Κυριακή 16 Μαρτίου 2014

Πως ο Νάθαν Ρότσιλντ με μια απάτη απέκτησε τον έλεγχο της ίδιας της τράπεζας της Αγγλίας!



1815:Η ΜΑΧΗ ΤΟΥ ΒΑΤΕΡΛΟ KAI OI ROTSILD
O Ναπολέων αποδρά από την εξορία του και επιστρέφει στο Παρίσι. Γαλλικά στρατεύματα εστάλησαν να τον συλλάβουν, αλλά είχε τέτοιο χάρισμα που οι στρατιώτες συγκεντρώθηκαν γύρω από τον παλαιό τους αρχηγό και τον ανακήρυξαν Αυτοκράτορα για άλλη μια φορά. Ο Ναπολέων επέστρεψε στο Παρίσι σαν ήρωας.
Ο βασιλιάς Λουδοβίκος έφυγε τρέχοντας στην εξορία και ο Ναπολέων ξανακάθισε στο Γαλλικό Θρόνο. Αυτήν τη φορά χωρίς να ριχθεί ούτε ένας πυροβολισμός. Το Μάρτιο του 1815 ο Ναπολέων εξόπλισε ένα στράτευμα, το οποίο ο Δούκας του Ουέλινγκτον(με την χρηματοδότηση του Ρόσιλντ) νίκησε τρεις μήνες αργότερα στο Βατερλό.

