Το Μπούτοβο, περιοχή που βρίσκεται κοντά στη Μόσχα, έγινε κατά την περίοδο της μπολσεβίκικης θηριωδίας, τόπος μαζικών εκτελέσεων «εχθρών του λαού» και ιδιαίτερα ορθοδόξων χριστιανών, αρχιερέων, κληρικών και απλών πιστών της Ρωσικής Ορθοδόξου Εκκλησίας, που μαρτύρησαν κατά τα έτη των σταλινικών διωγμών στην Ρωσία. 20.000 πολιτικοί κρατούμενοι πυροβολήθηκαν κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Τρομοκρατίας της Σοβιετικής Ένωσης και μετά μεταξύ 1938-1953.
Το 96% των θυμάτων ήταν άνδρες και 4% γυναίκες. 18 θύματα ήταν ηλικίας άνω των 75 ετών και 10 ήταν 15 ετών και κάτω. Άνθρωποι από σχεδόν 90 χώρες εκτελέστηκαν και θάφτηκαν εδώ. Από την περιβόητη «καρτοθήκη του θανάτου» που με περισσή επιμέλεια κρατούσαν οι εκτελεστές της NKVD, της σοβιετικής μυστικής υπηρεσίας ασφαλείας και πληροφοριών, τεκμηριώθηκε ότι στο «πεδίο βολής» του Μπούτοβο (στα ρωσικά: Бутовский полигон), εκτελέστηκαν και 17 άτομα που είτε ήταν Έλληνες κατά το γένος και την υπηκοότητα, είτε είχαν γεννηθεί στα ελληνικά εδάφη. Η Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία απέκτησε την κυριότητα του οικοπέδου το 1995 και έκτισε εκεί μια μεγάλη εκκλησία – μνημείο προς τιμήν των νεομαρτύρων.
Η περιοχή αναφέρεται στα μοσχοβίτικα χρονικά από τα μέσα του 16ου αιώνα. Τελευταίος ιδιοκτήτης της ήταν ο Ι. Ι. Ζίμιν, αδελφός του ιδιοκτήτη ενός θεάτρου όπερας της Μόσχας, του Σ. Ι. Ζίμιν. Μετά τα τραγικά γεγονότα του 1917, η περιοχή και το αγρόκτημα περιήλθαν στην ιδιοκτησία των στρατευμάτων εσωτερικής τήρησης της τάξης, δηλαδή στην τρομερή μυστική αστυνομία του μπολσεβίκικου καθεστώτος, γνωστή ως OGPU. Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1930 εδώ είχε εγκατασταθεί μια φάρμα παραγωγής αγροτικών προϊόντων, τα οποία προορίζονταν για κατανάλωση από τα στελέχη της υπηρεσίας. Το 1934 όμως καταργήθηκε και όλοι οι εργαζόμενοι σε αυτή απομακρύνθηκαν. Στα τέλη του 1935, αρχές του 1936, ιδρύθηκε το «πεδίο βολής» του Μπούτοβο, όπου σχεδόν αμέσως, ξεκίνησαν οι εκτελέσεις και η ταφή διαφόρων ανθρώπων που έπεσαν στη δυσμένεια του καθεστώτος. Σύμφωνα με απολύτως εξακριβωμένα στοιχεία, αποτέλεσμα των μακροχρόνιων ανασκαφών στην περιοχή, αλλά και των εξετάσεων DNA, στο «πεδίο βολής» του Μπούτοβο,εκτελέστηκαν 20.756 άνθρωποι.
Οι υπόλοιποι χώροι του πρώην αγροκτήματος καταλήφθηκαν από ένα κολχόζ και το εξοχικό σπίτι του εβραϊκής καταγωγής διαβόητου κομμουνιστή σφαγέα και διευθυντή της NKVD,Γκένρικ Γιάγκοντα (Genrikh Yagoda - Διάβασε : Ο μεγαλύτερος σφαγέας της ανθρωπότητας για τον οποίο δεν ακούσατε τίποτα ΠΟΤΕ)
Σύμφωνα με πληροφορίες η πιο «δραστήρια» ημέρα στο «πεδίο βολής» ήταν η 28 Φεβρουαρίου 1938, όταν 562 άνθρωποι εκτελέστηκαν την ίδια ημέρα. Η περιοχή παρέμεινε πολύ καλά φυλασσόμενη από τους σοβιετικούς και αργότερα την μυστική αστυνομία μέχρι το 1995, όταν πωλήθηκε στη ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία.
