όν αθάνατος τέκετο Ζεύς,ένθα διατμήξας τους μεν πεδίον δε δίωκε προς πόλιν, ή περ Αχαιοί ατυζόμενοι φοβέοντο».Ο Ξάνθος, σύμφωνα με τη μυθολογία ήταν γιος του Τρώα Φένοπα[121]. Σύμφωνα με άλλες πηγές από την ιστορία και τη μυθολογία, ο Ξάνθος ήταν γιος του Τρίοπα και βασιλιάς της Τροιζήνας, που μετανάστευσε αργότερα στη Λέσβο[122]. Ο Τρίοπας έχτισε την Κνίδο της Καρίας, δίδοντας το όνομά του στο ακρωτήριο πάνω στο οποίο την έχτισε.Ήταν γιος του Αιγέα και της Αίθρας. Σύμφωνα με το Στράβωνα[123] και τον Παυσανία[124] ο Ξάνθος ήταν ο τελευταίος βασιλιάς της Θήβας, ο οποίος σκοτώθηκε σε μονομαχία από τον Μέλανθο, γιο του Νηλέα από την Πύλο και απόγονο του Νέστορα.Κατ’ άλλους ήταν γιος του Ερύμανθου. Η λέξη «ξανθός» που σημαίνει τον έχοντα λαμπερά μαλλιά,ήταν ονομασία λευκοκίτρινων αλόγων, όπως ένα από τα άλογα του Αχιλλέα που είχε αυτή την ονομασία[125]. Κατ’ άλλους ο Ξάνθος ήταν Έλληνας λυρικός ποιητής ~ μελοποιός ~ που έζησε πριν το Στησίχορο.Επίσης, σύμφωνα με άλλη πηγή, ο Ξάνθος ήταν Λυδός δοκιμιογράφος, που γεννήθηκε γύρω στο 500 π.Χ. και έγραψε στα χρόνια της βασιλείας του Αρταξέρξη I (465 π.Χ.) το δοκίμιο «Λυδιακά» σε 4 τόμους,η γνησιότητα των οποίων αμφισβητήθηκε από πολλούς.Έτσι π.χ. ο Αρτέμων [126] λέει ότι αυτό το δοκίμιο γράφηκε από τον Διονύσιο Σκυτοβραχίωνα τον 1ο αι. π.Χ., συγγραφέα της συλλογής χειρογράφων «Κριτική και ερμηνεία» του 2ου αι. π.Χ. Αλλά δεν υπάρχει αμφιβολία, ότι ο Ξάνθος έγραψε ένα παρόμοιο δοκίμιο, το οποίο περιλάμβανε αποσπάσματα από το Στράβωνα~περί Ερατοσθένους~ και από τον Αθήναιο~περί Μνασίου~ και ήταν γνωστό και στον Ηρόδοτο. Συλλογή αποσπασμάτων αυτού υπάρχει και στο έργο «Αποσπάσματα ελληνικής ιστορίας» του C.Muller[127].
O Ξάνθος, σύμφωνα με τη γεωγραφία, ήταν ο ποταμός Σκάμανδρος, για τον οποίο γράφει ο Όμηρος «όν Ξάνθον καλέουσι θεοί, άνδρες δε Σκάμανδρον» [128].  Σύμφωνα με το Βιργίλιο[129] ήταν το όνομα ενός μικρού ποταμού στην Ήπειρο και η Ελένη τον μετονόμασε με αυτή την ονομασία.Η Ξάνθος ήταν σημαντική πόλη της Λυκίας, ισχυρό πολιτικό και θρησκευτικό κέντρο, που τοποθετείται 60 στάδια (1στάδιο = 225μ.) από τις πηγές του ομώνυμου ποταμού και η οποία για πρώτη φορά καταστράφηκε από τους Πέρσες.Φημισμένοι στην αρχαιότητα ήταν οι ναοί προς τιμήν του Σαρπηδόνα,του Λυκίου Απόλλωνα και το ιερό της Λητώς (Λητώον). Το Λητώο αποτελούσε κοινό ιερό για όλες τις λυκιακές πόλεις. Αξιόλογα ερείπια της πόλης έγιναν γνωστά από τις ανασκαφικές έρευνες που διεξήγαγε ο Charles Fellows πολύ κοντά στη σημερινή πόλη Κουνίκ. Γράφει ο Στράβωνας [130] : «Μετά ο ποταμός Ξάνθος που οι παλαιοί έλεγαν Σίρβι. Πλέοντας με σχεδία από εδώ, από την εκβολή στα μεσόγεια, επί δέκα στάδια, συναντούμε το Λητώο. Άλλα 60 στάδια πέρα από το ιερό και φτάνουμε στην πόλη των Ξανθίων που είναι η μεγαλύτερη πόλις της Λυκίας...».Ο ποταμός Ξάνθος, για τον οποίο ήδη αναφέρει ο Όμηρος[131] πηγάζει απ’ την οροσειρά του Ταύρου στα σύνορα της Λυκίας με την Πισιδία και ρέει μέσω μιας μεγάλης κοιλάδας, το «Ξάνθου πεδίον»,όπου ο Άρπαγος νίκησε τους Λυκίους. Η λέξη «ξάνθος – ξανθός» θεωρείται ότι δεν έχει ινδοευρωπαϊκή ετυμολογία και σύγκριση με την ετρουσκική λέξη «zamfi», που σημαίνει «χρυσός»[132].

Κάποτε,τα νησιά του Αιγαίου με τη μεσολάβηση της Κρήτης είχαν ανοίξει την πόρτα της ανατολής.Αναμφίβολα οι Λύκιοι, καθώς επίσης και οι Κάρες, οι Λέλαιγες, οι Λυδοί και άλλοι λαοί σχετιζόμενοι μεταξύ τους διαμόρφωσαν ενιαίο μέχρι κάποιο βαθμό εθνοτικό στρώμα. Μελετώντας κανείς τα λεξικά, όπως το λεξικό J.Sundwall προκύπτει η αδιαμφισβήτητη γλωσσική συγγένεια των πληθυσμών της Λυκίας, της Παμφυλίας,της Λυδίας, της Καρίας,της Πισιδίας,της Ισαυρίας,της Λυκαονίας και της Κιλικίας[133].Οι ανατολικές επιδράσεις από τους λαούς της Μεσοποταμίας και τους Χετταίους, μέσω της Φρυγίας και της Λυδίας και από την Αίγυπτο μέσω της Συρίας και της Λυκίας και τελικά μέσω της Κύπρου και της Κρήτης πέρασαν στη λεκάνη του Αιγαίου.Ο πολιτισμός των Αχαιών δεν διέκοψε τη σύνδεσή του με την ανατολή.Η Αργολίδα εισήγαγε στα παλάτια της ανατολικής Κρήτης και της Μικράς Ασίας τοιχογραφίες, κοσμήματα και ζωγραφιές μυκηναϊκών αγγείων.Αν ήδη στην Κρήτη τα ανατολικά στοιχεία εμφανίστηκαν στην αρχική τους μορφή, στην Αργολίδα έλαβε χώρα περαιτέρω επεξεργασία τους σε σχέση με τις απαιτήσεις και τα γούστα της αχαϊκής αριστοκρατίας. Μετά την κάθοδο των Δωριέων και την εξάπλωση του ελληνικού πολιτισμού διακόπηκε αυτή η κοινή γραμμή ανάπτυξης.Στα κυρίαρχα κέντρα της Αργολίδας και ιδιαίτερα στις Μυκήνες βρισκόταν η αιχμή του δόρατος των κατακτημένων Αχαιών.Σύμφωνα με την παράδοση, οι Αχαιοί ήταν η πρώτη ελληνική φυλή που κατέβηκε από το βορρά περίπου το 1900 π.Χ. και κατέκλυσε σταδιακά όλο τον ελληνικό χώρο μέχρι την κάθοδο των Δωριέων.Αχαιοί εγκαταστάθηκαν ακόμη και στην Κνωσσό μετά την καταστροφή του ανακτόρου, γύρω στο 1450 π.Χ. Ιστορικά παρουσιάζονται από τον 14ο αι. στην Κύπρο,τα Δωδεκάνησα,τη Συρία,την Παλαιστίνη και την Αίγυπτο.Επίσης, η δραστηριότητά τους επεκτείνεται και στην Κάτω Ιταλία.
