Όταν τα πνεύματα κατεβαίνουν στον Ταρταρο, πού η κύρια είσοδός του βρίσκεται σ’ ένα σύδεντρο από μαύρες λευκές δίπλα στο ρεύμα του Ωκεανού, οι ευσεβείς συγγενείς εφοδιάζουν το καθένα άπ’ αυτά μ’ ένα νόμισμα τοποθετημένο κάτω από τη γλώσσα του πτώματος του. Έτσι τα πνεύματα είναι σε θέση να πληρώνουν τον Χάρωνα, αυτόν το δυστυχή, πού τα μεταφέρει με μια μισοσαπισμενη βάρκα και diασχίζουν τη Στύγα. Το μισητό αυτό ποτάμι ορίζει τον Ταρταρο από τη δυτική πλευρά (1), και έχει για παραπόταμους του τον Αχέροντα, τον Φλεγεχοντα, τον Κώκυτο, την , ΑορνΙδα και τη Λήθη.
Τα πνεύματα πού δεν έχουν νόμισμα, είναι υποχρεωμένα να περιμένουν για πάντα στην από δω όχθη, εκτός κι αν έχουν ξεφύγει από τον Ερμή, τον οδηγό τους, και κατηφορίσουν μπαίνοντας κρυφά από κάποιο παραπόρτι, όπως αυτά στο Ταίναρο (2) της Λακωνίας ή στο Αορνο της Θεσπρωτίας. Ένας σκύλος με τρία κεφάλια ή λένε μερικοί, με πενήντα κεφάλια, ονόματι Κέρβερος, φρουρεί την απέναντι όχθη της Στυφός, έτοιμος να κατασπαράξει τούς ζωντανούς παρείσακτους ή τα πνεύματα πού θα δοκίμαζαν να δραπετεύσουν (3).
β. Το πρώτο τμήμα του Ταρταρου περιλαμβάνει τον άχερο Ασφοδέλι Λειμώνα, όπου οι ψυχές των ηρώων στέκουν χωρίς σκοπό ανάμέσα στη σύναξη των λιγότερο διακεκριμένων νεκρών πού τερετίζουν σαν τις νυχτερίδες και όπου μόνο ο ‘Ωριών έχει ακόμη το κουράγιο να κυνηγάει τα φασματικά ελάφια (4). Δεν υπάρχει ούτε ένας ανάμέσα τους πού δεν θα προτιμούσε να είναι δούλος ακτήμονα χωριάτη παρά βασιλιάς στον Ταρταρο. Η μόνη τους ευχαρίστηση είναι οι σπονδές με αίμα πού κάνουν γι’ αυτούς οι ζωντανοί , όταν το πίνουν, αισθάνονται και πάλι σχεδόν σαν άνθρωποι. πέρα απ’ αυτό το λιβάδι βρίσκεται το ‘Έρεβος και το παλάτι του ‘Άδη και της Περσεφόνης. Στα αριστερά του παλατιού, καθώς το πλησιάζει κανείς, ένα άσπρο κυπαρίσσι σκιάζει την πηγή της Λήθης, όπου τα κοινά πνεύματα συνάζονται και σκύβουν για να πιουν. Οι μυημένες ψυχές αποφεύγουν αυτό το νερό και προτιμούν να πίνουν από την πηγή της Μνημοσύνης, πού τη σκιάζει μια άσπρη λεύκα , πράγμα πού τούς πορίζει κάποιο πλεονέκτημα απέναντι στους όμοιους τους (5). Λίγο πιο κει, τα νεοφερμένα πνεύματα κρίνονται καθημερινά από τον Μίνωα, τον Ραδάμανθυς και τον Αιακό σ’ ένα σημείο όπου συναντιούνται τρεις δρόμοι. Ο Ραδάμανθυς δικάζει τούς , Ασιάτες και ο Αιακός δικάζει τούς Ευρωπαίους άλλά και οι δύο παραπέμπουν τις δύσκολες υποθέσεις στον Μίνωα. Καθώς αναγγέλλεται η κάθε ετυμηγορία, τα πνεύματα κατευθύνονται προς έναν από τούς τρεις δρόμους: αν δεν είναι ούτε ενάρετοι ούτε κακοί, παίρνουν το δρόμο πού οδηγεί πίσω στον Ασφόδελο Λειμώνα αν είναι κακοί, αυτόν πού οδηγεί στο χώρο της τιμωρίας, τον Τάρταρο αν είναι ενάρετοι, αυτόν πού οδηγεί στα περιβόλια του ‘Ηλυσίου.
