Κυριακή 3 Αυγούστου 2014

Μάχη της Περσίδας πύλης


Μάχη της Περσίδας πύλης

Ως μάχη της Περσίδας πύλης αναφέρεται στο πλαίσιο της εκστρατείας του Αλέξανδρου Γ’ του Μακεδόνα κατά της αυτοκρατορίας των Αχαιμενιδών η μάχη που έδωσε ο Αλέξανδρος στο πέρασμα της Περσίδας πύλης, στη διάρκεια της εισβολής και κατάληψης των βασιλικών πόλεων της Περσίδας, πόλεων αναπόσπαστα δεμένων με την κυριαρχία επί της Περσίας.
Ο δρόμος προς την Περσίδα πύλη
Η μάχη στην Περσίδα πύλη είναι τμήμα της οριστικής κατάλυσης της αυτοκρατορίας των Αχαιμενιδών και θεμελιώνεται πάνω στην κυριαρχία των Μακεδόνων σε δύο πόλεις οικονομικά κέντρα, όπως η Βαβυλώνα, και τα Σούσα και άλλες δύο πόλεις αρχαία κέντρα της δυναστείας των Αχαιμενιδών, την Περσέπολη, και τα Εκβάτανα, που νομιμοποιούσαν την εξουσία του Αλέξανδρου σε όλη την αυτοκρατορία.

Η Βαβυλώνα και τα Σούσα παραδόθηκαν αμαχητί. Παρά τις αξιοσημείωτες ανακαλύψεις του επιστημονικού του επιτελείου[3], παρόλο που ο Αλέξανδρος προσπάθησε να πάρει με το μέρος του τον τοπικό πληθυσμό στη Βαβυλώνα[4], η επαφή του μακεδονικού στρατού με τους κατοίκους και ιδιαίτερα τις γυναίκες στη Βαβυλώνα κατά την περίοδο της εκεί ανάπαυσής του υπήρξε τουλάχιστον ατυχής[5].
Περί τα τέλη του 331 ΠΚΕ ο στρατός ξεκίνησε με κατεύθυνση την πρωτεύουσα της περσικής αυτοκρατορίας, τα Σούσα, που είχαν οικειοθελώς υποταχθεί στον Μακεδόνα Φιλόξενο και ένα τμήμα ψιλών[6]. Ο Φιλόξενος είχε ήδη ενημερώσει τον Αλέξανδρο ότι οι θησαυροί ήταν ασφαλείς και ότι ο σατράπης της πόλης Αβουλίτης επιθυμούσε να παραδοθεί δίχως αντίσταση. Κατόπιν πορείας είκοσι ημερών, ο Αλέξανδρος εισήλθε στα Σούσα και έγινε κύριος των θησαυρών οι οποίοι υπήρχαν στην πόλη. Οι αρχαίες πηγές αναφέρουν ότι στην κυριότητα του Μακεδόνα βασιλιά περιήλθαν 50.000 αργυρά τάλαντα[7], πολυτελή σκεύη και πολύτιμα αντικείμενα τα οποία ανήκαν στον Δαρείο, σωροί πορφύρας και ελληνικά λάφυρα από την εποχή της εκστρατείας του Ξέρξη, μαζί με τους χάλκινους ανδριάντες των τυραννοκτόνων Αρμόδιου και Αριστογείτονα, που έστειλε στην Αθήνα[8]. Ωστόσο, ο Αλέξανδρος βιάζεται να κινηθεί για τις βασιλικές πόλεις της Περσίδας, πόλεις αναπόσπαστα δεμένες με την κυριαρχία επί της Περσίας. Τακτοποιεί γρήγορα τα της Σουσιανής, παραχωρεί στη μάνα και τα παιδιά του Δαρείου ως μόνιμη κατοικία τα ανάκτορα και τη βασιλική αυλή, καθώς και λόγιους για να μάθουν τα Ελληνικά
Ορεινή Περσία
Τελειώνοντας όσα ζητήματα ήθελε να ρυθμίσει ο Αλέξανδρος το 330 ΠΚΕ προελαύνει για την ορεινή Περσία, κίνηση σημαντικής στρατιωτικής δυσκολίας λόγω των γεωγραφικών προβλημάτων που παρουσιάζονται και των επακόλουθων προβλημάτων επισιτισμού, μορφολογίας του εδάφους και του άγνωστου κλίματος αλλά και από τους παράγοντες εκείνους που κάνουν αξιοθαύμαστες τις εκστρατείες του Αλέξανδρου, όπως το θέτει ο Droysen[10]. Ο Αλέξανδρος πέρασε τον ποταμό Πασίτιγρι[11] και εισέβαλε στη χώρα των πεδινών Ουξίων, οι περισσότεροι από τους οποίους παραδόθηκαν στον δίχως να προβάλλουν την παραμικρή αντίσταση, ήδη υποταγμένοι στον Πέρση βασιλέα. Οι ορεινοί Ούξιοι, αντίθετα, του ζήτησαν δώρα που πάντα έπαιρναν από τους Πέρσες βασιλείς.
