Μαρμάρινη προτομή απεικονίζουσα τον βασιλέα του Πόντου Μιθριδάτη ΣΤ´ ως Ηρακλή, από την περίοδο της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας (1ος αι.)_μουσείο Λούβρου
γράφει ο Περικλής Δημ. Λιβάς
Β’ Μιθριδατικός Πόλεμος
Αίτια του πολέμου
Ο δεύτερος Μιθριδατικός πόλεμος ξεκίνησε με τον ακόλουθο τρόπο. Ο Μουρήνας, ο οποίος είχε αφεθεί από τον Σύλλα με δύο λεγεώνες του Φιμβρία να διευθετήσει τις υποθέσεις της υπόλοιπης Ασίας, αναζήτησε ασήμαντες αφορμές για πόλεμο, φιλοδοξώντας να θριαμβεύσει. Ο Μιθριδάτης, μετά την επιστροφή του στον Πόντο, πολέμησε με τους Κόλχους και τις φυλές πέριξ του Κιμμερίου Βοσπόρου [1], οι οποίες είχαν στασιάσει εναντίον του.
Οι Κόλχοι του ζήτησαν να τους δώσει το γιό του, ως κυβερνήτη τους και όταν αυτό έγινε, ανταποκρίθηκαν με πίστη και υποταγή. Ο βασιλέας υποψιάστηκε ότι η απαίτησή τους αυτή, προκλήθηκε από τον ίδιο τον γιό του, ο οποίος είχε βλέψεις για τον θρόνο. Ακολούθως τον κάλεσε και αφού του έδεσε τα πόδια με χρυσά δεσμά τον σκότωσε, παρά τις υπηρεσίες που του είχε προσφέρει τόσο στην Ασία όσο και στις μάχες με την Φιμβρία.
Βασίλειο Κιμμερίου Βοσπόρου_πηγή wikipedia
Εναντίον των γηγενών του Βοσπόρου ναυπήγησε στόλο και εξόπλισε μεγάλο στρατό. Το μέγεθος της προετοιμασίας του ήταν τέτοιο που δημιούργησε την πεποίθηση ότι δεν προοριζόταν για τους Βοσποριανούς αλλά για τους Ρωμαίους και γι αυτό δεν είχε ακόμη αποκαταστήσει την εξουσία του Αριοβαρζάνη σε όλη την Καππαδοκία αλλά διατηρούσε ένα μέρος της υπό τον έλεγχό του.
Αρχαία ευρήματα στα Κόμανα
Είχε επίσης υποψίες για τον Αρχέλαο. Πίστευε ότι ο τελευταίος είχε δώσει περισσότερα από ό, τι ήταν αναγκαίο στον Σύλλα κατά τις διαπραγματεύσεις του στην Ελλάδα. Όταν ο Αρχέλαος το έμαθε, θορυβήθηκε και κατέφυγε στον Μουρήνα πείθοντάς τον να προλάβει τις εχθροπραξίες του Μιθριδάτη. Ο Μουρήνας, διέσχισε την Καππαδοκία και επιτέθηκε στα Κόμανα [2], μια πολύ μεγάλη πόλη που ανήκε στο Μιθριδάτη, με ένα πλούσιο και φημισμένο ιερό, σκοτώνοντας μερικούς από τους ιππείς του βασιλέα. Όταν οι πρέσβεις του βασιλέα προσέφυγαν στη συνθήκη απάντησε ότι δεν έβλεπε καμία συνθήκη καθώς ο Σύλλας δεν είχε ορίσει κάτι γραπτώς, αλλά είχε φύγει όταν είδε ότι οι όροι του είχαν πραγματωθεί. Όταν ο Μουρήνας έδωσε την απάντησή του, άρχισε να ληστεύει αφειδώς τα χρήματα των ναών και πήγε να ξεχειμωνιάσει στις περιοχές της Καππαδοκίας.
Ο Μιθριδάτης κάνει έκκληση σην Ρώμη και νικά τον Μουρήνα
Ο Μιθριδάτης απέστειλε πρεσβείες σε Σύγκλητο και Σύλλα διαμαρτυρόμενος για τις πράξεις του Μουρήνα. [Μάιος 83 π.Χ] Ο δεύτερος εν τω μεταξύ, πέρασε τον ποταμό Άλυ που είχε φουσκώσει από τις βροχές και ήταν δυσκολοδιάβατος. Κατέλαβε τετρακόσια χωριά που ανήκαν στον Μιθριδάτη. Ο βασιλέας δεν αντιστάθηκε καθώς περίμενε να επιστρέψουν οι πρέσβεις του. Ο Μουρήνας επέστρεψε στην Φρυγία και την Γαλατία φορτωμένος λάφυρα.
Εκεί συνάντησε τον Καλίδιο, απεσταλμένο της Ρώμης λόγω των παραπόνων του Μιθριδάτη. Ο Καλίδιος δεν μετέφερε κάποια απόφαση της Γερουσίας αλλά ανακοίνωσε δημοσίως ότι ο Μουρήνας διετάχθη να μην παρενοχλεί τον βασιλέα, επειδή δεν είχε παραβιάσει τη συμφωνία. Αφού είπε αυτά, εθεάθη να συνομιλεί κατά μόνας με τον Μουρήνα.
Ο Μουρήνας με αμείωτη βιαιότητα εισέβαλε στο έδαφος του Μιθριδάτη. Ο τελευταίος πιστεύοντας οι Ρωμαίοι του είχαν κηρύξει ανοικτό πόλεμο, διέταξε το στρατηγό του, Γόρδιο, να προβεί σε αντίποινα στα χωριά τους. Ο Γόρδιος λεηλάτησε μεγάλο αριθμό ζώων και περιουσιακών στοιχείων, απήγαγε στρατιώτες και πολίτες και έλαβε θέση μάχης εναντίον του Μουρήνα. Ένα ποτάμι χώριζε τις δυνάμεις τους και κανένας δεν έκανε το πρώτο βήμα του αγώνα μέχρι που κατέφθασε ο Μιθριδάτης με μεγαλύτερο στρατό και άμεσα ξεκίνησε αιματηρή μάχη στις όχθες του ποταμού. Ο Μιθριδάτης επικράτησε, πέρασε τον ποταμό και επέδειξε σαφή υπεροχή έναντι του Μουρήνα. Ο τελευταίος υποχώρησε σε έναν λόφο που προσέφερε φυσική οχύρωση όπου ο βασιλέας του επιτέθηκε. Αφού έχασε πολλούς άνδρες ο Μουρήνας, διέφυγε προς τη Φρυγία ακολουθώντας μια ορεινή εκτός δρόμου πορεία, εξουθενωμένος από τα πλήγματα του εχθρού.