Πρέπει να σημειωθεί ότι τις εκτελέσεις δεν τις αποφάσιζαν τα δικαστήρια της χώρας, αλλά εξωδικαστικώς οι περιβόητες«τρόικες», (η τρόικα είναι ρωσική λέξη) δηλαδή τριμελείς επιτροπές του «Λαϊκού Κομισαριάτου Εσωτερικών Υποθέσεων» (NKVD), αποτελούμενες από τον περιφερειακό διευθυντή της NKVD, τον περιφερειακό γραμματέα του Κόμματος των Μπολσεβίκων και τον περιφερειακό εισαγγελέα. Σπανίως, οι αποφάσεις λαμβάνονταν από τη «Δυάδα», δηλαδή από τον περιφερειακό διευθυντή της NKVD και τον αντίστοιχο εισαγγελέα. Με άλλα λόγια, μέσα σε μια συνεδρίαση ολίγων ωρών, τα μέλη της «Τρόικας» αποφάσιζαν τις εκτελέσεις και τις μακροχρόνιες φυλακίσεις στα στρατόπεδα εξόντωσης του σταλινικού ζόφου εκατοντάδων ανθρώπων κάθε φορά, δίχως την παρουσία του κατηγορούμενου, κάποιου συνηγόρου του, στερώντας του τις βασικές δικονομικές ελευθερίες, αλλά και τη δυνατότητα άσκησης έφεσης ή την αίτηση απονομής χάριτος.
Οι εκτελέσεις γίνονταν τη νύχτα. Γύμνωναν τους μελλοθανάτους μπροστά σε ανοιχτούς λάκκους και τους εκτελούσαν. Οι μαζικές εκτελέσεις ξεκίνησαν την 8η Αυγούστου 1937, όπου με ένα πυροβολισμό στο σβέρκο θανατώθηκαν 91 άτομα.
Στο Μπούτοβο μαρτύρησαν, κυριολεκτικά, οι άνθρωποι της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, ιεράρχες, ιερείς αλλά και απλοί πιστοί. Στο Μπούτοβο εκτελούνταν ο απλός λαός: εργάτες, αγρότες, ιερείς, κουλάκοι, ποινικοί κρατούμενοι και «πρώην άνθρωποι» δηλαδή πρώην ευγενείς, πρώην αξιωματικοί του τσαρικού στρατού, πρώην αξιωματικοί και στρατιώτες της Λευκής Φρουράς και διάφορα άλλα «αντισοβιετικά στοιχεία», σύμφωνα με την κομμουνιστική ορολογία. Τον Ιανουάριο του 1938 με μυστική απόφαση ξεκίνησε η εξόντωση των αναπήρων. Το διάστημα Φεβρουαρίου – Μαρτίου εκτελέστηκαν στο Μπούτοβο 1160 ανάπηροι.
Ο Μητροπολίτης Σεραφείμ. Εκτελέστηκε στο Μπούτοβο
Στο Μπούτοβο μαρτύρησαν 739 ιερωμένοι, μεταξύ των οποίων, 1 μητροπολίτης, 2 αρχιεπίσκοποι, 4 επίσκοποι, 15 αρχιμανδρίτες, 118 πρωθιερείς, 52 ιερομόναχοι, 363 ιερείς, 60 διάκονοι (μεταξύ των οποίων 4 πρωτοδιάκονοι και 1 αρχιδιάκονος), 10 μοναχοί, 58 μοναχές, 14 δόκιμοι μοναχοί και μοναχές, 8 ιερωμένοι, για τους οποίους δεν έγινε δυνατό να προσδιοριστεί ο βαθμός της ιεροσύνης τους. Παράλληλα, εκτελέστηκαν 219 λαϊκοί επειδή αρνήθηκαν να απαρνηθούν την πίστη τους, μεταξύ των οποίων ήταν ψάλτες, αναγνώστες, μέλη ενοριακών επιτροπών, αγιογράφοι, καθαρίστριες των ναών, καντηλανάφτες κ.α.