Ο Όμηρος τους αποκαλεί άλλοτε «Δαναούς» και άλλοτε «Αργείους». Στην περιοχή του Αιγαίου, η διαδικασία της εισβολής των Δωριέων επιτεύχθηκε πιο αργά, αλλά κι εδώ εντοπίζονται πληθυσμοί, για τους οποίους το χαρακτηριστικό είναι μια πρωτόγονη γεωμετρική κεραμική που βρίσκεται σε συγγένεια με την πιο προηγμένη γεωμετρική τέχνη των Ελλήνων. Σύμφωνα με τον κατάλογο των πλοίων του Ομήρου* και τις άλλες γραπτές πηγές που έφτασαν σε μας, ο αποικισμός της Ρόδου απ’ τους Δωριείς έγινε υπό την αρχηγία του Τληπόλεμου, ενώ τα τρία δωρικά φύλα που έφθασαν στο νησί ενώθηκαν πολιτικά και στρατιωτικά κάτω από την καθοδήγηση αυτού του άξιου ηγέτη.Για τη σύγκρουση με τους ντόπιους δεν υπάρχουν πληροφορίες.Ισχυρά κατάλοιπα της μυκηναϊκής Ρόδου πέρασαν πολύ γρήγορα στη γεωμετρική τέχνη των Δωριέων.
* «Μαζί μ’ αυτούς ακολουθούσαν ογδόντα μαύρα καράβια.Ο Τληπόλεμος,ο γιος του Ηρακλή, ωραίος και μεγαλόσωμος, οδηγούσε τα εννέα πλοία των περήφανων Ροδίων, από τη Ρόδο, αυτών που κατοικούσαν στη Ρόδο, μοιρασμένοι σε τρεις πολιτείες, στη Λίνδο, στην Ιαλυσσό και στην Κάμειρο την ασπροχώματη.Σ’ αυτούς αρχηγός ήταν ο ένδοξος στο δόρυ Τληπόλεμος,αυτός που τον είχε γεννήσει η Αστυόχεια στο δυνατό Ηρακλή.» [134].
Σε αυτή τη χρονική περίοδο (1500–1000 π.Χ.) η ιστορία της Λυκίας απομονώνεται από την ιστορία της περιοχής του Αιγαίου. Περικυκλωμένοι από απόκρημνα βουνά, δυσπρόσιτα από το εξωτερικό, οι Λύκιοι δεν άφησαν τους Έλληνες να μπουν στο εσωτερικό της χώρας τους.Φαίνεται ότι η ελληνική επιρροή άγγιξε μόνο τη δυτική παράκτια ζώνη της Μικράς Ασίας.Θα μπορούσαμε να διαιρέσουμε τη Μικρά Ασία σε 2 ζώνες : στην κεντρική, η οποία συμβαδίζει με την Αρμενία και τη βόρεια Συρία και την παράκτια, η οποία κατά την ελληνιστική περίοδο έγινε αμιγώς ελληνική.Στον πρώτο ελληνικό αποικισμό στη Μικρά Ασία διασώθησαν εξαιρετικά αναξιόπιστα στοιχεία, κυρίως πολιτισμικές γενεαλογίες και τοπωνυμικοί θρύλοι[135].Ωστόσο, κάποια στοιχεία δείχνουν, ότι ο αποικισμός της παράκτιας ζώνης της Μικράς Ασίας ήταν μια μακρά διαδικασία, η οποία συνοδεύτηκε από μια πάλη των αποίκων με τους τοπικούς πληθυσμούς.Απ’ τους αυτόχθονες, ένα μέρος εκδιώχθηκε και ένα μέρος εξοντώθηκε ή μετατράπηκε σε δούλους.Σε ορισμένες περιπτώσεις συνέβη και ανάμειξη των πληθυσμών με τους ντόπιους σε επιλεγμένες παράκτιες περιοχές της βόρειας Μικράς Ασίας, οι οποίοι είχαν κατακτήσει νωρίτερα τον Κρητομυκηναϊκό πολιτισμό[136].
Εκεί που οι εύφορες κοιλάδες συνδέονταν με τη θάλασσα, η διείσδυση των Ελλήνων στη χώρα της Λυκίας διευκολύνθηκε.Η εχθρότητα των λυκιακών φυλών απέναντι στους Έλληνες συναντάται σαφώς, ήδη στην  «Ιλιάδα»,όπου ο Σαρπηδόνας και ο Γλαύκος ήταν επικεφαλής του λυκιακού στρατού και συμμάχησαν με τους Τρώες στον αγώνα κατά των Αχαιών.Ο μυθικός ηγέτης των Δωριέων αποίκων στη Ρόδο, Τληπόλεμος*, ήρθε σε μονομαχία με το βασιλιά της Λυκίας, Σαρπηδόνα[137].
