ΌΣΟΙ Μυκηναΐοι υποστήριξαν αυτή την ανήκουστη πράξη του Ορέστη δεν επέτρεψαν να αναπαυθούν τα σώματα της Κλυταιμνήστρας και του Αίγισθου στην πόλη τους και τούς έθαψαν έξω από τα τείχη (1). Την πρώτη νύχτα ο Ορέστης και ο Πυλάδης κάθισαν σκοπιά στον τάφο της Κλυταιμνήστρας, μην τυχόν και τον ληστέψει κανείς όσο αγρυπνούσαν εμφανίστηκαν οι Ερινύες με φιδίσια μαλλιά, κεφάλι σκύλου και φτερά νυχτερίδας πλαταγίζοντας τα μαστίγια τους. Δεν ωφέλησε και πολύ το τόξο από κέρατο πού του είχε δώσει ο Απόλλων , ο Ορέστης τα έχασε, έπεσε μπρούμυτα στο κρεβάτι, τύλιξε το κεφάλι του σε ένα μανδύα και έμεινε έτσι έξι μέρες χωρίς να φάει ή να πλυθεί.
β. Τότε έφτασε από τη Σπάρτη ο γερο-Τυνδάρεως, άπηγγειλε κατηγορία για μητροκτονία εναντίον του Ορέστη, και κάλεσε τούς αρχηγούς των μυκηναϊκών φυλών να δικάσουν την υπόθεση. Ανήγγειλε επίσης ότι όσο κρατάει η δίκη απαγορεύεται να μιλήσει οποιοσδήποτε στον Ορέστη και στην Ήλεκτρα, και ότι πρέπει να τούς αρνηθούν το άσυλο, τη φωτιά και το νερό. Έτσι ο “Ορέστης αδυνατούσε ακόμα και τα ματωμένα του χέρια να πλύνει . Οπλισμένοι πολίτες γέμισαν τούς δρόμους των Μυκηνών και ο Οίαξ, ο γιος του Ναύπλιου, χαιρόταν πού του δινόταν ευκαιρία vα κατατρέχει τα παιδιά του Αγαμέμνονα (2).
γ. Εν τω μεταξύ ο Μενέλαος φορτωμένος θησαυρούς έπιασε στεριά στο Ναύπλιο όπου ένας ψαράς του διηγήθηκε ότι ο Αίγισθος και η Κλυταιμνήστρα είχαν δολοφονηθεί. Έστειλε λοιπόν μπροστά την Ελένη να επιβεβαιώσει στις Μυκήνες τις ειδήσεις, όταν νύχτωσε όμως, για να μην τη λιθοβολήσουν οι συγγενείς των σκοτωμένων στην Τροία . Η Ελένη ντρεπόταν να πενθήσει δημόσια την αδελφή της Κλυταιμνήστρα επειδή η δική της απιστία προκάλεσε πολύ μεγαλύτερη αιματοχυσία , απευθύνθηκε λοιπόν στην Ηλέκτρα η οποία φρόντιζε τον άρρωστο Ορέστη :
- Ανιψιά μου, σε παρακαλώ, πρόσφερε χοές για μένα στο πνεύμα της Κλυταιμνήστρας και απόθεσε στον τάφο της τα κομμένα μου μαλλιά.
Όταν όμως η Ηλέκτρα παρατήρησε ότι η ματαιόδοξη Ελένη είχε κόψει μόνο τις ακρούλες από τα μαλλιά της, αρνήθηκε να την υπακούσει:
- Στείλε καλύτερα την κόρη σου, την Ερμιόνη, της απάντησε ορθά κοφτά.
Τότε η Ελένη φώναξε από το παλάτι την Ερμιόνη. Ήταν μόλις εννιά ετών, όταν η μητέρα της είχε κλεφτεί με τον Πάρη, και ο Μενέλαος την είχε εμπιστευθεί στην Κλυταιμνήστρα με το ξέσπασμα του Τρωικού Πόλεμου παρ” όλα αυτά αναγνώρισε την Ελένη και υπάκουσε αμέσως σε ότι της ζήτησε (3).