Ο Αλέξανδρος μέσα στη νύχτα διείσδυσε στις ορεινές περιοχές τους ακολουθώντας αφύλακτη ορεινή ατραπό και έχοντας μαζί του το άγημα με τους υπασπιστές και 8.000 πεζούς, τους περισσότερους ψιλούς, ξάφνιασε τους αντιπάλους του και έπληξε με σφοδρότητα τα χωριά τους και κατέβαλε πολλούς από αυτούς στον ύπνο. Στη συνέχεια ο στρατός όρμησε στα στενά όπου είχαν συγκεντρωθεί οι Ούξιοι. Στέλνοντας τον Κρατερό με ένα τμήμα του στρατού στα υψώματα, πίσω από τους Ουξίους, ο ίδιος εφόρμησε στο στενό με πυκνή φάλαγγα. Μετά από την παράκληση της μητέρας του Δαρείου, της Σισύγαμβης ο Αλέξανδρος δέχθηκε να εξακολουθήσουν οι Ούξιοι να κατοικούν σε εκείνη την περιοχή, αναλαμβάνοντας όμως την υποχρέωση να πληρώνουν ετήσιο φόρο 100 αλόγων, 500 υποζυγίων και 30.000 προβάτων, καθώς χρήματα για να πληρώσουν δεν είχαν
Περσίδες πύλες
Με την είσοδο προς την ορεινή περιοχή διάπλατα ανοιγμένη, ο Αλέξανδρος απέστειλε τον Παρμενίωνα με τους βαρύτερα οπλισμένους, τους Θεσσαλούς ιππείς και τα μεταγωγικά από τον αμαξιτό δρόμο, ενώ ο ίδιος ακολούθησε μαζί με τους Μακεδόνες πεζούς, το ιππικό, τους Αγριάνες, τους σαρισσοφόρους και τους τοξότες έναν συντομότερο και δυσκολότερο συνάμα δρόμο, ως τις Περσίδες Πύλες[13], οι οποίες αποτελούσαν και το φυσικό πέρασμα ανάμεσα στην Περσίδα και τη Σουσιανή.
Στην περιοχή, πίσω από πρόχειρο καθώς φαίνεται επιβοηθητικό τείχος στην αμυντική του διάταξη[14], τον περίμενε ο σατράπης Αριοβαρζάνης, που είχε στρατοπεδεύσει στην περιοχή με ισχυρή δύναμη 40.000 πεζών και 700 ιππέων. Η προσπάθεια του Αλεξάνδρου να επιτεθεί μετωπικά αγνοώντας την παγίδα και να εκπορθήσει τον εχθρό, οδήγησε σε βαριές απώλειες των Μακεδόνων, πλήρη οπισθοχώρηση[15] και καθυστέρηση ενός μηνός περίπου .
Ωστόσο, όπως παραδίδεται, από κάποιον Λύκιο αιχμάλωτο βοσκό δίγλωσσο έμαθε ο Αλέξανδρος ότι μπορούσε να τον οδηγήσει από κάποιο τραχύ και δύσβατο μονοπάτι στα νώτα του εχθρού[16]. Αφήνοντας πίσω του ο Αλέξανδρος τον Κρατερό με την φάλαγγα τη δική του και του Μελέαγρου, προχώρησε παράτολμα, οδηγούμενος από τον Λύκιο αιχμάλωτο. Με τους υπασπιστές, το τάγμα του Περδίκκα, τους Αγριάνες, τη βασιλική ίλη των εταίρων και μία τετραρχία προχώρησε τη νύχτα, μέσα στη θύελλα και το βαρύ σκοτάδι. Στο πρώτο χάραμα βρέθηκε πίσω από τις Πύλες, ξάφνιασε τις προφυλακές εξοντώνοντας την πρώτη, προξενώντας μεγάλες απώλειες στη δεύτερη και τρέποντας την τρίτη σε φυγή προς τα βουνά, αντί για το στρατόπεδο.
Κατόπιν, κατά το ξημέρωμα επιτέθηκε στο ανυποψίαστο στρατόπεδο του Αριοβαρζάνη, καθώς οι Πέρσες θεωρούσαν αδύνατο να επιτεθούν οι εχθροί μέσα στη θύελλα, ενώ ταυτόχρονα επιτέθηκε στο τείχος ο Κρατερός. Η συνδυασμένη και επίθεση από δύο πλευρές και η τρίτη παρουσία του Πτολεμαίου απώθησε τους υπερασπιστές του τείχους, που το εγκατέλειψαν. Οι περισσότεροι σφαγιάστηκαν στη μάχη ή σκοτώθηκαν πέφτοντας στους γκρεμούς κατά την πανικόβλητη φυγή τους. Ο Αριοβαρζάνης διέφυγε στα βουνά με λιγοστούς ιππείς, ενώ παραδίδεται πως ο Λύκιος πληροφοριοδότης αμείφθηκε αδρά.