Ο Σύλλας ανακαλεί τον Μουρήνα [83 π.Χ]
Η είδηση της λαμπρής και αποφασιστικής αυτής νίκης εξαπλώθηκε γρήγορα και ανάγκασε πολλούς να αλλάξουν πλευρά υπέρ του Μιθριδάτη. Ο τελευταίος οδήγησε όλη την φρουρά του Μουρήνα έξω από την Καππαδοκία και πρόσφερε θυσία στον Στράτιο ∆ίασυγκεντρώνοντας τεράστιο σωρό ξύλων, στην κορυφή υψώματος, σύμφωνα με τα έθιμα της χώρας του, τα οποία είχαν ως εξής:
Νόμισμα από την Αμάσεια του Πόντου με απεικόνιση του ναού Στρατίου Διός
«Κατ’ αρχάς, οι ίδιοι οι βασιλείς στοιβάζουν τα ξύλα. Στη συνέχεια, φτιάχνουν μικρότερο σωρό να κυκλώνει τον πρώτο και σε αυτόν ρίχνουν γάλα, μέλι, κρασί, λάδι και διάφορα είδη θυμιάματος. Παρατίθεται συμπόσιο για τους παρόντες, στον περιβάλλοντα χώρο όπως γινόταν στις θυσίες που έκαναν οι Πέρσες βασιλείς στους Πασαργάδες [3] και στη συνέχεια βάζουν φωτιά στα ξύλα. Το ύψος της φλόγας είναι τέτοιο ώστε να γίνεται ορατό σε απόσταση εκατόν ογδόντα χιλιομέτρων από την θάλασσα». Τέτοιου είδους ήταν η θυσία που πραγματοποίησε ο Μιθριδάτης.
Ο Σύλλας πίστευε ότι δεν ήταν σωστό να κάνει πόλεμο εναντίον του Μιθριδάτη, όσο αυτός δεν παραβίαζε τη συνθήκη [82 π.Χ]. Ως συνέπεια, οΑύλος Γαβίνιος στάλθηκε να ενημερώσει τον Μουρήνα ότι η προηγούμενη οδηγία, περί αποφυγής εχθροπραξιών με τον Μιθριδάτη, έπρεπε να ληφθεί σοβαρά υπόψη και επιπλέον να συμφιλιώσει τους Μιθριδάτη και Αριοβαρζάνη. Σε συνάντησή τους, ο Μιθριδάτης μνήστευσε την τετράχρονη κόρη του με τον Αριοβαρζάνη και βελτίωσε τις προϋποθέσεις να συνομολογήσουν ότι έπρεπε από κοινού να ορίζουν όχι μόνο την περιοχή της Καππαδοκίας αλλά και πέρα από αυτήν. Στη συνέχεια παρατέθηκε συμπόσιο, με βραβεία χρυσού για εκείνους που θα ξεχώριζαν στο ποτό, στο φαγητό, στα αστεία, στο τραγούδι και σε άλλα, όπως συνηθιζόταν, στο οποίο μόνο ο Γαβίνιος δεν συμμετείχε. Έτσι, ο δεύτερος πόλεμος μεταξύ του Μιθριδάτη και των Ρωμαίων, που διήρκεσε περίπου τρία χρόνια, έφτασε στο τέλος του.
Μιθριδάτης και Τιγράνης [80 π.Χ]
Με την άνεσή του ο Μιθριδάτης, υπέταξε τις φυλές του Βοσπόρου και όρισε τον Μαχάρη, έναν από τους γιούς του, ως βασιλέα τους. Στη συνέχεια έπεσε πάνω τους Αχαιούς πέρα από την Κολχίδα (που υποτίθεται ότι ήταν απόγονοι εκείνων που έχασαν το δρόμο τους καθώς επέστρεφαν από τον Τρωικό Πόλεμο) αλλά έχασε δύο μεραρχίες του στρατού του σε ανοιχτό πόλεμο, από τις κακές κλιματικές συνθήκες και τα αδόκιμα στρατηγήματά του. Όταν επέστρεψε στην πατρίδα του έστειλε πρέσβεις στη Ρώμη για να υπογραφούν οι συμφωνίες.
Ταυτόχρονα ο Αριοβαρζάνης, είτε με δική του πρωτοβουλία του είτε υποκινούμενος από άλλους, έστειλε πρεσβεία προς τα εκεί για να παραπονεθεί ότι η Καππαδοκία δεν του είχε παραδοθεί, αλλά το μεγαλύτερο μέρος της παρέμενε υπό την κυριαρχία του Μιθριδάτη. Ο Σύλλας ακολούθως διέταξε τον Μιθριδάτη να εγκαταλείψει την Καππαδοκία. Έτσι έγινε και στη συνέχεια έστειλε μια δεύτερη αποστολή για να υπογράψει τις συμφωνίες, αλλά ο Σύλλας είχε μόλις πεθάνει και καθώς η Γερουσία είχε στελεχωθεί διαφορετικά, οι πραίτορες δεν τους δέχτηκαν.
Έτσι, ο Μιθριδάτης έπεισε τον γαμπρό του, βασιλέα Τιγράνη τον Μέγα της Αρμενίας, να κάνει επιδρομή στην Καππαδοκία για λογαριασμό του. Αυτό το τέχνασμα δεν εξαπάτησε τους Ρωμαίους. Ο Αρμένιος βασιλέας συγκέντρωσε 300.000 κατοίκους που ζούσαν εκεί και τους μετεγκατέστησε σε έναν τόπο που για πρώτη φορά θεωρήθηκε ως διάδημα της Αρμενίας όπως ο ίδιος είχε αποκαλέσει τηνΤιγρανόκερτα ή αλλιώς την πόλη των Τιγράνων.
Μιθριδάτης και Σερτώριος [76 π.Χ]
Ενώ αυτά συνέβαιναν στην Ασία, Ο Σερτώριος [4], κυβερνήτης της Ισπανίας, υποκίνησε την επαρχία και ολόκληρη την γείτονα χώρα να επαναστατήσει εναντίον των Ρωμαίων, και επέλεξε από τους συνεργάτες του μια σύγκλητο σε απομίμηση αυτής που υπήρχε στην Ρώμη. ∆ύο μέλη της φατρίας του, οι Λούκιος Μάγιος και Λούκιος Φάννιος, πρότειναν στον Μιθριδάτη να συμμαχήσει με τον Σερτώριο, συντηρώντας την ελπίδα ότι θα αποκτήσουν πρόσβαση σε ένα μεγάλο μέρος της επαρχίας της Ασίας και των γειτονικών εθνών [75 π.Χ]. Ο Μιθριδάτης ενέδωσε σε αυτή την πρόταση και έστειλε πρεσβεία στον Σερτώριο. Ο τελευταίος, τους παρουσίασε στην γερουσία του, ικανοποιημένος που η φήμη του είχε επεκταθεί στον Πόντο και θα μπορούσε τώρα να πολιορκεί την Ρωμαϊκή εξουσία, από Ανατολή και ∆ύση. Έτσι, υπέγραψε συνθήκη με τον Μιθριδάτη, συμφωνα με την οποία ο βασιλέας θα του παραχωρούσε τις Ασία, Βιθυνία, Παφλαγονία, Καππαδοκία και Γαλατία, ενώ έστειλε τον Μάρκο Βάριο σε αυτόν ως στρατηγό και τους δύο Λουκίους, Μάγιο και Φάννιο, ως συμβούλους.