γ. Το (4) Ηλύσιο, όπου διαφεντεύει ο Κρόνος, βρίσκεται κοντά στην επικράτεια του Άδη, και ή είσοδός του κοντά στην πηγή της Μνημοσύνης, άλλά δεν αποτελεί μέρος τους είναι ένας ευτυχισμένος τόπος όπου είναι συνεχώς ημέρα, χωρίς κρύο η χιόνι, όπου οι αγώνες, η μουσική και τα γλέντια δεν παύουν ποτέ, και οι κάτοικοι του μπορούν, όταν το θελήσουν η το αποφασίσουν, να ξαναγεννηθούν επί της γης. Εκεί κοντά βρίσκοντάι τα Νησιά των Νάκαρων πού προορίζονται για όσους έχουν γεννηθεί τρεις φορές και έχουν τρεις φορές φτάσει στο Ηλύσιο (6). Μερικοί ωστόσο λένε ότι υπάρχει και άλλο νησί Μακάρων, ονομαζόμενο Λευκή, στη Μαύρη Θάλασσα, απέναντι από τις εκβολές του Δούναβη, δασωμένο και γεμάτο ζώα, αγρία και ημέρα, όπου τα πνεύματα της Ελένης και του Αχιλλέα ξεφαντώνουν για τα καλά και απαγγέλλουν στίχους του Ομήρου στους ήρωες που έχουν πάρει μέρος στα γεγονότα πού ύμνησε εκείνος (7).
δ. Ο Άδης, πού είναι παράφόρος και ζηλότυπος για τα δικαιώματα του, σπάνια επισκέπτεται τον απάνω κόσμο, παρεκτός για δουλειές ή όταν τον κυριεύει αιφνίδια λαγνεία. Κάποτε έκανε τη Νύμφη Μίνθη να σαστίσει με την αίγλη του χρυσού άρματος του και των τεσσάρων μαύρων άλόγων του, και θα την είχε αποπλανήσει χωρίς καμία δυσκολία, αν η βασίλισσα Περσεφόνη δεν εμφανιζόταν έγκαιρα και δεν μεταμόρφωνε τη Νύμφη σε ευωδιααστή μέντα. Σε άλλη περίπτωση ο Άδης επιχείρησε να βιάσει τη Νύμφη Λευκή, πού κι αυτή μεταμορφώθηκε κι έγινε ή άσπρη λεύκα πού στέκει δίπλα στην πηγή της Μνημοσύνης (8). Με τη θέληση του ο ‘Άδης δεν επιτρέπει σε κανέναν από τούς υπηκόους του να δραπετεύσει, και ελάχιστοι άπ’ όσους επισκέπτονται τον Ταρταρο, επιστρέφουν ζωντανοί για να τον περιγράψουν, πράγμα πού κάνει τον Άδη το μισητότερο από τούς θεούς.
