του Παναγιώτη Χατζηστεφάνου
Παραμονές Χριστουγέννων, και η προσμονή κορυφώνονταν στο αριστοκρατικό σαλόνι της κυρίας Γενοκτονίας.Η γιορτή της αγάπης έφτανε σε λίγες μέρες, φέρνοντας μαζί της χαρμόσυνη έξαψη αλλά και παραδοσιακό άγχος.
Κληρονόμος της ομώνυμης και ευγενούς οικογενείας, η κυρία Γενοκτονία ήταν εξαιρετικά αγαπητή στην υψηλή κοινωνία για τις μεγαλοπρεπείς αγαθοεργίες της.
Κάθε μια απο τις φιλανθρωπικές της εξορμήσεις είχαν συμβάλλει αποφασιστικά στην περαιτέρω διατήρηση της αιμοσταγούς κοινωνικής αδικίας, στην συντριβή των φτωχότερων κοινωνικών στρωμάτων και στην δημιουργία νέων αδιεξόδων για όλους εκείνους που ήταν αποδέκτες της ανιδιοτελούς βοήθειας της.
Ετσι και φέτος, διακινδυνεύοντας να λερώσει τα υπέροχα γοβάκια της, αλλά εκπληρώνοντας το χρέος της, η κυρία Γενοκτονία ετοιμάζονταν και πάλι να κάνει ό,τι περνάει απο το γαντοφορεμένο χέρι της προκειμένου να μην αλλάξει τίποτε.
Σαν να μην της έφτανε το εορταστικό στρες, η κυρία Γενοκτονία υπέμενε και το μακρόσυρτο παράπονο της στενής πλην γκρινιάρας φιλενάδας της, της επίσης διάσημης αλλά όχι και τόσο φινετσάτης κυρίας Απελπισίας, που για μία ακόμα φορά δεν έλεγε να κλείσει το τηλέφωνο και να την αφήσει στην ησυχία της.
«Μα είναι δυνατόν να μου κλέβει την δόξα αυτή η λαικιά, η ξεδιάντροπη, η Ελπίδα, και να λένε όλοι ότι εκείνη πεθαίνει τελευταία?» επαναλάμβανε διαρκώς, όπως κάθε πρωί σχεδόν, η κατ’ επάγγελμα απαρηγόρητη κυρία Απελπισία.
«Δεν την αντέχω αυτή την αδικία Γενοκτονία μου, το ξέρεις και εσύ, οτι εγώ, η Απελπισία με τ’όνομα, εγώ και μόνον εγώ πεθαίνω τελευταία, πάντα πιστή στο προσκέφαλο του κάθε κατατρεγμένου, δίπλα του για όσο καιρό χρειαστεί μέχρι να ξεψυχήσει η βασανισμένη του ψυχή. Η Ελπίδα, ξέρουμε καλά, πως παρουσιάζεται όλο χαμόγελα, τάζοντας ξεδιάντροπα όσα της ζητήσουν, αλλά στην πρώτη δυσκολία γίνεται καπνός, άκαρδη και διπρόσωπη που είναι, εγκαταλείποντας τους θαυμαστές της στα κρύα του δικού μου λουτρού. Και τότε ποιά είναι εκείνη που σπεύδει να τους σταθεί? Πες μου, ποιά συντροφεύει τους αφελείς που πίστεψαν στις φρούδες υποσχέσεις της ανόητης Ελπίδας, που να την πάρει ο διάολος που την γέννησε!»
Κουρασμένη απο την ναρκισσευόμενη μεμψιμοιρία της Απελπισίας, η κυρία Γενοκτονία ήξερε πολύ καλά τι να απαντήσει προκειμένου να σταματήσει επιτέλους ο κουραστικός της μονόλογος:
«Εσύ, και μόνο εσύ Απελπισία μου, εσύ είσαι εκείνη που ποτέ δεν εγκατέλειψε κανέναν απο τους αγαπητικούς της! Εσύ είσαι εκείνη που ακόμα και στην πιο δύσκολη ώρα στέκεσαι στο ύψος των περιστάσεων, σαν κερί αναμένο, να φωτίζεις και τα πιο σκοτεινά δωμάτια εκείνων που δεν έχουν που αλλού να στραφούν!»