Lucius Licinius Lucullus
Με την βοήθειά τους ο Μιθριδάτης ξεκίνησε τον τρίτο και τελευταίο του πόλεμο εναντίων των Ρωμαίων κατά την διάρκεια του οποίου έχασε ολόκληρο το βασίλειό του και ο Σερτώριος την ζωή του, στην Ισπανία. ∆ύο στρατηγοί εστάλθησαν από την Ρώμη κατά του Μιθριδάτη. Πρώτος ήταν ο Λεύκιος Λικίνιος Λούκουλλος, αυτός που υπηρέτησε ως αντιναύαρχος υπό τον Σύλλα και δεύτερος ο Γναίος Πομπήιος [5], του οποίου οι περιοχές όπως και οι παράπλευρες μέχρι τον ποταμό Ευφράτη, με πρόσχημα και κίνητρο τον Μιθριδατικό πόλεμο, είχαν περιέλθει σε Ρωμαϊκή κυριαρχία.
Γ’ Μιθριδατικός Πόλεμος
Ο Μιθριδάτης, ήταν τόσο συχνά σε σύγκρουση με τους Ρωμαίους που ήξερε ότι αυτός ο πόλεμος, έτσι αδικαιολόγητα και βιαστικά που ξεκίνησε, θα ήταν αμείλικτος. Έκανε κάθε προετοιμασία με τη σκέψη ότι διακυβεύονταν τα πάντα. Το υπόλοιπο του καλοκαιριού και όλο τον χειμώνα τα αφιέρωσε στην κοπή ξυλείας, την ναυπήγηση πλοίων και την κατασκευή όπλων. ∆ιένειμε δύο εκατομμύρια μέδιμνα σιτηρών κατά μήκος της ακτής. Πέραν των δυνάμεών του είχε συμμάχους τους Χάλυβες, Αρμένιους,Σκύθες, Ταυριανούς, Αχαιούς, Οινοιόχους,Λευκοσύρους, και αυτούς που κατείχαν την περιοχή γύρω από τον ποταμό Θερμώδοντα, που ονομαζόταν «η χώρα των Αμαζόνων». Αυτές οι προσθήκες στις δυνάμεις του ήταν από την Ασία.
Σαρμάτες κατάφρακτοι απωθούνται από Ρωμαίους (αριστερά)
Από την Ευρώπη απέσπασε συμμάχους από τιςΣαρματικές φυλές, από τους Βασιλείους, τουςΙάζυγες και τους Κοράλλους, τους Θράκες που κατοικούσαν κατά μήκος του ∆ούναβη στα βουνά Ροδόπη και Αίμο και πέραν αυτών, καθώς και τουςΒαστάρνες, το πιο γενναίο έθνος όλων. Συνολικά συγκέντρωσε μια μαχητική δύναμη περίπου εκατόν σαράντα χιλιάδων ανδρών και δέκα έξι χιλιάδων αλόγων, τους οποίους συνόδευε μεγάλο πλήθος εργατών οδοποιίας, μεταφορέων και προμηθευτών.
Ο λόγος του Μιθριδάτη [74 π.Χ]
Στην αρχή της Άνοιξης ο Μιθριδάτης, σε μια επίδειξη ετοιμότητας της ναυτικής του δύναμης, προσέφερε θυσίες στον Στράτιο ∆ία με τον συνήθη τρόπο και στον Ποσειδώνα βυθίζοντας ένα άρμα με λευκά άλογα στην θάλασσα. Ακολούθως έσπευσε κατά της Παφλαγονίας με τους δύο στρατηγούς του, Ταξίλη[6] και Ερμοκράτη, στην διοίκηση του στρατού. Όταν έφτασε εκεί, εκφώνησε μια ομιλία στους στρατιώτες του, εγκωμιαστική των προγόνων του και ακόμη περισσότερο του ιδίου, εκθειάζοντας το μεγαλειώδες βασίλειό του το οποίο είχε γιγαντωθεί, ενώ στο ξεκίνημά του ήταν ασήμαντο και λέγοντας ότι ο στρατός του δεν είχε ποτέ ηττηθεί από τους Ρωμαίους όταν ήταν παρών.
Κατηγόρησε τους Ρωμαίους για απληστία και λαγνεία της εξουσίας «σε τέτοιο βαθμό που είχαν υποδουλώσει την Ιταλία και την ίδια την Ρώμη».
Βαστάρνες_ενδυματολογική απεικόνιση_μουσείο Κρακοβίας
Τους κατηγόρησε για αναξιοπιστία αναφερόμενος στην πρόσφατη και υφιστάμενη συνθήκη, λέγοντας ότι δεν ήταν διατεθειμένοι να την υπογράψουν, επειδή προσδοκούσαν σε μια ευκαιρία να την παραβιάσουν ξανά. Αφού παρουσίασε έτσι την αιτία του πολέμου, επέμεινε στην σύνθεση του στρατού και του εξοπλισμού του, αλλά και στην ψύχωση των Ρωμαίων, οι οποίοι διεξήγαγαν έναν δύσκολο πόλεμο με τον Σερτώριο στην Ισπανία ενώ ήταν αποδιοργανωμένοι από εσωτερικές αστικές διχογνωμίες και αποστασίες σε όλη την Ιταλία λέγοντας: «Για τον λόγο αυτό έχουν επιτρέψει την κυριαρχία των πειρατών στην θάλασσα για χρόνια και δεν έχουν ούτε ένα σύμμαχο, αλλά ούτε και κάποιον υποτελή που θα προθυμοποιόταν να τους υπακούσει. ∆εν βλέπετε ότι κάποιοι από τους ευγενείς πολίτες τους (εννοώντας τον Βάριο και τους δύο Λουκίους) ενώ είμαστε σε πόλεμο με τη χώρα τους, αυτοί έχουν συμμαχήσει μαζί μας ;».
Εισβολή στην Βιθυνία [74 π.Χ]
Μετά το τέλος της ομιλίας και των επαίνων προς τα στρατεύματά του, εισέβαλε στη Βιθυνία. Ο βασιλέας της, Νικομήδης ∆᾽ ο Φιλοπάτωρ, είχε πεθάνει πρόσφατα άτεκνος κληροδοτώντας το βασίλειό του στους Ρωμαίους. Ο Μάρκος Αυρήλιος Κόττας ο οποίος ήταν κυβερνήτης, όντας εκ πεποιθήσεως ειρηνιστής, κατέφυγε με τις δυνάμεις του στην Χαλκηδόνα.
Έτσι η Βιθυνία πέρασε και πάλι στην κυριαρχία του Μιθριδάτη. Οι Ρωμαίοι από όλες τις κατευθύνσεις συνέρρεαν στην Χαλκηδόνα. Όταν ο Μιθριδάτης προωθήθηκε εκεί, ο Κόττας δεν πήγε να τον συναντήσει επειδή ήταν άπειρος στα στρατιωτικά θέματα, αλλά ο αντιναύαρχος του, Νούδος, με ένα μέρος του στρατού κατέλαβε μια πολύ σημαντική θέση στην πεδιάδα. Ωστόσο εκδιώχθηκαν και κατέφυγαν προς τις πύλες της Χαλκηδόνας όπου τα μεγάλα τείχη εμπόδιζαν σε μεγάλο βαθμό τις κινήσεις τους. Στις πύλες επικράτησε πανικός μεταξύ εκείνων που προσπαθούσαν να εισέλθουν ταυτόχρονα και ήταν ο λόγος για τον οποίον όλα τα βλήματα των διωκτών βρήκαν στόχο. Οι φρουροί στις πύλες, φοβούμενοι για την πόλη, άφησαν την πύλη να κλείσει και ο Νούδος όπως και μερικοί από τους αξιωματικούς τραβήχτηκαν ψηλά από τα σχοινιά του μηχανισμού. Οι υπόλοιποι πέθαναν μεταξύ φίλων και εχθρών τείνοντας ικετευτικά τα χέρια τους πρός κάθε κατεύθυνση.