δ. Ο Μενέλαος μπήκε στο ανάκτορο όπου τον υποδέχτηκε πνιγμένος στο πένθος ο θετός πατέρας του Τυνδάρεως, ο οποίος τον προειδοποίησε να μην πατήσει το πόδι του στη σπαρτιατική, γη, αν δεν τιμωρούσε πρώτα τον κακούργο ανιψιό του και την ανιψιά του. Ο Τυνδάρεως πίστευε ότι ο Ορέστης έπρεπε να αρκεστεί στην εξορία της Κλυταιμνήστρας από τούς συμπολίτες του. Αν πάλι ζητούσαν την καταδίκη της σε θάνατο, καθήκον του ήταν να επέμβει υπέρ της. Όπως είχαν διαμορφωθεί όμως τα πράγματα έπρεπε να πειστούν οι Μυκηναΐοι – είτε τούς άρεσε είτε όχι – να λιθοβολήσουν για μητροκτονία όχι μόνον τον Ορέστη άλλά και την Ηλέκτρα πού τον είχε υποκινήσει.
ε. Ο Μενέλαος δεν τόλμησε να προσβάλει τον Τυνδάρεω και φρόντισε η απόφαση να είναι όπως την επιθυμούσε εκείνος. Χάρη στη γλαφυρή απολογία όμως του Ορέστη πού παρέστη ο ίδιος στη δίκη, και στην υποστήριξη του Πυλάδη (τον οποίο αποκλήρωσε ο πατέρας του ΣτροφΙος για τη συμμετοχή του στο φόνο), οι δικαστές άλλαξαν την απόφαση τους και καταδίκασαν τον Ορέστη και την Ηλέκτρα σε αυτοκτονία . Ο Πυλάδης τότε οδήγησε έξω τον Ορέστη, άρνούμενός ευγενικά να εγκαταλείψει είτε εκείνον είτε την Ηλέκτρα την οποία ήδη είχε αρραβωνιαστεί. Πρότεινε επίσης – αφού έπρεπε και οι τρεις να πεθάνουν – να τιμωρήσουν προηγουμένως για τη δειλία και την απιστία του τον Μενέλαο σκοτώνοντας την Ελένη, την απαρχή όλων των δεινών πού τούς είχαν πλήξει. Ενώ η Ηλέκτρα περίμενε έξω από τα τείχη για να πραγματοποιήσει τα δικά της σχέδια – να αιχμαλωτίσει την Ερμιόνη κατά την επιστροφή της από τον τάφο της Κλυταιμνήστρας και να την κρατήσει όμηρο, ώσπου να αλλάξει μυαλά ο Μενέλαος – , ο Ορέστης και ο Πυλάδης μπήκαν στο παλάτι κρύβοντας τα σπαθιά κάτω από τούς μανδύες και, ως ικέτες, κατέφυγαν στον κύριο βωμό. Εκεί κοντά καθόταν η Ελένη υφαίνοντας το πορφυρό πέπλο πού ήθελε να αποθέσει στον τάφο της Κλυταιμνήστρας ξεγελασμένη από τούς θρήνους τους πλησίασε για να τούς χαιρετήσει. Τράβηξαν τότε τα σπαθιά τους και όσο ο Πυλαδης κυνηγούσε τούς φρύγες σκλάβους της, ο Ορέστης επεχείρησε να σκοτώσει την Ελένη . Ο Απόλλων όμως, κατά διαταγή του Δία, την άρπαξε και τη μετέφερε μέσα σε σύννεφο στον Όλυμπο, όπου έγινε αθάνατη μαζί με τούς αδελφούς της, τούς Διόσκουρους, προστατεύει τούς ναυτικούς πού κινδυνεύουν (4).