* Ο Τληπόλεμος (=αυτός που αντέχει στον πόλεμο) ήταν γιος του Ηρακλή από την Αστυόχεια, κόρη του Φύλαντα, την οποία είχε πάρει από την Εφύρα(Τίρυνθα). Η πόλη βρισκόταν κοντά στον ποταμό Σελλήεντα στη Θεσπρωτία[138] και εντοπίστηκε στα νότια της σημερινής Πάργας. Αργότερα αναφέρεται και ως Κίχυρος[139]. Γράφει ο Απολλόδωρος[140], ιστορικός της Αλεξανδρινής εποχής, ο οποίος αποτέλεσε πολύτιμη πηγή για τη μελέτη του έργου του Στράβωνα : «...στρατεύει δε Ηρακλής μετά Καλυδωνίων επί Θεσπρωτούς και πόλιν Ελών Έφυραν, ης βασίλευε φύλας, Αστυόχη τη τούτου θυγατρί συνελθών πατήρ Τληπολέμου γίνεται· διατελών δε παρ’ αυτοίς, πέμψας προς Θέσπιον επτά μεν κατέχειν έλεγε παίδας, τρεις δε εις Θήβας αποστέλλειν, τους δε λοιπούς τεσσαράκοντα πέμπειν εις Σαρδώ την νήσον επ’ αποικίαν...» Ο Τληπόλεμος αναγκάστηκε να φύγει από την Τίρυνθα, γιατί είχε σκοτώσει το νόθο αδελφό της γιαγιάς του ( μητέρας του Ηρακλή, Αλκμήνης) τον Λικύμνιο.Ο Πίνδαρος ονομάζει τον Τληπόλεμο «Τιρυνθίων Αρχαγέτα» δηλαδή πρώτο αρχηγό των Τιρυνθίων[141].Ο Τληπόλεμος ήρθε να πάρει χρησμό από το μαντείο των Δελφών. Σ’ αυτόν ο χρυσοκόμης θεός είπε να κάνει ένα ταξίδι με πλοίο από τις ακτές της Λέρνας κατ’ ευθείαν προς την ποιμενική γη, η οποία περιβάλλεται από θάλασσα.Ο Τληπόλεμος κατάλαβε την έννοια του χρησμού και πήγε κατ’ ευθείαν από τη Λέρνα στη Ρόδο, όπου έχτισε 3 πόλεις ~ Κάμειρο, Ιαλυσσό και Λίνδο. Πολύ καιρό πριν απ’ αυτόν, καθώς ο Δαναός ερχόταν προς το Άργος, σταμάτησε στη Ρόδο και ίδρυσε ένα ιερό προς τιμή της Αθηνάς, επειδή πίστευε ότι η θεά γεννήθηκε εκεί. Ο Όμηρος, όμως γράφει, ότι η Αθηνά γεννήθηκε στις Αλαλκομενές της Βοιωτίας[142]. 

Γράφει ο Όμηρος [143] : «Κι έσπρωξ’ η μοίρα ανίκητη τον μέγα Ηρακλείδην Τληπόλεμον ενάντια στον θείον Σαρπηδόνα. Και άμ’ αντικρύ προχώρησαν ο ένας προς τον άλλον, ο εγγονός με τον υιον του βροντοφόρου Δία, προσφώνησε ο Τληπόλεμος τον Σαρπηδόνα πρώτος» : «Τι σ’ αναγκάζει Σαρπηδών, ω των Λυκίων άρχε, ως άνθρωπος απόλεμος να κρύβεσ’ εδώ πέρα; Ψεύδοντ’ αν λέγουν που’ σαι υιος του αιγιδοφόρου Δία κι είσαι πολύ κατώτερος εκείνων των ηρώων, οπού στες πρώτες γενεές έχει γεννήσει ο Δίας, ως ήταν ο πατέρας μου, ως λέγουν, ο Ηρακλέας, λεοντόψυχος, ατρόμητος, που ότ’ ήλθε εδώ να λάβη τους ίππους του Λαομέδοντος μ’ έξι καράβια μόνα και μ’ ολιγότερον στρατόν, την πόλιν της Ιλίου επόρθησε κι από λαόν ορφάνωσε τους δρόμους. Και συ ψυχή έχεις δειλήν και φθείροντ’ οι λαοί σου, ουδέ θαρρώ πως στήριγμα θε νά’ σαι συ των Τρώων, αν και ανδρειωμένος βοηθός απ’ την Λυκίαν ήλθες. Αλλά θα ιδής που η λόγχη μου στον Άδη θα σε στείλη.»... « Και σήκωσε ο Τληπόλεμος το φράξινο κοντάρι. Σύγχρον’ από τα χέρια τους τ’ ακόντια πεταχθήκαν, το ζνίχι ο Σαρπηδών κτυπά και πέρα η πικρή λόγχη, εβγήκε και τα μάτια του μαύρο σκεπάζει σκότος. Αλλά τ’ αριστερό μερί του Σαρπηδόνος είχε ήδη τρυπήσ’ η μακριά του Τληπολέμου λόγχη και μανιωμένη ξάκρισε ξυστά τα κόκαλά του. Ακόμη από τον θάνατον τον φύλαγε ο πατέρας»... « Αλλ’ απ’ την λόγχην του υψηλού στο φρόνημα Οδυσσέως να πέσει ο γόνος του Διός δεν ήθελεν η μοίρα. Κι η Αθηνά τον έκλινε στο πλήθος των Λυκίων.»
Ήδη, οι αρχαίοι σχολιαστές σημείωσαν εξ’ αιτίας της μονομαχίας Σαρπηδόνα και Τληπόλεμου τα ίχνη μιας παλιάς εχθρότητας Ροδίων και Λυκίων.Την αντίσταση των Λυκίων απέναντι στους Έλληνες διευκόλυνε η δύσκολη πρόσβαση που είχαν οι δεύτεροι στη χώρα των πρώτων, κλειστή από τη θάλασσα που την περιστοίχιζαν απόκρημνοι βράχοι. Στην καρδιά της χώρας οι Έλληνες δεν μπορούσαν για μεγάλο χρονικό διάστημα να διεισδύσουν, γι αυτό οι λυκιακές φυλές συνέχιζαν να ζουν εδώ σύμφωνα με τα παλαιά τους έθιμα.Η αρχαιότητα αυτών των φυλών, που διατήρησε μόνιμα έναν συντηρητικό τρόπο ζωής, επιβεβαιώθηκε και από τον Ηρόδοτο με τη διάσωση του μητριαρχικού μοντέλου ζωής των Λυκίων.Ο Ηρόδοτος[144] αναφέρει, ότι οι Λύκιοι κατάγονταν από την Κρήτη μέσω του Σαρπηδόνα και γι αυτό αρχικά ονομάζονταν Τέρμιλοι και αργότερα από τον Λύκο, γιο του Πανδίονα, τους αποκάλεσαν Λυκίους.Τα έθιμά τους, όπως προαναφέραμε, ήταν εν μέρει Κρητικά και εν μέρει Καρικά.Αυτοί είχαν ένα παράξενο έθιμο, το οποίο δε συναντούσε κανείς σε κανένα άλλο έθνος :Ονόμαζαν τον εαυτό τους από τη μητέρα και όχι από τον πατέρα. Αν κάποιος ρωτούσε το γείτονα : Ποιος είναι αυτός ; Αυτός ονόμαζε το γένος του από την πλευρά της μητέρας και των συγγενών της πίσω στο χρόνο. Και αν η γυναίκα – πολίτης (γυνή αστή) συνδεόταν συγγενικά με δούλο, τότε τα παιδιά της θεωρούνταν ευγενείς.Αν όμως ο άνδρας – πολίτης, ακόμη κι αν ήταν ο πιο επιφανής μεταξύ τους παντρευόταν μια ξένη ή μια παλλακίδα, τότε τα παιδιά τους δεν είχαν πολιτικά δικαιώματα. Ο όρος «αστή» χρησιμοποιούνταν σε σχέση με μια γυναίκα – πολίτη της οποίας οι πρόγονοι για πολλές γενιές είχαν ζήσει σε πόλη και απόλαυσαν τα πολιτικά τους δικαιώματα[145]. 