Ο Μιθριδάτης έκανε καλή χρήση της επιτυχίας του. Την ίδια ημέρα κίνησε τα πλοία του μέχρι το λιμάνι, έσπασε την ορειχάλκινη αλυσίδα που έκλεινε την είσοδο, έκαψε τέσσερα από τα πλοία του εχθρού και ρυμούλκησε τα υπόλοιπα εξήντα, μακριά. Οι Νούδος και Κόττας δεν έφεραν καμία αντίσταση και παρέμειναν κλεισμένοι εντός των τειχών. Οι απώλειες για τους Ρωμαίους ήταν περίπου τρείς χιλιάδες άνδρες, συμπεριλαμβανομένου του συγκλητικού Λούκιου Μάλλιου. Ο Μιθριδάτης από την άλλη, έχασε είκοσι από τους Βαστάρνες του, οι οποίοι είχαν εφορμήσει πρώτοι στο λιμάνι.
Ο Λούκουλλος παρακάμπτει τον Μιθριδάτη
Ο Λούκουλλος, που είχε επιλεγεί ώς υπεύθυνος αξιωματικός και στρατηγός γι’ αυτόν τον πόλεμο, ηγήθηκε μιας λεγεώνας στρατιωτών από την Ρώμη, ενώθηκε με τις δύο του Φιμβρία και δύο ακόμη αριθμώντας συνολικά τριάντα χιλιάδες άνδρες και χίλια εξακόσια άλογα. Στρατοπέδευσε κοντά στην βάση του Μιθριδάτη στην περιοχή της Κυζίκου[7].
Αρχαϊκό άρμα_Κύζικος_6ος αιώνας π.Χ
Όταν έμαθε από λιποτάκτες ότι ο στρατός του βασιλέα περιλάμβανε περίπου τριακόσιες χιλιάδες άντρες και ότι όλες οι προμήθειες του, παρέχονταν από κυνηγούς ή έφθαναν μέσω θαλάσσης, είπε στους γύρω του ότι σύντομα θα ταπείνωνε τον εχθρό, χωρίς καν να τον πολεμήσει και τους συνέστησε να θυμούνται αυτήν την υπόσχεσή του. Βλέποντας ένα βουνό κατάλληλο για να στρατοπεδεύσει, όπου θα μπορούσε να ανεφοδιάζεται αδιάλλειπτα ενώ ταυτόχρονα θα εμπόδιζε τις προμήθειες του εχθρού, κινήθηκε μπροστά για να το καταλάβει, προκειμένου να πετύχει μια αναίμακτη νίκη.
Υπήρχε ένα μόνο στενό πέρασμα που οδηγούσε σε αυτό και ο Μιθριδάτης το προστάτευε με μεγάλη δύναμη. Τον είχαν συμβουλεύσει να το κάνει ο Ταξίλος και οι υπόλοιποι αξιωματικοί του. ΟΛούκιος Μάγιος, ο οποίος είχε μεσολαβήσει για την επίτευξη της συμμαχίας μεταξύ Σερτώριου και Μιθριδάτη, τώρα που ο Σερτώριος ήταν νεκρός, άρχισε μυστική επικοινωνία με τον Λούκουλλο και έχοντας εξασφαλίσει δεσμεύσεις από αυτόν, έπεισε τον Μιθριδάτη να επιτρέψει στους Ρωμαίους να περάσουν και να εγκατασταθούν όπου τους ευχαριστούσε. «Οι δύο λεγεώνες του Φιμβρία» είπε «θέλουν να αυτομολήσουν και να έρθουν σε σας άμεσα. Ποιά η χρησιμότητα της μάχης και της αιματοχυσίας, όταν μπορείτε να κατακτήσετε τον εχθρό, αμαχητί;»
Ο Μιθριδάτης συμφώνησε με αυτά, απερίσκεπτα και ανυποψίαστα. Επέτρεψε στους Ρωμαίους να διασχίσουν το πέρασμα αλώβητοι και να οχυρωθούν στο μεγάλο βουνό μπροστά του. Όταν εγκαταστάθηκαν, μπορούσαν να λαμβάνουν εύκολα προμήθειες από τα μετόπισθεν. Ο Μιθριδάτης από την άλλη εμποδιζόταν από μια παράπλευρη λίμνη, τα γύρω βουνά και ποτάμια για όλες τις προγραμματισμένες προμήθειες από την ξηρά εκτός των περιστασιακών εφοδιασμών που επίσης εξασφαλίζονταν με δυσκολία. Επιπλέον δεν είχε οδούς διαφυγής ούτε μπορούσε να επικρατήσει του Λούκουλλου εξ’ αιτίας της μορφολογίας του εδάφους την οποία δεν είχε εκτιμήσει σωστά. Σαν να μην έφταναν αυτά, ο χειμώνας που πλησίαζε θα διέκοπτε σύντομα τις προμήθειες μέσω θαλάσσης. Εκτιμώντας την κατάσταση ο Λούκουλλος, θύμισε στους φίλους του την υπόσχεση που είχε δώσει, δείχνοντας ότι οι προβλέψεις του είχαν στην ουσία πραγματωθεί.
Ο Μιθριδάτης πολιορκεί την Κύζικο
Παρόλο που ο Μιθριδάτης μπορούσε να διασπάσει τις γραμμές του εχθρού διαθέτοντας υπέρτερη δύναμη, το αμέλησε και αντ’ αυτού συνέχισε την πολιορκία της Κυζίκου με τον εξοπλισμό που είχε προετοιμάσει, θεωρώντας ότι με αυτόν τον τρόπο θα επανόρθωνε την κακή θέση μάχης και την έλλειψη προμηθειών. Καθώς είχε πολλούς στρατιώτες έσφιγγε τον πολιορκητικό κλοιό με κάθε τρόπο. Απέκλεισε το λιμάνι με διπλά θαλάσσια τείχη κι έσκαψε τάφρο γύρω από την πόλη. Ύψωσε αναχώματα, κατασκεύασε μηχανές, πύργους και κρουστικά έμβολα προστατευμένα από κελύφη χελωνών. Κατασκεύασε μια πολιορκητική μηχανή ύψους πενήντα μέτρων από την οποία υψωνόταν ένας άλλος πύργος γεμάτος καταπέλτες που εκσφενδόνιζαν βράχους και διάφορα άλλα βλήματα. ∆ύο πεντήρεις ενωμένες έφεραν έναν ακόμη πύργο από τον οποίο μπορούσε να προεκταθεί μηχανικά, γέφυρα, όταν θα βρισκόταν κοντά στα τείχη.
Επιθετική χελώνη με κριό
Όταν όλα ήταν έτοιμα, έστειλε στην πόλη τρείς χιλιάδες αιχμάλωτους Κυζικηνούς με πλοία. Άπλωσαν ικετευτικά τα χέρια τους προς το τείχος και φώναζαν προς τους συμπολίτες τους να τους λυπηθούν για την επικίνδυνη θέση τους αλλά ο Πεισίστρατος, ο στρατηγός των Κυζικηνών, τους διαμήνυσε από τα τείχη ότι αφού βρίσκονταν στα χέρια του εχθρού θα έπρεπε να υποδεχτούν την μοίρα τους με γενναιότητα.