ζ. Εν τω μεταξύ η Ηλέκτρα είχε αιχμαλωτίσει την Ερμιόνη, την οδήγησε στο παλάτι και κλειδαμπάρωσε τις πόρτες. Μόλις κατάλαβε ο Μενέλαος ότι η κόρη του βρισκόταν σε θανάσιμο κίνδυνο, πήρε αμέσως μέτρα για τη σωτήρια της. Οι άντρες του έριξαν τις πύλες την ώρα ακριβώς πού θα έβαζε φωτιά στο παλάτι ο Ορέστης σκοτώνοντας την Ερμιόνη ο ίδιος θα έπεφτε από σπαθί ή από τη φωτιά, όταν εμφανίστηκε ο Απόλλων από τον ουρανό, του απέσπασε βίαια το δαυλό και απώθησε τούς στρατιώτες του Μενέλαου. Μέσα στην κατανυκτική σιωπή πού ακολούθησε την παρουσία του, ο Απόλλων πρόσταξε τον Μενέλαο να πάρει άλλη γυναίκα, να αρραβωνιάσει την Ερμιόνη με τον Ορέστη, να επιστρέψει βασιλιάς στη Σπάρτη και να μην ασχολείται πια με τη δολοφονία της Κλυταιμνήστρας αφού επενέβησαν οι θεοί (5).
η. Φορώντας δάφνινο στεφάνι και κρατώντας κλωνάρι δάφνης τυλιγμένο με μαλλί, για να δείξει ότι βρίσκεται υπό την προστασία του Απόλλωνα, ο Ορέστης ξεκίνησε για τούς Δελφούς , οι Ερινύες όμως εξακολούθησαν να τον καταδιώκουν . Η Πυθία κατατρόμαξε όπως τον είδε ικέτη ζαρωμένο πάνω στο μαρμάρινο ομφαλό – τον είχε λερώσει με αίματα από τα άπλυτα χέρια του ο Ορέστης – και γύρω του να κοιμούνται οι αποτρόπαιες μαύρες Ερινύες. Ο Απόλλων καθησύχασε την ιέρεια υποσχόμενός να υπερασπιστεί τον Ορέστη πού ο ίδιος τον είχε προστάξει να αντιμετωπίσει γενναία τη δοκιμασία. Για κάποιο διάστημα έπρεπε να ζήσει εξόριστος, έπειτα όμως ας πάει στην , Αθήνα να φιλήσει το αρχαίο άγαλμα της Αθηνάς, η οποία θα τον υπερασπίζονταν με τη γοργοπροσωπη αιγίδα της και θα εξουδετέρωνε την κατάρα, όπως το είχαν προφητέψει οι Διόσκουροι (6). Ενώ οι Ερινύες κοιμόνταν ακόμα, ο Ορέστης απέδρασε καθοδηγούμενός από τον Ερμή , το πνεύμα της Κλυταιμνήστρας όμως εμφανίστηκε μεμιάς στο Ιερό αποπαίρνοντας τις Ερινύες και θυμίζοντας τους πόσο συχνά τούς είχε προσφέρει κρασί και τούς είχε ετοιμάσει με τα χέρια της μακάβρια μεταμεσονύκτια δείπνα. Έτσι οι Ερινύες ξεκίνησαν πάλι νέο κυνηγητό αδιαφορώντας για τις όλο θυμό φοβέρες του Απόλλωνα ότι θα τις σκότωνε με το τόξο του (7).
θ· Η εξορία του Ορέστη κράτησε ένα έτος: τόσος χρόνος έπρεπε να περάσει ώστε να μπορέσει να κινηθεί πάλι ελεύθερα ο δολοφόνος ανάμεσα στους συμπολίτες του. Με τις ακάματες Ερινύες στο κατόπι του γύρισε μακρινές χώρες και θάλασσες και εξαγνιζόταν συνεχώς με αίμα χοίρου και τρεχούμενο νερό , αυτές οι τελετουργίες απομάκρυναν τις διώκτριες του το πολύ για μια δύο ώρες και μετά πάλι ο νους του σκοτιζόταν . Ο Ερμής τον οδήγησε πρώτα απ’ όλα στην Τροιζηνα , κατέλυσε απέναντι από το Ιερό του Απόλλωνα σε οίκημα πού αιώνες αργότερα ακόμη ονομαζόταν Σκηνή του Ορέστη , σε λίγο εννέα Τροιζηνιοι τον εξάγνισαν στον ιερό Λίθο, κοντά στο ναό της Λυκείας Άρτεμης, με νερό της ιπποκρηνης και αίμα των ιερών σφαγίων. Μια αρχαία δάφνη υπήρχε ακόμα στους ιστορικούς χρόνους εκεί όπου είχαν θάψει τα σφάγια, και οι απόγονοι εκείνων των εννέα οργάνωναν συμπόσιο στη Σκηνη μια καθορισμένη μέρα κάθε χρόνο (8).