Η διαδικασία των εκτελέσεων είχε συγκεκριμένο «τυπικό». Ειδικά διασκευασμένα κλειστά φορτηγά αυτοκίνητα, συγκέντρωναν τους προς εκτέλεση από όλες τις φυλακές και τα τμήματα μεταγωγών της Μόσχας και τους μετέφεραν στο Μπούτοβο. Τα φορτηγά αυτά οι σύγχρονοι τα αποκαλούσαν «Ψυχοπνίχτες». Εννοείται πως οι κρατούμενοι δεν ήξεραν ούτε που τους πηγαίνουν, ούτε πολύ περισσότερο γιατί τους μεταφέρουν. Σύμφωνα με ορισμένες μαρτυρίες, διοχέτευαν στην καρότσα του φορτηγού τις αναθυμιάσεις της εξάτμισης, ώστε οι κρατούμενοι να χάσουν τις αισθήσεις τους, ενώ δεν ήταν λίγοι εκείνοι που πέθαιναν κατά την μεταγωγή. Τα φορτηγά έφταναν από την πλευρά του δάσους. Στο χώρο του «πεδίου βολής» υπήρχαν δύο κτήρια, ένα μικρό λιθόκτιστο σπίτι και ένα μεγάλο, παραλληλόγραμμο ξύλινο παράπηγμα, περιτριγυρισμένα από ψηλά συρματοπλέγματα. Μέσα σε αυτό το ξύλινο παράρτημα τους ανακοίνωναν ομαδικά τις αποφάσεις για τη θανατική τους καταδίκη, έλεγχαν τους φακέλους τους, σύγκριναν με ιδιαίτερη επιμέλεια τα στοιχεία και τις φωτογραφίες των θυμάτων. Στη συνέχεια, έναν – έναν τους οδηγούσαν στο θάνατο με έναν πυροβολισμό στο σβέρκο. Η επιμέλεια στην τήρηση των αρχείων με τα στοιχεία των εκτελεσθέντων εκπλήσσει ακόμη και σήμερα τους ιστορικούς, δεδομένης της «τσαπατσουλιάς» που διέκρινε τη σοβιετική κρατική μηχανή από την πρώτη μέχρι την τελευταία ημέρα της ύπαρξης της.
Αρχικά, έθαβαν τα θύματα σε τάφους που είχαν σκάψει άλλοι κρατούμενοι με φτυάρια. Όταν όμως από τον Αύγουστο του 1937 οι εκτελέσεις στο Μπούτοβο έλαβαν μεγάλες διαστάσεις, αναγκάστηκαν να φέρουν εκσκαφείς και τρακτέρ για τη διάνοιξη τάφων και τη μεταφορά των πτωμάτων. Ανοίχτηκαν ομαδικοί τάφοι βάθους 3 μέτρων και μήκους μεγαλύτερου των 150 μέτρων.
Οι μαζικοί τάφοι ξεχωρίζουν με τα γκαζόν αναχώματα
Ένας τοίχος με πλάκες με χαραγμένα τα ονόματα των εκτελεσθέντων. Υπάρχουν ακόμα μηλιές στην περιοχή από την εποχή που η περιοχή χρησιμοποιήθηκε για κηπουρική από αξιωματούχους της KGB. Όταν το κτήμα Butovo αγοράστηκε από την KGB, χρησιμοποιήθηκε για την παραγωγή λαχανικών για αξιωματούχους της KGB. Οι εργάτες ήταν φυλακισμένοι που στεγάζονταν σε στάβλους. Οι υπάλληλοι της KGB είχαν επίσης τη δυνατότητα να χτίσουν μικρά εξοχικά σπίτια με κήπους (datchas) σε ένα τμήμα της περιοχής των τάφων.
Μια μικρή ξύλινη εκκλησία είναι χτισμένη στην περιοχή όπου περίπου 1.000 Ρώσοι ορθόδοξοι ιερείς σκοτώθηκαν.
Ένα κτίριο που βρίσκεται ακριβώς έξω από το μνημείο και κατασκευάστηκε από Γερμανούς αιχμαλώτους πολέμου. Μέχρι την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης, το κτίριο λειτουργούσε ως ένα διεθνές σχολείο για την KGB στο οποίο άτομα από ξένες χώρες εκπαιδεύονταν σε μυστικές δραστηριότητες. Σήμερα χρησιμοποιείται από τη Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία.
ΚΟΚΚΙΝΟΣ ΟΥΡΑΝΟΣ / Πηγές: εδώ, εδώ, εδώ κι εδώ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Το ιστολόγιο δεν υιοθετεί και δεν φέρει καμία ευθύνη για τα σχόλια των αναγνωστών του. Πλέον, οι αναγνώστες μπορούν να σχολιάζουν με το λογαριασμό τους στο facebook ή με λογαριασμούς από τα υπόλοιπα κοινωνικά δίκτυα. Τα ανώνυμα σχόλια θα παραμείνουν κλειστά όσο υπάρχουν άτομα που κρύβονται πίσω από την ανωνυμία για να προβοκάρουν και να επιτεθούν σε άλλους σχολιαστές για να επιβάλλουν τις απόψεις τους.