Η άμυνα της πόλης
Όταν απέτυχε αυτή η προσπάθεια, ο Μιθριδάτης έφερε κοντά την μηχανή που στηριζόταν στα πλοία και αίφνης εξέτεινε την γέφυρα προς το τείχος ενώ τέσσερις από τους άνδρες του κινήθηκαν επάνω της τρέχοντας. Οι Κυζικηνοί έμειναν άναυδοι με το καινοτόμο μηχάνημα και υποχώρησαν ελάχιστα, αλλά καθώς οι υπόλοιποι εχθροί ακολουθούσαν κινούμενοι πιο αργά, ανέκτησαν το θάρρος τους και πέταξαν τους τέσσερις έξω από το τείχος. Έπειτα έχυσαν φλεγόμενη πίσσα στα καράβια υποχρεώνοντάς τα να αποτραβήξουν την πλώρη τους και πρώτα απ’ όλα την μηχανή. Με αυτό τον τρόπο οι Κυζικηνοί έδιωξαν τους εισβολείς από την θάλασσα. Για τρίτη φορά την ίδια μέρα όλες οι μηχανές της ξηράς συγκεντρώθηκαν εναντίον των κουρασμένων πολιτών οι οποίοι έτρεχαν από ‘δώ κι από ‘κεί για να αντιμετωπίσουν τις αδιάκοπες επιθέσεις. Έσπαγαν τα κρουστικά έμβολα με πέτρες, ή άλλαζαν την κατεύθυνσή τους με θηλιές, ή μετρίαζαν το χτύπημά τους με καλάθια γεμάτα μαλλί. Έσβηναν τα φλεγόμενα βλήματα του εχθρού με νερό και ξύδι και μετρίαζαν την ορμή των άλλων κρεμώντας ρούχα ή τεντώνοντας λινά υφάσματα μπροστά τους.
Κοντολογίς, επέδειξαν ιδιαίτερο ζήλο κάνοντας ότι ήταν ανθρωπίνως δυνατόν. Παρά την μεγάλη και επίμονη προσπάθεια, ένα μέρος του τείχους, που είχε αποδυναμωθεί από τη φωτιά, κατέρρευσε το σούρουπο αλλά λόγω της θερμοκρασίας ουδείς όρμησε μέσα και οι Κυζικηνοί την νύχτα έχτισαν άλλο γύρω του. Λόγω των δυνατών ανέμων που έπνεαν εκείνες τις ημέρες, οι υπόλοιπες μηχανές του βασιλέα καταστράφηκαν.
Η μάχη στον Ρύνδακο ποταμό
Λέγεται ότι η πόλη της Κυζίκου δόθηκε από τον ∆ία ως προίκα στην Προσερπίνα (θεότητα της Ρωμαϊκής μυθολογίας που αντιστοιχεί στην Περσεφόνη της Ελληνικής) και ότι από όλους τους θεούς, οι κάτοικοι ήταν περισσότερο ευλαβείς σε αυτή. Είχαν φθάσει οι μέρες για τον εορτασμό της κατά τον οποίο συνήθιζαν να θυσιάζουν μια μαύρη αγελάδα και καθώς δεν είχαν, έπλασαν μία από ζυμάρι. Αίφνης, μια μαύρη αγελάδα φάνηκε να έρχεται από την θάλασσα, πέρασε κάτω από την αλυσίδα που έφραζε την είσοδο του λιμανιού, μπήκε στην πόλη, προχώρησε από μόνη της πρός το ιερό και στάθηκε δίπλα στον βωμό. Οι Κυζηκινοί την θυσίασαν με χαρά και αισιοδοξία για το μέλλον.
Προσερπίνα_έργο του Gabriel_Rossetti_
Κατόπιν αυτού, οι φίλοι του Μιθριδάτη τον συμβούλευσαν να αποπλεύσει από εκεί δεδομένου ότι ήταν ιερός τόπος, αλλά δεν τους άκουσε. Ανέβηκε το όρος ∆ίνδυμο, το οποίο δέσποζε της πόλης και έχτισε ένα ανάχωμα που εκτεινόταν έως τα τείχη της πόλης. Επάνω σε αυτό κατασκεύσε πύργους και συνάμα διάνοιξε σήραγγες. ∆εδομένου ότι τα άλογα δεν του ήταν χρήσιμα και καθώς είχαν αποδυναμωθεί από την έλλειψη τροφής και τις πληγές στις οπλές τους, τα έστειλε με έμμεσο τρόπο, ως αποστολή εφοδίων, στη Βιθυνία.
Ο Λούκουλλος τους επιτέθηκε όταν διέσχιζαν τον ποταμό Ρύνδακο, σκότωσε πολλά, αιχμαλώτισε δεκαπέντε χιλιάδες άνδρες και έξι χιλιάδες άλογα με τις αποσκευές τους.
Ενώ αυτά διαδραματίζονταν στην Κύζικο, ο Εύμαχος, ένας από τους στρατηγούς του Μιθριδάτη έκανε επιδρομή στην Φρυγία σκοτώνοντας πολλούς Ρωμαίους με τις γυναίκες και τα παιδιά τους, υπέταξε τους Πισίδες, τους Ισαύρους καθώς και την Κιλικία, ώσπου ένας από τους τετράρχες της Γαλατίας, ο ∆ηιόταρος, τον καταδίωξε και σκότωσε πολλούς από τους άντρες του.Τέτοια ήταν η πορεία των γεγονότων μέσα και γύρω από τη Φρυγία.
Ο Μιθριδάτης εγκαταλείπει την πολιορκία στην Κύζικο [74 πρός 73 π.Χ]
Όταν χειμώνιασε και ο Μιθριδάτης στερήθηκε των λιγοστών εφοδίων από θαλάσσης, ο στρατός του υπέφερε από πείνα και αρκετοί πέθαναν. Υπήρξαν κάποιοι που έτρωγαν εντόσθια όπως συνήθιζαν οι βάρβαροι ενώ άλλοι αρρώστησαν από την κατανάλωση χορταρικών. Επιπλέον τα πτώματα που έμεναν άταφα και παραπεταμένα πρόσθεσαν τον λοιμό στον λιμό. Pστόσο ο Μιθριδάτης συνέχισε τις προσπάθειές του ελπίζοντας ακόμη στην κατάληψη της Κυζίκου μέσω των αναχωμάτων που ξεκινούσαν από τον ∆ίνδυμο. Αλλά όταν οι Κυζηκινοί τα υπέσκαψαν, έκαψαν τις πολεμικές μηχανές επάνω τους και έκαναν συχνές εφορμήσεις εναντίον των δυνάμεών του γνωρίζοντας ότι είναι εξασθενημένοι από την ασιτία, ο Μιθριδάτης άρχισε να σκέφτεται την φυγή.