Ένα απόσπασμα του Νικολάου της Δαμασκού υπογραμμίζει τα χαρακτηριστικά του λυκιακού μητριαρχικού μοντέλου.«Οι Λύκιοι τιμούν τις γυναίκες περισσότερο απ’ τους άνδρες, ονομάζονται από το γένος της μητέρας, ενώ αφήνουν περιουσία κληρονομιάς στις κόρες και όχι στους γιους.[146]» Στον Όμηρο, όπως ήδη αναφέραμε, αρχηγέτης των Λυκίων ήταν ο Σαρπηδόνας, ενώ ο Γλαύκος σε σχέση με το Σαρπηδόνα βρέθηκε σε χαμηλότερη θέση. Όπως σημειώνεται στη βιβλιογραφία, ο Σαρπηδών ήταν γιος της κόρης του Βελλεροφόντη, ο οποίος ήταν παντρεμένος με την κόρη του βασιλιά της Λυκίας[147].Ενώ, κατά το διάστημα αυτό ο Γλαύκος προήλθε από το γιο του Βελλεροφόντη[148]. Ο Ηρόδοτος [149] εκτός από τις αναφορές για το μητριαρχικό μοντέλο των Λυκίων, διηγείται επίσης για την καταστροφή της Ξάνθου το 540 π.Χ. και τους κατοίκους των περιχώρων που γλίτωσαν την καταστροφή (επήλιδες).Η Ξάνθος, ένα από τα ισχυρά κέντρα της Λυκίας καταστράφηκε από τους Πέρσες του Άρπαγου μαζί με την Καύνο κατά τη διάρκεια της προς δυσμάς επέλασής τους και μετά την κατάληψη των Σάρδεων (546 π.Χ.) 
Όλοι οι κάτοικοι εξοντώθηκαν. Μόνο 80 οικογένειες που κατοικούσαν σε αγροτικές περιοχές γύρω από την πόλη γλίτωσαν τη σφαγή.Ο Ηρόδοτος εκεί που μιλάει για τους σύγχρονούς του Λυκίους και τα έθιμά τους, πριν απ’ όλα μιλάει, όχι για τους ξένους που ήρθαν στην πόλη μετά την συντριβή από τον Άρπαγο, αλλά για τους απογόνους των 80 οικογενειών των γνήσιων Λυκίων που κατάφεραν να επιζήσουν.Στις επιγραφές της Λυκίας, για το γεγονός ότι οι γυναίκες λαμβάνουν τιμητική θέση, δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία.Σε μια σειρά περιπτώσεων η ίδια η γυναίκα χτίζει τον τάφο για τον εαυτό της και σκαλίζει τα ονόματα των μελών της οικογένειάς της[150].Αυτό σημαίνει, ότι τη φροντίδα του χώρου ταφής αναλαμβάνει όχι ο άνδρας, αλλά η γυναίκα στον τάφο της οποίας αργότερα φιλοξενείται ο άνδρας κι όχι το αντίθετο. Σε μια από τις επιγραφές[151] η πεθερά επιτρέπει στη γυναίκα του γιου της να αναπαυθεί στον τάφο, με την προϋπόθεση ότι αυτή δεν θα διαλύσει το γάμο της με το γιο της. Σε μερικές περιπτώσεις ο τάφος χτίζεται για τον αδελφό της μητέρας.Σε αριθμό προσώπων στους οποίους δίδεται η δυνατότητα να αναπαυθούν στον τάφο, βρίσκουμε παράλληλα με τη γυναίκα και την αδελφή της, τη μητέρα της γυναίκας, τη μητέρα του συζύγου και το σύζυγο της κόρης, την αδελφή της συζύγου μαζί με τον άνδρα της, τα παιδιά της συζύγου[152] κλπ.
Σε μια άλλη επιγραφή στη λυκιακή γλώσσα ο τάφος χτίστηκε για τον αδελφό της μητέρας και περιλαμβάνονται προφανώς οι πρόγονοι από το γενεαλογικό δέντρο της μητέρας[153].Σε άλλη περίπτωση κάποιος Πόρπακος αφιερώνοντας ένα άγαλμα στον Απόλλωνα, αναφέρει αρχικά το όνομα του πατέρα του «Θρύφις» και μετά το θείο του από τη μητέρα του «Πουριμάτις» και αναφέρει παρακάτω και το όνομα της γυναίκας «Τισεβσέμπρι» ~ πιθανόν Αρμένιας ~ και στη συνέχεια το όνομα του θείου της από τη μητέρα της, όλοι πολίτες του δήμου Πριανόβαδα, ενός δήμου της Τλω[154].Πολύ ενδιαφέρουσα είναι μια από τις επιγραφές της Καδυάνδης, στην οποία βρίσκεται μια λίστα καθηκόντων βουλευτών και δημοτών της πόλης των Σιδύμων. Όλα τα ονόματα, με εξαίρεση 3 είναι πατρωνυμικά.Την ίδια στιγμή, μεταξύ των ονομάτων άλλων βουλευτών με συνήθη συμβολισμό του πατρός βρίσκεται και το όνομα Νικέτας, γιος του Πάρθενου, αλλά και μεταξύ των δημοτών υπάρχει το όνομα Νικέτας[155] γιος του Λάλλου και το όνομα Ευτύχιος, γιος αγνώστου πατέρα. Ενδιαφέρον είναι ότι στην ίδια επιγραφή συναντάμε τρεις τύπους ονομασιών : 2 περιπτώσεις από τη μητέρα, πλήθος από τον πατέρα και 1 περίπτωση «γιος αγνώστου πατρός» ή όπως γράφεται στην αρχαία ελληνική γλώσσα «πατρός αδήλου».Με βάση αυτή την πολύ ενδιαφέρουσα επιγραφή μπορούμε να εξάγουμε κάποια συμπεράσματα όπως : Η πλειονότητα των ονομάτων αναφέρεται στην επικράτηση της πατρότητας. 