Ανακουφισμένη, η κυρία Απελπισία αναστέναξε με τον χαρακτηριστικό της στόμφο. Δράττοντας την ευκαιρία της στιγμιαίας αυτής παύσης, η κυρία Γενοκτονία αποφάσισε να προτείνει κάτι που σίγουρα θα ανέβαζε το ηθικό της στεναχωρημένης φιλενάδας της.
«Απελπισία, χρυσή μου, γιατί δεν φοράς το ωραίο σου παλτό, αυτό που είναι φτιαγμένο απο μαλλιά πνιγμένων παιδιών, να με συνοδεύσεις στην καθιερωμένη εορταστική μου βόλτα? Είναι Χριστούγεννα γλυκειά μου, μέρες αγάπης, ξέρεις πόσοι δυστυχισμένοι περιμένουν την φροντίδα μας, την παρέα μας, την βοήθεια μας? Δεν είναι σωστό, δεν είναι πρέπον να καθόμαστε στα πολυτελή σαλόνια μας, αδιαφορώντας για τα πάθη εκείνων που δεν στάθηκαν τόσο τυχεροί όσο εμείς...»
Δεν χρειάστηκε και πολύς κόπος για να πειστεί η κυρία Απελπισία. Μια εμφάνιση δίπλα σε ένα τόσο τρανταχτό όνομα όσο της κυρίας Γενοκτονίας θα ανέβαζε το κασέ της, ταυτόχρονα καταδικάζοντας στα τάρταρα του φθόνου και την ανταγωνίστρια της, την ομολογουμένως ελαφρόμυαλη και ελαφρολαικιά Ελπίδα.
Η πλατεία Συντάγματος ήταν ανέκαθεν το παραδοσιακό ορμητήριο της κυρίας Γενοκτονίας. Από εκεί ξεκινούσαν όλες οι αλτρουιστικές της προσπάθειες, μιας και ειδικά τις μέρες αυτές η πλατεία έσφυζε απο ζωή και ανάγκη, φιλοξενώντας κάθε είδους στερημένο και κακόμοιρο όν, απο ανθρώπους μέχρι αδέσποτα.
Η κυρία Γενοκτονία, αγκαζέ με την κυρία Απελπισία, εμφανίστηκαν, άψογα ντυμένες, και αποφασισμένες να προσφέρουν ό,τι μπορούσαν σε όποιον είχε ανάγκη την συνδρομή τους.
Πριν καλά-καλά προλάβουν να πατήσουν το ακριβοφορεμένο πόδι τους στις αναποδογυρισμένες ταφόπλακες που απλώνονταν σαν παγωμένη λίμνη γύρω τους, η κυρία Γενοκτονία και η κυρία Απελπισία περικυκλώθηκαν απο μικρά παιδιά.
Τα πρόσωπα τους, συνοφρυωμένα, κοιτούσαν τις δυο υπέρκομψες και εμφανώς πλούσιες γυναίκες με μάτια που πρόδιδαν την πρώιμη απογοήτευση τους.
Σκύβοντας πάνω απο τα μικρά τους κεφάλια, η κυρία Γενοκτονία είπε τρυφερά, ενώ ταυτόχρονα κοίταξε με κατανόηση τις μητέρες, και αυτές με πρόσωπα τσακισμένα απο την απόγνωση:
«Καλά Χριστούγεννα γλυκά μου παιδιά. Γιατί όμως δείχνετε τόσο κατσούφικα, μέρες γιορτής που είναι?»
Διστακτικά, ένα αγοράκι που έμοιαζε να έχει περάσει τα ελάχιστα χρόνια της ζωής του αναρωτόμενο ακριβώς αυτή την απορία, απάντησε, με φωνή βραχνή απο το κλάμα.
«Είμαι πολύ λυπημένος επειδή η μαμά και ο μπαμπάς δεν έχουν λεφτά να μου αγοράσουν τα δώρα που τόσο θέλω, και δεν αντέχω άλλο να τα βλέπω στην τηλεόραση και στις βιτρίνες, ούτε οι γονείς μου μπορούν πια να ακούνε την γκρίνια μου!»
Βαθιά συγκινημένη απο την αυθόρμητη έκφραση παιδικής ειλικρίνειας, η κυρία Γενοκτονία αισθάνθηκε το γνώριμο εκείνο σκίρτημα που ζέσταινει την καρδιά όλων μας σε κάθε ευκαιρία για προσφορά στον συνάνθρωπο.