Ήταν νύχτα όταν αποφάσισε να αποπλεύσει προς το Πάριον ενώ ο στρατός θα κατευθυνόταν από ξηράς στην Λάμψακο. Πολλοί έχασαν την ζωή τους όταν, διασχίζοντας τον παραφουσκωμένο ποταμό Αίσηπο, τους επιτέθηκε ο Λούκουλλος. Έτσι, οι Κυζηκινοί απέφυγαν την μεγάλη πολιορκία που ετοίμαζε ο βασιλέας, δια μέσου της γενναιότητάς τους και του λιμού που είχε προκαλέσει ο Λούκουλλος στους εχθρούς. Καθιέρωσαν την τέλεση αγώνων προς τιμήν του, τα αποκαλούμενα Λουκούλλεια τα οποία εξακολουθούν και εορτάζουν μέχρι σήμερα.
Ο Μιθριδάτης έστειλε πλοία σ’ εκείνους που είχαν βρεί καταφύγιο στην Λάμψακο, η οποία βρισκόταν σε πολιορκία από τον Λούκουλλο και τους μετέφερε μακριά μαζί με τους Λαμψακηνούς. Αφήνοντας δέκα χιλιάδες επίλεκτους άνδρες και πενήντα πλοία υπό την διοίκηση του Βαρίου, του στρατηγού πού του είχε στείλει ο Σερτώριος, καθώς και τους Αλέξανδρο τον Παφλαγόνα και ∆ιονύσιο τον Ευνούχο, απέπλευσε με το μεγαλύτερο μέρος των δυνάμεών του προς την Νικομήδεια. Όμως μια καταιγίδα κατέστρεψε πολλά πλοία, τόσο από αυτά που ταξίδευαν όσο και από αυτά που παρέμειναν.
Επιθετικές ναυμαχίες των Ρωμαίων στο Αιγαίο[έτος 73 π.Χ]
Όταν ο Λούκουλλος είχε πετύχει αυτό το αποτέλεσμα στην ξηρά με την λιμοκτονία των εχθρών του, συγκέντρωσε στόλο από την επαρχία της Ασίας τον οποίο διαμοίρασε στους στρατηγούς του. Ο Τριάριος έπλευσε προς την Απάμεια, την κατέλαβε και σκότωσε πολλούς από τους κατοίκους που είχαν καταφύγει στα ιερά. Ο Βάρβας πήρε τον έλεγχο της Προυσιάδας που βρισκόταν στους πρόποδες του βουνού και κατέλαβε την Νίκαια την οποία είχαν εγκαταλείψει οι φύλακες του Μιθριδάτη. Στο λιμάνι των Αχαιών ο Λούκουλλος κυρίευσε δεκατρία από τα πλοία του εχθρού.
Πρόλαβε τους Βάριο, Αλέξανδρο και ∆ιονύσιο σε ένα ερημονήσι κοντά στην Λήμνο (όπου φαινόταν το θυσιαστήριο του Φιλοκτήτη με το χάλκινο φίδι, τα τόξα και το προστήθιο δεμένο με ταινίες για να μας θυμίζει το μαρτύριο που υπέστη αυτός ο ήρωας) και όρμησε εναντίον τους με έναν υποτιμητικό τρόπο. Pστόσο, αυτοί κράτησαν γερά την θέση τους. Πήρε τότε υπό τον έλεγχό του τους κωπηλάτες και έστειλε τα πλοία του ανά ζεύγος με σκοπό να τους παρασύρει στην θάλασσα. Καθώς αυτοί δεν ενέδωσαν στην πρόκληση αλλά συνέχιζαν να αμύνονται από την στεριά, έστειλε ένα μέρος του στόλου να περιπλεύσει το νησί και να αποβιβάσει στρατιώτες σε άλλη πλευρά του με σκοπό να ωθήσουν τον εχθρό προς τα καράβια του. Αυτοί δεν τόλμησαν να ανοιχτούν στην θάλασσα και έμειναν κοντά στην ακτή, φοβούμενοι τον στρατό του Λούκουλλου. Έτσι, εκτέθηκαν σε αμφίπλευρα πυρά, από ξηρά και θάλασσα παθαίνοντας μεγάλη ζημιά. Μετά την μεγάλη σφαγή που ακολούθησε, ετράπησαν σε φυγή.
Βάριος, Αλέξανδρος και ∆ιονύσιος ο Ευνούχος, αιχμαλωτίστηκαν σε μια σπηλιά όπου κρύβονταν. Ο τελευταίος ήπιε δηλητήριο, το οποίο είχε μαζί του και πέθανε αμέσως. Ο Λούκουλλος πρόσταξε να θανατωθεί ο Βάριος αφού δεν ήθελε έναν Ρωμαίο συγκλητικό να κοσμεί τον θρίαμβό του αλλά για τον αντίθετο λόγο κράτησε ζωντανό τον Αλέξανδρο. Ακολούθως έστειλε δαφνοστόλιστες επιστολές στην Ρώμη όπως αρμόζει στους νικητές και έφυγε βιαστικά για τη Βιθυνία.
Ο Λούκουλλος πολιορκεί πόλεις στο Πόντο
Ενώ ο Μιθριδάτης ενώ έπλεε προς τον Πόντο, βρέθηκε εν μέσω δεύτερης καταιγίδας εξαιτίας της οποίας έχασε περίπου δέκα χιλιάδες άνδρες και εξήντα καράβια ενώ ο υπόλοιπος στόλος απέμεινε διάσπαρτος. Το δικό του πλοίο εμφάνισε ρήγμα και επιβιβάστηκε σε ένα μικρό πειρατικό σκάφος παρόλο που οι φίλοι του προσπάθησαν να τον μεταπείσουν, και οι πειρατές τον μετέφεραν σώο στην Σινώπη.
Από εκεί ρυμουλκήθηκε στην Αμισό, απ’ όπου έκανε έκκληση για βοήθεια στον γαμπρό του, βασιλέα Τιγράνη τον Αρμένιο και στον γιό του Μαχάρη, κυβερνήτη του Κιμμερίου Βοσπόρου. Παρήγγειλε στον ∆ιοκλή να προσφέρει μεγάλη ποσότητα χρυσού και άλλα δώρα στους γείτονες Σκύθες, αλλά αυτός τα οικειοποιήθηκε και ακολούθησε τον Λούκουλλο.
Ο Λούκουλλος κινήθηκε εμπρός με την αίγλη του νικητή καθυποτάσσοντας τους πάντες στο πέρασμά του συντηρώντας την κυριαρχία της χώρα του[χειμώνας 73 - 72 π.Χ]. Βρισκόταν σε μια πλούσια περιοχή, απαλλαγμένη από τις φθορές του πολέμου, όπου ένας σκλάβος πουλιόταν έναντι τεσσάρων δραχμών, ένα βόδι για μία, και αναλόγως είχαν διαμορφωθεί οι τιμές για κατσίκες, πρόβατα, ένδυματα και άλλα πράγματα. Ο Λούκουλλος πολιόρκησε Αμισό και Ευπατορία την οποία ο Μιθριδάτης είχε οικοδομήσει παραπλεύρως της Αμισού, την είχε ονομάσει έτσι προς τιμήν του και είχε εγκαταστήσει εκεί την βασιλική κατοικία.
Αναπαράσταση Ποντιακού στρατού
Με έναν άλλο στρατό ο Λούκουλλος πολιόρκησε την Θεμίσκυρα, η οποία έφερε το όνομα μιας από τις Αμαζόνες και ήταν χτισμένη κοντά στον ποταμό Θερμώδοντα. Οι πολιορκητές της πόλης ανέγειραν πύργους, έχτισαν αναχώματα και διάνοιξαν σήραγγες μεγέθους ικανού για διεξαγωγή μεγάλων υπόγειων μαχών. Οι ντόπιοι τρύπησαν την οροφή σε διάφορα σημεία των ορυγμάτων απ’ όπου έβαζαν μέσα αρκούδες, άλλα άγρια ζώα και σμάρια μελισσών, εναντίον των εργατών.