Ωστόσο, στις τρεις περιπτώσεις, όπου ο βουλευτής και ο δημότης καλούνται από το γένος της μητέρας, υποδεικνύουν την παρουσία ενός χωριστού γένους ή οικογένειες με σταθερή μητριαρχική παράδοση. Η ονομασία «πατρός αδήλου» υποδηλώνει την ανάπτυξη της πατριαρχικής σχέσης ως προτύπου.Αναμφίβολα, η μητέρα του Ευτύχιου ήταν πολίτης, διαφορετικά ο Ευτύχιος δεν θα είχε πολιτικά δικαιώματα.Ωστόσο, η μητέρα του δεν ανήκε προφανώς σε μια από τις ευγενείς τάξεις των Σιδύμων, γένος το οποίο θα προσέδιδε υπερηφάνεια και δόξα στους γιους της.Ο πατέρας του Ευτύχιου θα μπορούσε να είναι πράγματι άγνωστος ή θα μπορούσε να ανήκει σ’ ένα χαμηλό κοινωνικό στρώμα.Είναι φανερό, ότι η έκφραση «πατρός αδήλου» τόνιζε την εξώγαμη προέλευση του παιδιού[156].Ωστόσο, αυτό ήταν μια ακόμη απόδειξη, ότι τα πολιτικά του δικαιώματα ο Ευτύχιος τα κληρονόμησε από τη μητέρα του, αν και το όνομα της μητέρας του δεν αναφέρεται.Είναι ενδιαφέρον ακόμη να σημειωθεί, ότι σε επιγραφές τάφων στη Λιβύη συναντούμε το διπλό σύστημα υπολογισμού της συγγένειας.Έτσι, σε μια επιγραφή από την Ξάνθο,φαίνεται ότι ο οικοδόμος του τάφου έχτισε το υπερώο για τη σύζυγό του και το κάτω μέρος για τη δική του νεκρική κατοικία.
Στη Λυκία, στα χρόνια του Ηρόδοτου,δεν υπήρχε μητριαρχία και οι περισσότερες οικογένειες των Λυκίων ήταν μονογαμικές με το δίκαιο του πατρός. Αλλά,σε κάποια τμήματα της αριστοκρατίας, κυρίως γαιοκτημόνων, συντηρήθηκαν στοιχεία μητριαρχικά με κύρια αιτία την οικονομική αυτοτέλεια. Είναι πολύ πιθανό, ότι η υπόδειξη του Ηρόδοτου για την παρουσία στη Λυκία 80 πατροπαράδοτων οικογενειών, δηλαδή η ύπαρξη 80 οικογενειών ιθαγενών ευγενών, έχει άμεση σχέση με την αναφορά του για το λυκιακό μητριαρχάτο. Μιλώντας σχετικά για αυτές τις 80 οικογένειες με τα διασωζόμενα απομεινάρια της μητρικής συγγένειας των μελών τους, που τους διακρίνουν απ’ τους ξένους, γράφει ο Ηρόδοτος : « Ισχυριζόμενοι, ότι αυτοί είναι μεταξύ των Λυκίων».Γράφει ο Ν.Ζαφειρίου[157] : Ο Πλούταρχος προβαίνει έτι περαιτέρω, παρέχει δηλαδή και την αιτιολογίαν της προνομιακής ταύτης θέσεως των γυναικών εν Λυκία αναφέρων τα εξής : «Βελλεροφόντης ουν άγριον εν τη Ξανθίων (Λυκίων) χώρα και ζώα και καρπούς λυμαινόμενον ανελών ουδεμίας ετύγχανον αμοιβής. Καταρασαμένου δε των Ξανθίων αυτού προς τον Ποσειδώνα, παν το πεδίον εξήνθησεν αλμυρίδα και διέφθαρτο παντάπασι της γης πικράς γενομένης· μέχρις ου τας γυναίκας αιδεσθείς δεομένας ηύξατο τω Ποσειδώνι οργήν αφείναι.Δι’ ο και νόμος ην τοις Ξανθίοις μη πατρόθεν αλλ’ από μητρών (μητέρων) χρηματίζειν (=να λαμβάνουν το όνομα) [158]».Ανάλογη αναφορά με τον Ηρόδοτο, συναντούμε και στην αναφορά του Πολύβιου για τη μητριαρχική δομή των απογόνων 100 οικογενειών των Ιταλών Λοκρών(Επιζεφύριων)[159].

Πολύβιος
Ο Πολύβιος γράφει για τους μετοικήσαντες από τη Λοκρίδα στην Ιταλία Επιζεφύριους Λοκρούς, ότι από τη γυναίκα έλαβαν την ευγένεια και τη γενεαλογία τη δική τους και των πόλεών τους: «Πρώτον μεν ότι πάντα τα δια προγόνων ένδοξα παρ’ αυτοίς από των γυναικών, ουκ από των ανδρών εστίν, οίον ευθέως ευγενείς παρά σφίσι νομίζεσθαι τους από των εκατόν οικιών λεγομένους· ταύτας δ’ είναι τας εκατόν οικίας τας προκριθείσας υπό των Λοκρών πριν ή την αποικίαν εξελθείν, εξ ων έμελλον οι Λοκροί κατά τον χρησμόν κληρούν τας αποσταλησομένους παρθένους εις Ίλιον.Τούτων δη τινάς των γυναικών συνεξάραι μετά της αποικίας, ων τους απογόνους έτι νυν ευγενείς νομίζεσθαι και καλείσθαι τους από των εκατόν οικιών[160]». Και συνεχίζει παρακάτω : «τούτο δε μάλιστα περί τους Λοκρούς εικός εστί γεγονέναι·πολύ γαρ εκτοπίσαντες εκ των συνειδότων και προσλαβόντες συνεργόν τον χρόνον, ουχ ούτως άφρονες ήσαν ώστε ταύτ’ επιτηδεύειν, δι ων έμελλον ανανέωσιν ποιείσθαι των ιδίων ελαττωμάτων, αλλά μη τοναντίον δι’ ων επικαλύψειν ταύτα. Διο και την ονομασίαν τη πόλει την από των γυναικών εικότως επέθεσαν και την οικειότητα την κατά τας γυναίκας προσεποιήθησαν, έτι δε τας φιλίας και τας συμμαχίας τας προγονικάς τας από των γυναικών ανενεούντο [161]».Σύμφωνα με τους μύθους των Λοκρών, η Πανδώρα που γεννήθηκε από πηλό, έδωσε αρχικά ανθρώπινο γένος.Η Πύρρα, κόρη της, αναβίωσε τους ανθρώπους μετά τον κατακλυσμό. Η κόρη της Πύρρας ονομάστηκε Πρωτόγεννη[162]. Σε μια επιγραφή των Λοκρών συναντούμε την ονομασία από τη μητέρα : «Ίδαμος, γιος της Δημοκρατίας[163]».Οι αγροτικές και κτηνοτροφικές ιδιοκτησίες των λυκιακών φυλών παρέμειναν πρωτόγονες και εξυπηρετούσαν κυρίως μόνο τους ίδιους.Το εμπόριο υπήρχε στην εσωτερική ζωή των Λυκίων, κυρίως με τη μορφή ανταλλαγής προϊόντων μεταξύ των φυλών και στις εξωτερικές τους σχέσεις με τη μορφή της πειρατείας. Έτσι, η κοινωνική διαφοροποίησή της ακολούθησε για μεγάλο χρονικό διάστημα ένα βραδύ ρυθμό. Ξεκομμένη, μετά την αποίκιση των Δωριέων στη λεκάνη του Αιγαίου, η εχθρική στους Έλληνες Λυκία, έστρεψε την πλάτη της στη θάλασσα.