Κλείνοντας το μάτι στην Απελπισία, ανοίγει την τσάντα της και με μια αβρή χειρονομία προσφέρει στο παιδάκι ένα χρυσό κουταλάκι στρειδιών, τα χείλη του οποίου είναι ειδικά ακονισμένα έτσι ώστε να εξορύσσουν εύκολα την τρυφερή λεία απο το κέλυφος της.
«Καλό μου παιδί, δεν χρειάζεται πια να βασανίζεσαι κοιτώντας όλες αυτές τις προκλητικές διαφημίσεις και τα στολισμένα μαγαζιά. Με αυτό το μαγικό κουταλάκι μπορείς να βγάλεις τα ματάκια σου με μια απλή και εύκολη κίνηση, και έτσι ποτέ ξανά δεν θα ξεμυαλιστείς απο χυδαίους πειρασμούς, που μόνο κακό κάνουν στην αθώα παιδική σου ψυχούλα! Θυμίσου μόνο και τα υπόλοιπα παιδάκια, και αφού τυφλωθείς εσύ, δώσε το κουταλάκι και στους φίλους σου, να μοιραστείτε όλοι μαζι την καλή σου τύχη και να νιώσετε όλοι σας το μεγαλείο της συμπαράστασης στον συνάνθρωπο, μέρες που΄ναι!»
Σε λίγα λεπτά, απο χέρι σε χέρι, το χρυσό κουταλάκι έκανε τον γύρο της πλατείας. Με δύο κόγχες αδειανές εκεί που άλλοτε φέγγιζαν τα θυμωμένα τους ματάκια, τα παιδάκια όχι μόνο δεν ζήλευαν τα όσα δεν μπορούσαν να απολαύσουν, αλλά, όπως σκέφτονταν και οι μανάδες τους, ίσως μπορούσαν να διεκδικήσουν και κάποιο επίδομα αναπηρίας.
«Είδες, Απελπισία μου, πως μόνο μέσα στο βαθύ σκοτάδι μπορεί να λάμψει το τρεμάμενο φως ενός καλύτερου αύριο» είπε στην φίλη της η κυρία Γενοκτονία, φουσκώνοντας απο υπερηφάνεια, έχοντας απελευθερώσει τόσες αθώες ψυχές από την μέγγενη της απογοήτευσης.
«Γλυκεία μου Γενοκτονία, θέλω για μια ακόμα φορά να σου εκφράσω τον θαυμασμό μου. Να είσαι σίγουρη πως κανείς δεν θα ξεχάσει ποτέ αυτή σου την ευεργεσία, μην σου πω ότι θα γίνει και έθιμο κάθε Χριστούγεννα να τυφλώνουν όσα παιδιά δεν είναι αρκετά τυχερά ώστε να μπορούν να αποκτήσουν ό,τι λαχταράνε. Όμως και εγώ, μην νομίζεις – δεν ήρθα εδώ για να σταθώ άπραγη ενώ εσύ κάνεις τόσα πολλά για τους συνανθρώπους μας. Μάλιστα, σου έχω μια έκπληξη. Για δες εδώ...»
Περήφανα, η κυρία Απελπισία τράβηξε μια κουρτίνα και αποκάλυψε μια πυραμίδα θεόρατη, χτισμένη απο γεμάτα μπιτόνια βενζίνης.
«Μα τι είναι αυτά?», απόρησε η κυρία Γενοκτονία.
«Δωρεάν υλικά αυτοπυρπολισμού, φυσικά!» απάντησε η κυρία Απελπισία. «Έχεις υπόψιν σου πόσο έχει ακριβύνει η βενζίνη? Ξέρεις πόσοι άνθρωποι βρίσκονται καθηλωμένοι στην αθλιότητα τους μόνο και μόνο επειδή στερούνται την δυνατότητα να δώσουν ένα γρήγορο πλην θεαματικό τέλος στην φρίκη που κατ’ ευφημισμόν αποκαλούν ζωή τους? Έλα, καλή μου Γενοκτονία, δώσε μου ένα χεράκι να μοιράσουμε τα μπιτόνια, έχω φέρει και σπίρτα για όλους τους κολασμένους!»
Ένα δάκρι συγκίνησης κύλισε στο μάγουλο της κυρίας Γενοκτονίας. Αναριγώντας σύγκορμη άρχισε να μοιράζει, χέρι με χέρι σε όλους τους περαστικούς, από ένα μπιτόνι στον καθένα, μαζί με ένα σπιρτόκουτο και την ευχή της για ένα γρήγορο τέλος στην δυστυχία τους.