Οι πολιορκητές της Αμισού υπέφεραν και με άλλους τρόπους. Οι κάτοικοι τους απέκρουαν γενναία, έκαναν συχνές εφόδους και συχνά τους προκαλούσαν σε μονομαχίες. Ο Μιθριδάτης τους απέστειλλε αρκετές προμήθειες και στρατιώτες από τα Κάβειρα, όπου ξεχειμώνιαζε και συγκέντρωνε νέο στράτευμα το οποίο ανήλθε σε 40.000 πεζούς και 4.000 χιλιάδες ιππείς.
Ο Λούκουλλος εισβάλλει στον Πόντο [72 π.Χ]
Με τον ερχομό της Άνοιξης ο Λούκουλλος προέλασε εναντίον του Μιθριδάτη από τα βουνά, όπου ο τελευταίος είχε τοποθετήσει εμπροσθοφυλακή για να τον καθυστερήσει και να τον ειδοποιούσε σε περίπτωση που συνέβαινε κάτι σημαντικό, ανάβοντας φωτιές. Όρισε διοικητή αυτής της φρουράς τονΦοίνικα, μέλος της βασιλικής οικογένειας. Όταν ο Λούκουλλος πλησίασε, ο φρούραρχος άναψε την φωτιά ως ειδοποίηση για τον Μιθριδάτη και αυτομόλησε προς τον Λούκουλλο με τις δυνάμεις του. Ο Λούκουλλος πέρασε από τα βουνά χωρίς δυσκολία και κατέβηκε στα Κάβειρα αλλά ηττήθηκε από τον Μιθριδάτη σε μια συμπλοκή του ιππικού και οπισθοχώρησε ξανά στο βουνό. Ο ίππαρχός του,Πομπώνιος, τραυματίστηκε, αιχμαλωτίστηκε και οδηγήθηκε μπροστά στον Μιθριδάτη. Ο βασιλέας τον ρώτησε ποιά χάρη θα μπορούσε να του κάνει σε αντάλλαγμα της ζωής του. Ο Πομπώνιος απάντησε: «Κάποια μεγάλη, αν και εφόσον συνθηκολογήσεις με τον Λούκουλλο, αλλά αν συνεχίσεις να είσαι εχθρός του, ούτε που σκέφτομαι την ερώτησή σου».
Οι βάρβαροι ήθελαν να τον καταδικάσει σε θάνατο αλλά ο βασιλέας είπε ότι δεν θα βιαιοπραγούσε έναντι στην γενναιότητα που είχε επιδείξει. Για αρκετές ημέρες, παρέτασσε επανηλλειμένως τις δυνάμεις του για μάχη, αλλά ο Λούκουλλος δεν κατέβαινε να πολεμήσει κι έτσι αναζήτησε κάποιον άλλο τρόπο να τον πλησιάσει ανεβαίνοντας το βουνό.
Τότε, ένας Σκύθης ονόματι Ολκάβας, ο οποίος προηγουμένως είχε αυτομολήσει πρός τον Λούκουλλο, έχοντας σώσει συνάμα πολλές ζωές στην πρόσφατη μάχη του ιππικού, είχε θεωρηθεί άξιος να μοιράζεται το τραπέζι του Λούκουλλου, την εμπιστοσύνη του και τα μυστικά του, προσέγγισε την σκηνή του την ώρα της μεσημεριανής ξεκούρασης και προσπάθησε να εισέλθει δια της βίας. Φορούσε ένα μικρό ξίφος στην ζώνη του, όπως συνήθιζε. Όταν εμποδίστηκε η είσοδός του εξαγριώθηκε και είπε ότι ήταν επείγουσα ανάγκη να ξυπνήσουν τον στρατηγό. Οι υπηρέτες απάντησαν ότι δεν υπήρχε κάτι πιο χρήσιμο για τον Λούκουλλο από την ασφάλειά του. Ευθύς αμέσως ο Σκύθης καβάλησε το άλογό του και πήγε στον Μιθριδάτη είτε επειδή μηχανορραφούσε εναντίον του Λούκουλλου και πίστεψε ότι τον είχαν υποψιαστεί είτε διότι θύμωσε επειδή προσβλήθηκε. Πρόδωσε στον Μιθριδάτη έναν άλλο Σκύθη ονόματι Σοβάδακο ο οποίος ετοιμαζόταν να τον εγκαταλείψει για τον Λούκουλλο. Ακολούθως ο Σοβάδακος συνελήφθει.
Μάχη για τα Κάβειρα
Ο Λούκουλλος δίστασε να κατέβει στην πεδιάδα απ’ ευθείας καθώς ο εχθρός ήταν πολυπληθέστερος στο ιππικό αλλά και γιατί δεν μπορούσε να βρεί εναλλακτική διαδρομή. Βρήκε όμως σε μια σπηλιά έναν κυνηγό ο οποίος ήταν εξοικειωμένος με τα ορεινά μονοπάτια. Με αυτόν για οδηγό έκανε μια περιφερειακή κατάβαση από τραχιά μονοπάτια πάνω από το κεφάλι του Μιθριδάτη. Λόγω του ιππικού απέφυγε την πεδιάδα και στρατοπέδευσε εκεί που είχε μπροστά του έναν χείμαρρο. Καθώς τα αποθέματά του τελείωναν έστειλε στην Καππαδοκία για να προμηθευτεί σιτηρά ενώ στο μεσοδιάστημα είχε συχνές αψιμαχίες με τον εχθρό.
Κάποια στιγμή που οι βασιλικές δυνάμεις είχαν τραπεί σε φυγή, ο Μιθριδάτης τους έφτασε τρέχοντας από το στρατόπεδό του και με επιπλήξεις κατάφερε να τους συσπειρώσει τόσο αποτελεσματικά που οι Ρωμαίοι τρομοκρατήθηκαν από αυτό και έσπευσαν προς την βουνοπλαγιά τόσο γρήγορα που για αρκετή ώρα δεν αντιλήφθηκαν ότι ο εχθρός είχε σταματήσει να τους καταδιώκει ενώ ο καθένας τους πίστευε ότι ο συμπολεμιστής που τους ακολουθούσε τρέχοντας ήταν εχθρός. Τόσο μεγάλος ήταν ο πανικός που τους είχε καταλάβει.
Ο Μιθριδάτης έστειλε επιστολές παντού ανακοινώνοντας την νίκη του. Έπειτα έστειλε απόσπασμα από τους πλέον γενναίους του ιππικού του προς αναχαίτιση της φάλαγγας ανεφοδιασμού από την Καππαδοκία προς τον Λούκουλλο, ελπίζοντας να του προκαλέσει την ίδια έλλειψη τροφίμων από την οποία υπέφερε ο ίδιος στην Κύζικο.