ι. Απέναντι από το νησί Κραναη, σε απόσταση τριών σταδίων περίπου από το Γύθειο, υπήρχε μια άμορφη πέτρα, πολύ αργότερα ακόμα την ονόμαζαν Λίθο του Δία Καππώτα , πάνω της είχε καθίσει ο Ορέστης για λίγο να ανακουφίσει το σαλεμένο του μυαλό. Λέγεται ότι είχε εξαγνιστεί επίσης στους εφτά ποταμούς κοντά στο Ρήγιο της Ιταλίας, όπου έχτισε ναό στους τρεις παραπόταμους του Έβρου της Θράκης και στον Οροντη που ρέει κοντά στην Αντιόχεια (9).
κ. Σε απόσταση εφτά σταδίων περίπου από την Μεγαλόπολη, αριστερά από το δρόμο πού οδηγούσε στη Μεσσήνη, έβλεπε κανείς το Ιερό των Μανιών, έτσι ονομάζονταν οι Ερινύες, οι οποίες προκαλούσαν άγριους παροξυσμούς μανίας στον Ορέστη , επίσης ένα μικρό λόφο και το πέτρινο δάχτυλο πάνω του πού το αποκαλούσαν Δακτύλου Μνήμα. Ήταν το σημείο όπου ο Ορέστης στην απελπισία του έφαγε ένα δάχτυλο από το χέρι του για να κατευνάσει τις μαύρες θεές, κάνοντας μάλιστα, μερικές τουλάχιστον να μεταμορφωθούν σε λευκές, ενώ ο ίδιος θεραπεύτηκε από την παραφροσύνη. Έπειτα έκοψε τα μαλλιά του στο κοντινό ιερό πού λεγόταν Κουρείο, δίπλα στο χωριό Άκη, και προσέφερε εξαγνισμούς στις μαύρες θεές και θυσίες στις λευκές, στις οποίες ακόμα και πολύ αργότερα συνηθιζόταν να θυσιάζουν μαζί με τις Χάριτες (10).
λ. Ο Ορέστης κατόπιν έζησε ανάμεσα στους Αζάνες και στους Αρκάδες στην Παρρασία: κάποτε μαζί με γειτονική της πόλη ονομαζόταν Ορεσθασιον από τον ιδρυτή της γιο του Λυκάωνα, Ορεσθεά, και μετά Ορέστειο. Κατ’ άλλους το Ορεστειον παλαιότερα λεγόταν Αζανία και ο Ορέστης πήγε να μείνει εκεί μετά την επίσκεψη του στην Αθήνα. Άλλοι αναφέρουν ότι πέρασε την εξορία του στην Ήπειρο, όπου ίδρυσε το Άργος Ορεστικό, από τον ίδιο μάλιστα ονομάστηκαν και οι Ηπειρώτες πού ζουν στα δαντελωτά Ιλλυρικά όρη , Ορέσται Παροραίοι (11).
μ. Όταν τελείωσε το έτος της εξορίας του, ο Ορέστης επισκέφτηκε την Αθήνα, όπου τότε βασίλευε ο συγγενής του Πανδίων, η κατ” άλλους Δημοφών. Πήγε κατευθείαν στο ναό της Αθηνάς στην Ακρόπολη, κάθισε χάμω και φίλησε το άγαλμα της. Σύντομα κατέφτασαν και οι Μαύρες Ερινύες άγχομαχώντας από το τρέξιμο, γιατί είχαν χάσει τα ίχνη του όταν περνούσε τον Ισθμό. Μόλις έφτασε δεν ήθελε κανείς να τον φιλοξενήσει επειδή ήταν μισητός στους θεούς σε λίγο βρέθηκαν μερικοί πού τόλμησαν να τον προσκαλέσουν, αλλά του έστρωσαν σε ξεχωριστό τραπέζι και του έδωσαν να πιει από ξεχωριστό κρασοπότηρο (12).