Το πεδίο της μάχης του Βατερλό βρίσκεται τριακόσια είκοσι χιλιόμετρα βορειοανατολικά του Παρισιού, στο σημερινό κράτος του Βελγίου. Εκεί ο Ναπολέων δέχθηκε την τελική του ήττα σε μια μάχη όπου χιλιάδες Γάλλοι και Άγγλοι έχασαν τη ζωή τους εκείνη τη μέρα του υγρού καλοκαιριού, τον Ιούνιο του 1815. Τότε, στις 18 Ιουνίου, 74.000 Γάλλοι στρατιώτες συγκρούσθηκαν με 67.000 από τη Βρετανία και άλλες Ευρωπαϊκές χώρες. Η έκβαση της μάχης ήταν αμφίβολη. Και αν ο Ναπολέων είχε επιτεθεί λίγες ώρες νωρίτερα πιθανώς θα είχε κατακτήσει τη νίκη.
Άνευ σημασίας όμως. Στο Λονδίνο ο Νάθαν Ρότσιλντ σχεδίαζε πως θα εκμεταλλευόταν την ευκαιρία ώστε να αποκτήσει τον έλεγχο της Βρετανικής χρηματιστηριακής αγοράς. Ο Ρότσιλντ τοποθέτησε ένα έμπιστο πράκτορα, που ονομαζόταν Ρόθγουορθ, στην Βόρεια πλευρά του πεδίου της μάχης, κοντά στην θάλασσα της Μάγχης. Αφού οριστικοποιήθηκε το αποτέλεσμα της σύγκρουσης ο Ρόθγουρθ αναχώρησε για την Αγγλία. Μετέφερε τα νέα στον Νάθαν Ρότσιλντ 24 ώρες πριν από τον αγγελιοφόρο του Ουέλινγκτον.
Ο Ρότσιλντ κατευθύνθηκε βιαστικά στο χρηματιστήριο και πήρε τη συνηθισμένη θέση του μπροστά από την αρχαία κολώνα. Όλα τα μάτια βρίσκονταν, επάνω του.
Όλοί γνώριζαν το θρυλικό δίκτυο επικοινωνιών των Ρότσιλντ. Αν ο Ουέλινγκτον είχε ηττηθεί και ο Ναπολέων ήταν ξανά ο απόλυτος κυρίαρχος της Ευρώπης η οικονομική κατάσταση της Βρετανίας θα είχε “μαύρα χάλια”. Ο Ρότσιλντ φαινόταν μελαγχολικός. Στεκόταν ακίνητος και κατσούφης. Τότε αναπάντεχα άρχισε να πουλάει. Κάποιοι νευρικοί επενδυτές είδαν ότι ο Ρότσιλντ πουλούσε και πίστεψαν ότι αυτό μπορούσε να σημαίνει μόνο ένα πράγμα:
Ο Ναπολέων έπρεπε να ήταν ο νικητής και ο Ουέλινγκτον να είχε ηττηθεί. Η χρηματαγορά κατρακύλησε. Σύντομα όλοι πουλούσαν τα ομόλογα της Βρετανικής κυβέρνησης και όποιες άλλες μετοχές είχαν. Φυσικά οι τιμές έπεσαν κατακόρυφα και τότε ο Ρότσιλντ και οι οικονομικοί του σύμμαχοι άρχισαν να αγοράζουν μυστικά μέσω αντιπροσώπων.
Εκατό χρόνια αργότερα οι Τάϊμς της Νέας Υόρκης δημοσίευσαν μια ιστορία, η οποία αναφερότανε στον εγγονό του Νάθαν Ρότσιλντ, ο οποίος είχε προσπαθήσει να εξασφαλίσει μια δικαστική απαγόρευση της κυκλοφορίας ενός βιβλίου για αυτήν την ιστορία. Η οικογένεια Ρότσιλντ αμφισβητούσε την πραγματικότητα της ιστορίας και θεωρούσε το βιβλίο λιβελογράφημα. Αλλά το δικαστήριο απέρριψε την αίτηση των Ρότσιλντ και τους καταδίκασε στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων.
Το πλέον ενδιαφέρον σημείο της ιστορίας είναι ότι μερικοί συγγραφείς υποστηρίζουν ότι μια μέρα μετά τη μάχη του Βατερλό και μέσα σε λίγες ώρες ο Νάθαν Ρότσιλντ και τα φίλα προσκείμενα του οικονομικά συμφέροντα εξουσίαζαν όχι μόνο το χρηματιστήριο αλλά και την ίδια την τράπεζα της Αγγλίας. Μια ενδιαφέρουσα ιδιαιτερότητα, που είχε μια κατηγορία ομολόγων της βρετανικής κυβέρνησης ήταν ότι ήταν μετατρέψιμα σε μετοχές της Τράπεζας της Αγγλίας. Οι επιγαμίες με τους Μοντεφιόρε, τους Κοέν και τους Γκόλτνσμιθ , τραπεζικές οικογένειες που ιδρύθηκαν στην Αγγλία έναν αιώνα πριν τους Ρότσιλντ, εμπλούτισαν τον οικονομικό έλεγχο που ασκούσε ο Ρότσιλντ.
Αυτός ο έλεγχος εδραιώθηκε ολοκληρωτικά ύστερα από το Νόμο του Πήλ για τις Τράπεζες το 1844. Αν όντως ή όχι η οικογένεια Ρότσιλντ απέκτησε μαζί με τους οικονομικούς της συμμάχους τον αδιαμφισβήτητο έλεγχο της Τράπεζας της Αγγλίας (της πρώτης και πλουσιότερης ιδιωτικής κεντρικής τράπεζας σε ένα μεγάλο Ευρωπαϊκό κράτος) με αυτό τον τρόπο ένα πράγμα είναι σίγουρο: στα μέσα του 19ου αιώνα οι Ρότσιλντ ήταν η πλουσιότερη οικογένεια στον κόσμο. Επίσης εξουσίαζαν μια πλειάδα μικρότερων σε δύναμη οικογενειών όπως οι Βάρμπουργκ και οι Σιφφ που συνέδεσαν τον υπερμεγέθη πλούτο τους σ’ αυτόν των Ρότσιλντ.
Πραγματικά το υπόλοιπο του 19ου αιώνα είναι γνωστό σαν “η εποχή των Ρότσιλντ”. Ένας συγγραφέας, ο Ιγνάτιος Μπάλλα, υπολόγισε το 1913 την ατομική τους περιουσία σε πάνω από δύο δισεκατομμύρια δολάρια. Καταλάβετε το! η αγοραστική δύναμη του δολαρίου της εποχής ήταν πάνω από 1000% της σημερινής. Παρά τον υπερβολικό πλούτο η οικογένεια γενικά καλλιέργησε μια διακριτική ατμόσφαιρα αφάνειας και ανωνυμίας. Αν και η οικογένεια ελέγχει χιλιάδες τράπεζες, βιομηχανικές, εμπορικές, μεταλλευτικές και τουριστικές επιχειρήσεις, μόνο μια χούφτα μέλη της φέρουν το όνομα Ρότσιλντ.
Με το τέλος του 19ου αιώνα ένας ειδικός υπολόγισε ότι η οικογένεια Ρότσιλντ είχε υπό τον έλεγχο της τον μισό πλούτο του πλανήτη.
Ανεξάρτητα με την έκταση της τεράστιας περιουσίας τους είναι λογικό να υποθέσουμε ότι το ποσοστό συμμετοχής τους στον παγκόσμιο πλούτο έχει αυξηθεί δραματικά από τότε καθώς η δύναμη γεννά την όρεξη για περισσότερη δύναμη. Αλλά από τις αρχές του 20ου αιώνα οι Ρότσιλντ έχουν προσεκτικά καλλιεργήσει την αντίληψη ότι η δύναμη τους κατά κάποιο τρόπο φθίνει έστω και αν ο πλούτος τούς, όπως και αυτός των οικονομικών συμμάχων τους, αυξάνει όπως και ο έλεγχος του ασκούν στις τράπεζες, στις καταχρεωμένες επιχειρήσεις, στα μέσα μαζικής ενημέρωσης, τους πολιτικούς και τα κράτη.
Παντού, έχοντας διάμεσους πληρεξουσίους, αντιπροσώπους και διαπλεκομένα διευθυντήρια που “συγκαλύπτουν τον πραγματικό τους ρόλο.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Το ιστολόγιο δεν υιοθετεί και δεν φέρει καμία ευθύνη για τα σχόλια των αναγνωστών του. Πλέον, οι αναγνώστες μπορούν να σχολιάζουν με το λογαριασμό τους στο facebook ή με λογαριασμούς από τα υπόλοιπα κοινωνικά δίκτυα. Τα ανώνυμα σχόλια θα παραμείνουν κλειστά όσο υπάρχουν άτομα που κρύβονται πίσω από την ανωνυμία για να προβοκάρουν και να επιτεθούν σε άλλους σχολιαστές για να επιβάλλουν τις απόψεις τους.