ε. Ο Άδης ουδέποτε γνωρίζει τι συμβαίνει στον απάνω κόσμο η στον ‘Όλυμπο (9), παρεκτός από τίποτε αποσπασματικές πληροφορίες πού φτάνουν σ’ αυτόν όταν οι θνητοί χτυπούν με τα χέρια τους το χώμα και τον επικαλούνται με όρκους και κατάρες. Το πολυτιμότερο αγαθό του είναι η περικεφαλαία πού τον κάνει αόρατο και πού του τη χάρισαν σε ένδειξη ευγνωμοσύνης οι Κύκλωπες, όταν ο Άδης συγκατατέθηκε να τούς απελευθερώσει κατά διαταγή του Δία. Όλα τα πλούτη σε πετράδια και πολύτιμα μέταλλα πού βρίσκοντάι κρυμμένα κάτω από τη Γη είναι δικά του, άλλά στον απάνω κόσμο ο Άδης δεν έχει περιούσια, εκτός από ορισμένους πένθιμους ναούς στην Ελλάδα, και πιθανώς ένα κοπάδι, βόδια στη νήσο Ερύθεια, πού ωστόσο μερικοί λένε ότι ανήκουν στον Ήλιο (10).
ζ. Η βασίλισσα Περσεφόνη ωστόσο μπορεί να είναι και συμπονετική και ελεήμων. Είναι πίστη στον Άδη, άλλά δεν έχει κάνει παιδιά μαζί του, και από τη συντροφιά του προτιμά της Εκάτης, θεάς των μαγισσών (11). Ο ίδιος ο Ζευς τιμά τόσο πολύ την’ Εκάτη ώστε ουδέποτε της αρνιέται την αρχαία εξουσία πού πάντοτε εκείνη διέθετε: να χαρίζει στους θνητούς ή να τούς στερεί οποιοδήποτε επιθυμητό Δώρο. Ή Εκάτη έχει τρία κορμιά και τρία κεφάλια: λιονταριού, σκύλου και φοράδας (12).
η Ή Τισιφόνη, η Αληκτώ και η Μέγαιρα, οι Ερινύες, ζουν στο Έρεβος και είναι πρεσβύτερες από τον Δία καθώς και από όλους τούς άλλους Ολύμπιους. Καθήκον τους είναι να ακούν τα παράπονα πού διατυπώνουν οι θνητοί για ιταμότητα των νέων προς τούς ηλικιωμένους, των παιδιών προς τούς γονείς, των φιλοξενούντων προς τούς φιλοξενούμενους, καθώς και των νοικοκυραίων ή των αρχών των πόλεων προς τούς ικέτες – και να τιμωρούν αυτά τα εγκλήματα καταδιώκοντάς τούς ενόχους αδιάκοπα, χωρίς σταμάτημα και ανάπαυση, από πόλη σε πόλη και από χώρα σε χώρα. Αυτές οι Ερινύες είναι γριές, με φίδια για μαλλιά, κεφάλι σκύλου, σώμα μαύρο σαν το κάρβουνο, φτερά νυχτερίδας και μάτια κατακόκκινα από το αίμα. Στα χέρια τους κρατούν μαστίγια από σφυρηλατημένο χαλκό, και τα θύματα τους πεθαίνουν με βασανιστήρια (13). Δεν είναι καθόλου φρόνιμο να τις αναφέρει κανείς με το όνομά τους στην κουβέντα γι’ αυτό συνήθως τις αποκαλούν Ευμενίδες, πού σημαίνει «καλοσυνάτες», όπως ο Άδης αποκαλείται Πλούτων η Πλούτος.
hellasforce.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Το ιστολόγιο δεν υιοθετεί και δεν φέρει καμία ευθύνη για τα σχόλια των αναγνωστών του. Πλέον, οι αναγνώστες μπορούν να σχολιάζουν με το λογαριασμό τους στο facebook ή με λογαριασμούς από τα υπόλοιπα κοινωνικά δίκτυα. Τα ανώνυμα σχόλια θα παραμείνουν κλειστά όσο υπάρχουν άτομα που κρύβονται πίσω από την ανωνυμία για να προβοκάρουν και να επιτεθούν σε άλλους σχολιαστές για να επιβάλλουν τις απόψεις τους.