Ο Αριστοτέλης[164] συνδέει τους μητρικούς δεσμούς συγγένειας με τη ζωή και ύπαρξη των φυλών παρέχοντας μισθοφόρους και οδηγώντας σ’ έναν μαχητικό τρόπο ζωής :«ώστε αναγκαίον εν τοι τοιαύτη πολιτεία τιμάσθαι τον πλούτον, άλλως τε καν τύχωσι γυναικοκρατούμενοι, καθάπερ τα πολλά των στρατιωτικών και πολεμικών γενών». Ίσως, η παρατήρηση του Αριστοτέλη δεν ήταν λαθεμένη, διότι σε αυτές τις κοινότητες αναδεικνύεται άμεσα ο ρόλος και η προτεραιότητα των γυναικών στην αγροτική ιδιοκτησία και την οικία.Ο ρόλος της γυναίκας στις λυκιακές γεωργικές οικογένειες εξακολουθούσε να είναι σημαντικός για πολλά χρόνια.Χαρακτηριστικό είναι, ότι στην Κρήτη η δυναμική αυτού του ρόλου εξασθένισε μετά την κάθοδο των Δωριέων, ενώ η Λυκία διατήρησε την ανεξαρτησία της. Αυτές, όμως, είναι μόνο υποθέσεις, που είναι δύσκολο να υποστηριχθούν λόγω έλλειψης επαρκών πληροφοριών.Σε υποθέσεις,κυρίως,στηρίχθηκε και μια αναφορά του Ηρόδοτου για ένα μέρος του Κρητικού πληθυσμού της Λυκίας στις σχέσεις τους με την Αργολίδα τη μυκηναϊκή εποχή καθώς και οι αναφορές του Ηρακλείδη του Ποντικού για την πειρατεία των λυκιακών φυλών και για τον τρόπο ζωής τους. 
Υπόλοιπες σημειώσεις
92. Στράβων, Γεωγραφικά, XVII,252
93. βλ. Ηρόδοτ. II,54
94. o.π. Στράβων, XVII,23
95. Etymologicum Magnum και Sundwall J. Die einheimischen Namen der Lykier nebst einem Verzichnisse Kleinasiatischer Namenstamme. Klio,Beiheft XI. Leipzig,1913,s.92-93
96. o.π. Στέφ. Βυζάντ. «Περί πόλεων», 27-37
97. Αράτου, Γένος Αράτου και βίος Α΄,310-250
98. o.π. Στράβων, XIV,671,8
99. βλ. Beloch K. Grieh. Gesch. I,2 s.236
100. Price E. Pottery of Naucratis – Journal of Hellenic Studies – London,1924,p.180-181
101. Prinz H. Funde aus Naukratis. Leipzig,1908,s.5
102. o.π. Price E.,p.84
103. Kisa A. Das Glas im Altertum. Leipzig,1908,s.34
104. βλ. Ηρόδοτ. II,181
105. Gelder V. Geschichte der alten Rhodier. Haag,1900
106. βλ. Petrie Fl.,p.36 και Στέφ. Βυζάντ. «περί πόλεων», VIII
107. βλ. Παυσαν. III,3.8
108. o.π. Παυσαν. IX,41.1
109. Friedlander J. Griechische Eingennamen auf Munzen. Hermes(7). Berlin,1873,s.47-51
110. o.π. Beloch K. Grieh. Gesch. I,2 s.236
111. Απολλόδωρου, III,2,7,4.2
112. βλ. Ηρόδοτ. I,184 και ο.π. Treuber O.,s.82
113. βλ.  Treuber O., s.8
114. Maiuri A. Nuove billoge epigrafica di Rodi e Cos. Firenze,1925, № 64,374,378 και p.116
115. Bernard Ch. Les pheniciens et d’Odyssee. Paris,1902,p.336
116. o.π. Bernard Ch.,p.334
117. Σκύλαξ της Καρυάνδης «Χρονολογία»,Περίπλους της θαλάσσης της οικουμένης Ευρώπης και Ασίας και Λιβύης,100-106
118. o.π. Treuber O., s.5
119. Πλίν. XII,9 και XVI,137
120. Ομήρ. Ιλ. Φ,1-4
121. o.π. Ιλ. Ε,152
122. βλ. Διόδ. Σικελ. V,81
123. βλ. Στράβ. Γεωγρ. IX,393
124. βλ. Παυσαν. IX,5,16
125. o.π. Ιλ. Π,149
126. βλ. Αθήν.,515d
127. βλ. Muller C. Fragm. Histor. Graec. (FHG) I, p.33 και IV, p.623
128. o.π. Ιλ. Υ,74
129. Vergilius “Aeneid” - Βιργίλιου «Αινειάδα» - Α,3,350
130. βλ. Στράβ. Γεωγρ. XIV,666
131. o.π. Ιλ. Β,877 και Ε,479
132. Гиндин Л.А.–Цыибурский В.Л. Гомер и история восточного Средиземноморья.Москва,1996,с.203
133. βλ. ο.π. Sundwall J. Die einheimischen Namen der Lykier,s.155
134. Ομήρ. Ιλ. Β,651-658, μετάφρ. Όλγα Κομνηνού-Κακριδή
135. Хилинский К. Предание о начале Ионии. Ленинград,1908,с.290-300
136. Laumonier Alfr. Inscriptions de Carie. Paris,1934,p.291-380, inscript.4
137. o.π. Ιλ. Ε,628-698
138. o.π. Ιλ. Π,531 και Ξ,300
139. βλ. Στράβ. Γεωγρ. VII,234
140. βλ. Απολλόδ. 2,7,6,1
141. Pindarus “The Olympian and Pythian Odes”. Mackmillan & CO. London,1890
142. o.π. Ιλ. Δ,8
143. Ομήρ. Ιλ. Ε,580-676, μετάφρ. Ιάκωβου Πολυλά
144. ο.π.  Ηρόδοτ. I,173
145. Braunstein O. Die politische wirksamkeit der griechischen Frau. Leipzig,1911,s.15
146. Fragmenta Historicorum Graecorum (FHG), Muller C. III,461 [Νικολ. Δαμασκ. απόσπ.29]
147. ο.π. Treuber O.,s.119
148. How & Wells Commentary on Herodotus – Vol.1,books 1-4,Clarendon Press,1912, I,p.1314 καιΟμήρ. Ιλ. Ζ,196-204
149. βλ. Ηρόδ. Ι,176.3
150. Berard V. Inscriptions d’Olympos. Paris,1892,p.214-220, inscriptions : 4,8
151. Corpus Inscriptionum Graecorum (CIG) p.4215,4300
152. Imbert J. Les termes de parente daus les inscriptions lyciennes. Memoires de la Societe de linguistique de Paris, VIII,1894,p.468-470
153. ο.π. Berard V., inscriptions : 3,12,23
154. Imbert J. Etudes d’histoire lycienne. Le Museon. Louvain,1893, XII,p.235
155. Benndorf Ott.- Niemann G. Reisen in Lykien und Karien. Wien,1884, I,s.51-52
156. βλ. Treuber O.,s.123
157. Ζαφειρίου Ν. «Το μητρικόν δίκαιον εν Σάμω», Αρχείον Σάμου 1,1946, σ.351
158. Πλουτάρχου, Γυναικών αρεταί 9, «Ηθικά», σ.248Ε
159. Πολύβιου «Ιστορίες»,Polybius “The histories” – with an English translation by W.R.Paton,London1922, XII,5.6
160. Polybe, Histoire Generale, Tome second, Livre XII, Paris, Charpentier, Libraire Editeur 1847, V,6,7,8
161. Polybe, Histoire Generale, Tome second, Livre XII, Paris, Charpentier, Libraire Editeur 1847, VI,b,1.2
162. Oldfather W.A. Lokris XIII.1,Wien,1926, col.1135-1288
163. o.π. Inscriptiones Graecae (IG) IX,1,1072
164. Αριστοτέλη, «Πολιτικά», Β,9(1269b).
ΑΝΑΛΥΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1. Dittenberger W. Orientis Graeci inscriptions selectee. Vol. I-II Lipsiae, 1903-1905
2. Laroche E. Lycia and Greek federal citizenship. II SO. Paris,1957
3. Epigraphica Anatolica – EA - (Zeitschrift fur Epigraphik und historische Geographie Anatoliens) –Περιοδ. έκδ. της Φιλοσοφ. Σχολής Πανεπ. Κολωνίας, Bonn, 1983-2013
4. Supplementum Epigraphicum Graecum – SEG – Published by J.C. Gieben, Amsterdam Netherlands 1923-2006
5. Imhoof – Blumer Fr. Kleinasiatische Munzen I-II, Wien 1901-1902
6. Keen A. Dynastic Lycia : a political history of the Lycians and their relations with foreign powers  545–362 BC – Leiden,Boston,Koln : Brill,1998
7. Bryce T. The Lycians – Volume I : The Lycians in Literary and Epigraphic Sources. Museum.Tuscularium Press.Copenhagen,1986
8. Childs W. Lycian Relations with Persians and Greeks in the Fifth and Fourth Centuries. Princeton,1978
9. Zimmermann M. Untersuchungen zur historischen Landeskunde Zentrallykiens. Rudolf Habelt,Bonn,1992
10. Behrwald R. Der lykische Bund : Untersuchungen zu Geschichte und Verfassung. Bonn,2000
11. Benda – Weber I. Lykier und Karer. Zwei autochtone Ethnien Kleinasiens zwischen Orient und Okzident. Bonn,2005
12. Worrle M. Epigraphische Forschungen zur Geschichte der Lykier- III. Chiron,1977
13. Fellows Ch. A Journal Written During an Excursion in Asia Minor. London,1839
14. Fellows Ch. An Acount of discoveries in Lycia, being a journal kept during a second Excursion in Asia Minor. London,1840
15. Treuber Osc. Geschichte der Lykier. W.Kohlhammer,Stuttgart,1887
16. Bernard Ch. Les pheniciens et d’Odyssee. Paris,1902
17. Ross L. Reisen auf der griechische Inselh. Stuttgart, Tuppingen,1843
18. Muller C. Fragmenta Historicorum Graecorum (FHG). Paris,1841-1870
19. Hill G. British Museum. Catalogue of the Greek Coins of Lycia, Pamphylia and Pisidia. London,1897
20. Burn A. Minoans, Palestines and Greeks B.C. 1400-900. London,1930
21. Beloch K. Griechische Geschichte. Strassburg,1912
22. Stephanii Byzantii – Στέφανου Βυζάντιου - “Ethnicorum”- Εθνικά. Meineke – Berlin,1849
23. Thucydides “History” Teubner, Leipzig,1905-1906
24. Pindarus “The Olympian and Pythian Odes”. Mackmillan & CO. London,1890
25. Blinkenberg Chr. Die lindische Tempelchronik. Markus & Weber, Bonn,1915
26. Fellows Ch. Ein Ausflug nach Kleinasien und Entdeckungen in Lycien, Leipzig,1853
27. Immisch Ott. Klaros. Forscungen uber Geschichte Stiftungssagen. Philologie,Teubner. Leipzig,1889
28. Muller K. Die Dorier. Breslau,1824
29. Афиней “Пир мудрецов”– Aθήναιου «Δειπνοσοφισταί» - со ссылкой на “Колофонские летописи”Геропифа и “об азиатских городах”,Филостефана Киренского.
30. Sandars N. The sea peoples. Warriors of the ancient Mediterranean 1250-1150 BC. Thames &Hudson, London,1978
31. Колобова К.М Из истории раннегреческого общества. Ленинград,1951
32. Gelder V. Geschichte der alten Rhodier. Haag,1900
33. Price E. Pottery of Naucratis – Journal of Hellenic Studies – London,1924
34. Prinz H. Funde aus Naukratis. Leipzig,1908
35. Polybius “The histories” – with an English translation by W.R.Paton,London1922
36. Etymologicum Magnum,Constantinople,1150 – “Μέγα Ετυμολογικόν”, αποσπ. Ηρακλείδη Ποντικού
37. Pliny – Plinius - Πλίνιος “Geographic Universelle” R.Hunter. London – NY,1879-1888
38. Petrie W.M.Flinders “Naucratis” – 3rd Memoir of the Egypt Exploration Fund,1886 – London,1884-1885
39. Petrie W.M.Fliders - Hogarth D. - H. - Edgar C. “Naucratis”, Journal of Hellenic Studies,London,1903-1905
40. Braunstein O. Die politische wirksamkeit der griechischen Frau. Leipzig,1911
41. Friedlander J. Griechische Eingennamen auf Munzen. Hermes. Berlin,1873
42. Ritter C. Erdkunde. Berlin,1859
43. Breasted J. Ancient Records of Egypt. Vol.III.Chicago,1906
44. Beaufort Fr. Karamania or a brief description of the South coast of Asia Minor.2nd edition,London,1818
45. Blinkenberg Chr. Rhodische Urvolker.Hermes.London,1915
46. Blinkenberg Chr. Lindos,II,1-2.Paris,1941
47. Collitz H.-Bechter F. Sammlung der Griechischen Dialekt – Inschriften III – Gottingen,1899
48. Дройзен И.Г. История Эллинизма – Droysen J.G. Geschichte des Hellenismus – в 3-х томах,Наука –Москва,2002
49. Inscriptiones Graecae – IG – Ακαδημίας Επιστημών Βερολίνου – Περιοδ. Έκδ. Αρχαίων ελληνικών επιγραφών στα λατινικά και τα γερμανικά.