Δεν πέρασε ούτε μισή ώρα, και οι πρώτοι αυτοπυρποληθέντες φώτιζαν το εορταστικό σούρουπο με τις φλόγες που ξεπηδούσαν εντυπωσιακά απο τις σάρκες τους.
Όσοι δεν ήταν αρκετά αποφασισμένοι να λυτρωθούν απο την κακιά τους μοίρα, μαζεύονταν γύρω απο τις ανθρωπόμορφες φωτιές, απολαμβάνοντας και εκείνοι λίγη απο την παρήγορη ζεστασιά που τόσο απλόχερα προσέφεραν οι φιλάνθρωπες κυρίες.
Το βράδι της παραμονής, ανταλλάσσοντας ευχές και φιλιά, η υψηλή κοινωνία της Αθήνας έπινε, για μια ακόμα φορά, σαμπάνια στο όνομα της κυρίας Γενοκτονίας.
Στις τηλεοπτικές οθόνες φέγγιζαν, σε ατέρμονες επαναλήψεις, οι φωτιές των αυτοπυρποληθέντων, ζεσταίνοντας την εορταστική βραδιά σαν να ήταν οι τηλεοράσεις ηλεκτρονικά τζάκια. Οι κραυγές όσων καίγονταν ζωντανοί, που ομολογουμένως ελάχιστα θύμιζαν κάλαντα, αποσιωπούνταν με ένα απλό πάτημα του mute. Τα κανάλια είχαν αφιερώσει σχεδόν όλο τους το εορταστικό πρόγραμμα στο καυτό αυτό γεγονός, κάνοντας ιδιαίτερη μνεία για το πόσο ραγδαία έπεσαν οι αριθμοί των άστεγων και αναξιοπαθούντων της πρωτεύουσας χάρη στην εύφλεκτη γενναιωδορία της κυρίας Γενοκτονίας και της φίλης της, Απελπισίας.
Τα τυφλά παιδιά, κοιμούνταν ήσυχα και όχι πλέον φτωχά, μιας και ήταν πιά απαλλαγμένα απο τα βασανιστικά οράματα της αφθονίας. Δεν ήξεραν τι έχαναν, και άρα, δεν είχαν πλεον κανέναν λόγο να κλαίνε.
Κουρασμένη, αλλά ικανοποιημένη απο το έργο της, η κυρία Γενοκτονία ετοιμάζονταν να αποσυρθεί στην κρεβατοκάμαρα της. Εκεί, η κρυφή της ερωμένη, η Ελπίδα, την περίμενε με αδημονία.
«Γλυκειά μου, ελπίζω να μην ζήλεψες που έκανα την χάρη στην Απελπισία και πέρασα το απόγευμα μαζί της. Το ξέρω ότι δεν την συμπαθείς, αλλά τι να κάνω, είμαστε χρόνια φίλες...», είπε η κυρία Γενοκτονία χαιδεύοντας τρυφερά την Ελπίδα στο αυτί.
«Καθόλου μωρό μου, άλλωστε τέτοιες μέρες είναι καθήκον όλων μας να στεκόμαστε δίπλα στους στερημένους», απάντησε, με ελαφριά δόση κακίας, η Ελπίδα.
Χωρίς δεύτερη κουβέντα, η Γενοκτονία και η Ελπίδα, αγγαλιάστηκαν, και αφού ευχήθηκαν χρόνια πολλά η μία στην άλλη, αφέθηκαν για μια ακόμα νύχτα στα παθιασμένα τους χάδια, γνωρίζοντας ότι η αγάπη τους θα έμενε τόσο κρυφή όσο και αιώνια.
Παναγιώτης Χατζηστεφάνου
RAMNOUSIA
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Το ιστολόγιο δεν υιοθετεί και δεν φέρει καμία ευθύνη για τα σχόλια των αναγνωστών του. Πλέον, οι αναγνώστες μπορούν να σχολιάζουν με το λογαριασμό τους στο facebook ή με λογαριασμούς από τα υπόλοιπα κοινωνικά δίκτυα. Τα ανώνυμα σχόλια θα παραμείνουν κλειστά όσο υπάρχουν άτομα που κρύβονται πίσω από την ανωνυμία για να προβοκάρουν και να επιτεθούν σε άλλους σχολιαστές για να επιβάλλουν τις απόψεις τους.