v. Στις Ερινύες, πού άρχισαν κιόλας να κατηγορούν τον Ορέστη στους Αθηναίους, δεν άργησε να προστεθεί ο Τυνδάρεως με την εγγονή του Ηριγόνη, κόρη του Αίγισθου και της Κλυταιμνήστρας . Η Αθηνά, ακούγοντας τις παρακλήσεις του Ορέστη από το νεοαποκτηθέν τρωικό κτήμα της στον Σκάμανδρο, έτρεξε στην Aθήνα, όρκισε δικαστές τούς ευγενέστερους πολίτες και συγκάλεσε τον Άρειο Πάγο για να τον δικάσει, γεγονός πού συνέβαινε μόνο για δεύτερη φορά σε υπόθεση ανθρωποκτονίας (13).
ξ. Η δίκη προχώρησε στη διεξαγωγή της όταν ορίστηκε ο Απόλλων σύμβουλος της υπεράσπισης και η γεροντότερη από τις Ερινύες δημόσιος κατήγορος . Ο Απόλλων στο μελετημένο λόγο του αμφισβήτησε τη σημασία της μητρότητας λέγοντας ότι η γυναίκα δεν διαφέρει από το απαθές αυλάκι του αλετριού όπου ο άντρας ρίχνει το σπόρο του , ο Ορέστης είχε δικαίωμα να κάνει όσα έκανε, διότι μόνον ο πατέρας δικαιούται να λέγεται γονεύς. Όταν κατά την ψηφοφορία αποδείχτηκε ότι οι ψήφοι μοιράζονται ακριβώς στη μέση, η Αθηνά τάχτηκε αμέσως στο πλευρό των πατέρων ρίχνοντας την ψήφο της υπέρ του Ορέστη. Με αποκαταστημένη την τιμή του επέστρεψε ευτυχισμένος στην Αργολίδα και υποσχέθηκε να παραμείνει, όσο ζούσε, πιστός σύμμαχος της Αθηνάς. Οι Ερινύες όμως θρηνούσαν γοερά για την ανατροπή των αρχαίων νόμων από τούς άναρριχηθεντες στην Ιεραρχία θεούς, και η Ηριγόνη κρεμάστηκε από την ταπείνωση (14).
ο. Για την τύχη της Ελένης διασώθηκαν τρεις εντελώς αντιφατικές παραλλαγές. Στην πρώτη εκπληρώνεται ο χρησμός του Πρωτεα και η Ελένη επιστρέφει στη Σπάρτη εκεί ζει ζωή ειρηνική, άνετη και πλούσια με τον Μενέλαο ωσότου πάνε πιασμένοι χέρι χέρι στα Ηλύσια Πεδία. Στη δεύτερη παραλλαγή επισκέπτονται μαζί με τον Μενέλαο τη χώρα των Ταύρων όπου η Ιφιγένεια θυσιάζει και τούς δύο. Στην τρίτη παραλλαγή η χήρα του βασιλιά της Ρόδου Τληπόλεμου, η Πολυξώ, θέλοντας να εκδικηθεί το θάνατο του άντρα της έστειλε μερικές σκλάβες της ντυμένες Ερινύες να κρεμάσουν την Ελένη
hellasforce.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Το ιστολόγιο δεν υιοθετεί και δεν φέρει καμία ευθύνη για τα σχόλια των αναγνωστών του. Πλέον, οι αναγνώστες μπορούν να σχολιάζουν με το λογαριασμό τους στο facebook ή με λογαριασμούς από τα υπόλοιπα κοινωνικά δίκτυα. Τα ανώνυμα σχόλια θα παραμείνουν κλειστά όσο υπάρχουν άτομα που κρύβονται πίσω από την ανωνυμία για να προβοκάρουν και να επιτεθούν σε άλλους σχολιαστές για να επιβάλλουν τις απόψεις τους.