50. Kalinka Ern. Bericht uber zwei Reisen im Sudwestlichen Kleinasien. Philologie. Historische Klasse. Wien,1897
51. Kalinka Ern. Tituli Lyciae lingua Lycia conscripti, Tituli Asiae Minoris,Vol.I, Wien,1901
52. Imbert J. Etudes d’histoire lycienne. Le Museon. Louvain,1893
53. Imbert J. La ville d’Antiphellus et un passage d’Herodote. Le Museon.Louvain,1891
54. Sundwall J. Die einheimischen Namen der Lykier nebst einem Verzichnisse Kleinasiatischer Namenstamme. Klio,Beiheft XI. Leipzig,1913
55. Maiuri A. Nuove billoge epigrafica di Rodi e Cos. Firenze,1925
56. Ревко П. Научное наследие Греции – Таганрог, 2009
57. Cook R. Amasis and the Greeks in Egypt – Journal of Hellenic Studies – London,1937
58. Kisa A. Das Glas im Altertum. Leipzig,1908
59. Брестед Д.Г. История Египта с древнейших времен. Москва,1915
60. How & Wells Commentary on Herodotus – Vol.1,books 1-4,Clarendon Press,Oxford,1912
61. Laumonier Alfr. Inscriptions de Carie. Paris,1934
62. Хилинский К. Предание о начале Ионии. Ленинград,1908
63. Berard V. Inscriptions d’Olympos. Paris,1892
64. Горожанова А.Н. Родосско-Ликийский конфликт – по данным “Илиады Гомера” - № 5, Нижний Новгород,2008
65. Benndorf Ott.- Niemann G. Reisen in Lykien und Karien. Wien,1884
66. Bockh A. Corpus Inscroptionum Graecorum, Berlin,1825-1860
67. Гиндин Л.А. – Цыибурский В.Л. Гомер и история восточного Средиземноморья. Москва,1996
68. Яйленко В.П. Архаическая Греция и ближний Восток. Наука, Москва,1990
69. Аlexandri Polyhistoris Fragmenta – Αλέξανδρου Πολυίστωρα, Αποσπ. Ελλην. Ιστορίας //FragmentaHistoricorum Graecorum, Vol.III, Paris,1845
70. Авдиев И.В. Военная история древнего Египта. Москва,1959
71. Oldfather W.A. Lokris XIII.1,Wien,1926
72. Восток и древности. Восточная Литература, Москва,2000
73. Στέφανου Βυζάντιου «Περί πόλεων» «De Urbibus», Tomas de Pinedo, Amsterdam,1678
74. Skylax Caryandaeus “Fragmenta” – Die Fragmente der Griechischen Historiker – ed. F. Jacoby,Berlin,1923//Leiden,1958
75. Λίβιου Τίτου «Ιστορίαι» κεφ. XXXIV,4 και κεφ. XXXVII
76. Πλουτάρχου, Βίοι Παράλληλοι,Κίμων – Πλουτάρχου, Αλέξανδρος
77. Παυσανία «Ελλάδος περιήγησις» και Pausanias “La Grece” Didot,Paris,1731
78. Αράτου, Γένος Αράτου και βίος Α΄, ca.310 – ca.250 Chr.n. - Bibliotheca Augustana - Vaticanus gr.91
79. Απολλόδωρου «Ηρακλής και Τήλεφος» βιβλίο ΙΙ (2,5,11,1 – 2,8,56) και βιβλίο ΙΙΙ (2,7,4,2)
80. Αριστοτέλη «Πολιτικά» ΙΙΙ,IV Εισαγωγή,μετάφραση,σχόλια Πηνελ. Τζιόκα-Ευαγγέλου Εκδ. Ζήτρος
81. Στράβωνα, «Γεωγραφικά» - Εκδ. Κάκτος, μετάφρ. Παν. Θεοδωρίδη, Αθήνα,1994
82. Ομήρου, «Ιλιάδα» μετάφρ. Όλγα Κομνηνού-Κακριδή, 2η έκδοση, Δαίδαλος, Αθήνα,2006
83. Ομήρου, «Ιλιάδα» μετάφρ. Ιάκωβου Πολυλά, Δ΄έκδοση, Αθ’ηνα,1970
84. Corpus Inscriptionum Graecorum (CIG) 4vols. Berlin,1828-1877
85. Imbert J. Les termes de parente daus les inscriptions lyciennes. Memoires de la Societe de linguistique de Paris, VIII,1894
86. Αριστοτέλη, «Πολιτικά» W.D.Ross, Oxford,Claredon Press,1957
87. Bryce T. The Lykka problem – and a possible solution // JNES, Vol.33,1974
88. Bryce T. Historical and Social Documents of the Hittite World. Queensland,1982
89. Πολύαινου «Στρατηγήματα», βιβλίο Β΄- Φιλολογική ομάδα Κάκτου – εκδ. Κάκτος, Αθήνα 1994
90. Isocrates I-II – Norlin G. Loeb Classical Library Cambridge, MA : Harvard University Press,William Heinemman Ltd, London,1980
91. Θουκυδίδη «Ιστορίαι»,εισαγωγή-μετάφραση,σχόλια Σκουτερόπουλου Νίκου,εκδ. Πόλις, Αθήνα,2011
92. Athenaei Naucratitae “Dipnosophistarum” libri 15, Georg Kaibel, Teubner, Leipzig,1887-1890 καιTeubner,Stuttgart,1985-1992
93. Vergilius “Aeneid”.Translation by Th.C.Williams,Houghton Mifflin Co. Boston,1910
94. Polybius “The Histories” Im.Bekker, Harvard Univ.Press,1922
95. Dindorf K.W. “Stephanus Byzantinus”, Leipzig,1825
96. The History of Herodotus – parallel English/Greek – English translation : G.C.Makaulay,publ.Macmillan,London and NY,1890
97. Αρριανού «Αλεξάνδρου ανάβασις» βιβλία Α΄ & Β΄- Εκδόσεις Κάκτος – Φιλολογική ομάδα Κάκτου, Αθήνα,1992
98. Droysen J.G. Ιστορία του Μεγάλου Αλεξάνδρου – Μετάφρ. Ρένος,Ήρκος & Στάντης Αποστολίδης – Εκδ. Τράπεζα Πίστεως,1999
99. Ζαφειρίου Ν. «Το μητρικόν δίκαιον εν Σάμω», Αρχείον Σάμου 1, 1946
100. Polybe “Histoire Generale” - Traduction française : Félix Bouchot – Tome second – Livre XI – XIII – Paris, Charpentier, Libraire Editeur,1847
101. Πλουτάρχου « Γυναικών Αρεταί» ,μετάφρ. Κωνσταντίνα Α. Μόσχου, εκδ. Ζήτρος, 2002.
istorikathemata.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Το ιστολόγιο δεν υιοθετεί και δεν φέρει καμία ευθύνη για τα σχόλια των αναγνωστών του. Πλέον, οι αναγνώστες μπορούν να σχολιάζουν με το λογαριασμό τους στο facebook ή με λογαριασμούς από τα υπόλοιπα κοινωνικά δίκτυα. Τα ανώνυμα σχόλια θα παραμείνουν κλειστά όσο υπάρχουν άτομα που κρύβονται πίσω από την ανωνυμία για να προβοκάρουν και να επιτεθούν σε άλλους σχολιαστές για να επιβάλλουν τις απόψεις τους.