Συνέπειες
Μετά από μικρή ανάπαυση, περνώντας τον Αξάρη που ήταν ήδη γεφυρωμένος, ο Αλέξανδρος προέλασε για την Περσέπολη, προσπαθώντας κυρίως να διαφυλάξει τους θησαυρούς του μεγάλου βασιλέα, αν δεχθούμε ότι είναι αληθής η αναφορά του Διόδωρου και του Κούρτιου πως καθ’ οδόν έλαβε επιστολή από τον βασιλικό θησαυροφύλακα και διοικητή Τιριδάτη να βιαστεί, γιατί κινδύνευε ο θησαυρός[17]. Ένας πραγματικά μεγάλος θησαυρός -120.000 τάλαντα τον ορίζουν ο Κούρτιος και ο Διόδωρος- για τα ελληνικά δεδομένα, τόσο στην Περσέπολη, όσο και στις Πασαργάδες όπου βρισκόταν ο θησαυρός του Κύρου Α΄. Η παράδοση θέλει 20.000 ημίονους και 3.000 καμήλες για τη μεταφορά τους στα Σούσα[18].
Κάθισε και στον θρόνο των μεγάλων βασιλέων ο Αλέξανδρος και κατόπιν με μία ψυχρή, αλλά στρατηγικής σημασίας κίνηση έγινε ξανά πολέμαρχος και διέταξε τη λεηλασία της πόλης[19]. Ο ίδιος, καθώς παραδίδει ο Πλούταρχος, έδωσε εντολή να καούν οι κέδρινες επενδύσεις των ανακτόρων, παρά τις αντιρρήσεις του γέροντα πλέον Παρμενίωνα[20]. Η παραφιλολογία που αναπτύχθηκε εκ των υστέρων με τη χορεύτρια Θαΐδα και τους μεθυσμένους συνδαιτημόνες θεωρούνται σήμερα προσπάθειες των ιστορικών του να συγκαλύψουν κυρίως την άγνοιά τους για τις πραγματικές προθέσεις του Αλέξανδρου. Για τον Δαρείο που έχει καταφύγει στα Εκβάτανα, δεν υπάρχει μεγαλύτερη ταπείνωση από την οργιαστική λεηλασία της πραγματικής του πρωτεύουσας και την πυρπόληση των ανακτόρων.
Σημειολογικά τούτη η πράξη δήλωνε το τέλος της δυναστείας των Αχαιμενιδών και δεν απαιτεί κάποια δικαιολογία, καθώς αποτελεί τμήμα των πολεμικών ηθών της αρχαιότητας ή τουλάχιστον του Αλέξανδρου. Δεν κατέσκαψε εκ θεμελίων την πόλη των Θηβών, βάζοντας τους Έλληνες κυριολεκτικά στη θέση τους; Ποιος εκτός των Σπαρτιατών τόλμησε να ξεσηκωθεί ξανά; Η Περσέπολη είναι η πραγματική πρωτεύουσα των Περσών και είναι απορίας άξιο πώς δεν την κατέσκαψε εκ θεμελίων ο πολέμαρχος. Την παρέδωσε όμως στη λεηλασία δίνοντας και ένα παράδειγμα «πολιτισμένης ελληνικής βαρβαρότητας». Άνδρες σφαγιάστηκαν, οι γυναίκες σύρθηκαν στην αιχμαλωσία και συλήθηκε όλος ο πλούτος της πρωτεύουσας, σε σημείο που οι αρχαιολογικές ανασκαφές δεν απέδωσαν παρά ασήμαντα ευρήματα. Τα λάφυρα που μοιράστηκαν επίσημα στους στρατιώτες ήταν συνολικής αξίας 13.000 ταλάντων, λιγότερα δηλαδή από εκείνα που άρπαξαν μόνοι τους. Έτσι τελείωσε η δυναστεία των Αχαιμενιδών, του Δαρείου όντος εν ζωή ακόμα. Ο Αλέξανδρος στα Σούσα μετέφερε μέρος του θησαυρού μόνον για φύλαξη. Ο υπόλοιπος τον ακολούθησε για τη χρηματοδότηση των πολεμικών επιχειρήσεων έως την τελική κατάληψη των Εκβάτανων.
hellasforce.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Το ιστολόγιο δεν υιοθετεί και δεν φέρει καμία ευθύνη για τα σχόλια των αναγνωστών του. Πλέον, οι αναγνώστες μπορούν να σχολιάζουν με το λογαριασμό τους στο facebook ή με λογαριασμούς από τα υπόλοιπα κοινωνικά δίκτυα. Τα ανώνυμα σχόλια θα παραμείνουν κλειστά όσο υπάρχουν άτομα που κρύβονται πίσω από την ανωνυμία για να προβοκάρουν και να επιτεθούν σε άλλους σχολιαστές για να επιβάλλουν τις απόψεις τους.