Πανικός στο στρατόπεδο του Μιθριδάτη [72 π.Χ]
Ο στόχος του Μιθριδάτη να αποκόψει τον εφοδιασμό του Λούκουλλου που ερχόταν χωρίς υποστήριξη από την Καππαδοκία, ήταν εξαιρετικός αλλά όταν το ιππικό του συνάντησε την προφυλακή της φάλαγγας σε στενό ορεινό μονοπάτι δεν περίμενε τον εχθρό να φτάσει την πεδιάδα και επιτέθηκε. Κατά συνέπεια τα άλογα τους ήταν άχρηστα στο στενό πέρασμα και οι Ρωμαίοι σχημάτισαν εσπευσμένα γραμμή μάχης κατά πλάτος του μονοπατιού. Βοηθούμενοι, όπως είναι φυσικό για χερσαίες δυνάμεις, από την μορφολογία του εδάφους, σκότωσαν αρκετούς από τα στρατεύματα του βασιλέα, οδήγησαν άλλους σε γκρεμούς και έτρεψαν σε φυγή τους υπόλοιπους. Λίγοι από αυτούς έφτασαν την νύχτα στο στρατόπεδό τους λέγοντας ότι ήταν οι μόνοι επιζήσαντες, μεγαλοποιώντας την φήμη της πραγματικά μεγάλης συμφοράς.
Ιππικό Ποντιακού στρατού
Ο Μιθριδάτης το πληροφορήθηκε πριν από τον Λούκουλλο και περίμενε ότι αυτός θα εκμεταλλευόταν την τόσο μεγαλειώδη σφαγή του ιππικού του και θα επιτίθετο άμεσα. Εξ΄αιτίας αυτού πανικοβλήθηκε και σκεφτόταν να φύγει. Ταυτόχρονα κοινοποίησε τις προθέσεις του στους φίλους του που ήταν στην σκηνή του. Εκείνοι δίχως να περιμένουν να δωθεί η εντολή, έστειλαν τις αποσκευές τους εκτός στρατοπέδου ενώ ήταν ακόμη νύχτα, προκαλώντας μεγάλη συμφόρηση από φορτωμένα ζώα κοντά στις πύλες.
Όταν οι στρατιώτες αντιλήφθηκαν την αναστάτωση και είδαν τι έκαναν οι μεταφορείς, πέρασε από τον νού τους κάθε λογής παραλογισμός. Τρόμος ανακατεμένος με οργή τους κυρίευσε, επειδή δεν είχαν ειδοποιηθεί, έτρεξαν στο στρατόπεδό τους, το κατέστρεψαν και σκορπίστηκαν χαοτικά πρός όλες τις κατευθύνσεις στην πεδιάδα, χωρίς διαταγές από τον στρατηγό διοικητή ή από κάποιον άλλο αξιωματικό. Όταν ο Μιθριδάτης άκουσε την βοή της άτακτης φυγής, όρμησε έξω από την σκηνή του και προσπάθησε να πεί κάτι αλλά κανείς δεν τον άκουγε. Παγιδεύτηκε από το πλήθος και ρίχτηκε από το άλογό του αλλά ξανακαβάλησε και κατευθύνθηκε προς τα βουνά με μικρή συνοδεία.
Ο Μιθριδάτης βρίσκει καταφύγιο στον Τιγράνη
Όταν ο Λούκουλλος έμαθε για την επιτυχία που σημείωσε το καραβάνι με τα εφόδια του και παρατηρώντας την φυγή του εχθρού, έστειλε μεγάλη δύναμη ιππικού στο κατόπι των φυγάδων. Αυτούς που συγκέντρωναν ακόμη αποσκευές στο στρατόπεδο τους περικύκλωσε με χερσαίες δυνάμεις τις οποίες διέταξε να απέχουν προσωρινά από πράξεις λεηλασίας αλλά να σκοτώνουν αδιακρίτως. Οι στρατιώτες αντικρύζοντας την αφθονία από χρυσά σκεύη, ασημικά και ακριβά ρούχα, παράκουσαν την διαταγή. Εκείνοι που πρόλαβαν τον Μιθριδάτη, έκοψαν ένα σάκο φορτωμένο χρυσό, δεμένο στο σαμάρι ενός μουλαριού, ο οποίος πέφτοντας κάτω σκόρπισε το περιεχόμενο του τραβώντας την προσοχή τους, με αποτέλεσμα ο Μιθριδάτης να διαφύγει πρός τα Κόμανα.
Από ‘κεί, έσπευσε στον Τιγράνη με δύο χιλιάδες ιππείς. Ο Τιγράνης δεν δέχθηκε να τον δεί, αλλά κανόνισε να του παρασχεθεί βασιλική φιλοξενία στα μέρη του. Ο Μιθριδάτης, παντελώς απελπισμένος για το βασίλειό του, έστειλε τον Βάκχο στο παλάτι του να θανατώσει τις αδελφές, συζύγους και παλλακίδες του, με όποιον τρόπο μπορούσε. Αυτές με την θαυμαστή αφοσίωση, σκοτώθηκαν με ξίφη, δηλητήρια και απαγχονισμό. Όταν οι φρούραρχοι του Μιθριδάτη είδαν τι είχε συμβεί, σύσσωμοι πλην ελαχίστων κινήθηκαν προς τον Λούκουλλο [71 π.Χ]. Ο Λούκουλλος προέλασε σε άλλες πόλεις και επέβαλε την τάξη. Έστειλε επίσης στόλο να περιπλεύσει τις ακτές του Πόντου, κατέλαβε την Άμαστρη, τηνΗράκλεια και μερικές άλλες.
Ο Λούκουλλος αναδιοργανώνει τις κατακτήσεις του [70 π.Χ]
Η Σινώπη εξακολουθούσε να του αντιστέκεται σθεναρά και οι κάτοικοι ναυμάχησαν μαζί του με σχετική επιτυχία, αλλά όταν πολιορκήθηκαν έκαψαν τα βαρύτερα πλοία τους, επιβιβάστηκαν σε ελαφρύτερα και έφυγαν. Ευθύς ο Λούκουλλος την κατέστησε ελεύθερη πόλη παρακινούμενος από το παρακάτω όνειρο: Λέγεται ότι ο Αυτόλυκος, σύντροφος του Ηρακλή στην εκστρατεία εναντίον των Αμαζόνων, βρέθηκε στην Σινώπη εξ΄ αιτίας μιας καταιγίδας και αυτοχρίστηκε κυρίαρχος της περιοχής. Επιπλέον, το αφιερωμένο σε αυτόν άγαλμα, έδινε χρησμούς στους Σινωπείς. Καθώς αυτοί είχαν επισπεύσει την φυγή τους δεν μπορούσαν να το φορτώσουν σε πλοίο και το τύλιξαν με υφάσματα και σχοινιά. Χωρίς ο Λούκουλλος να το γνωρίζει εκ των προτέρων και χωρίς να ξέρει κάτι γι αυτό, ονειρεύτηκε ότι είδε τον Αυτόλυκο να τον καλεί και την επόμενη ημέρα όταν κάποιοι τον προσπέρασαν μεταφέροντας το τυλιγμένο άγαλμα, διέταξε να αφαιρεθεί το περιτύλιγμα και τότε αντίκρυσε, ότι είχε δεί την νύχτα.
Μετά την Σινώπη, ο Λούκουλλος αποκατέστησε τους κατοίκους της Αμισού στα σπίτια τους, οι οποίοι με παρόμοιο τρόπο είχαν διαφύγει από την θάλασσα, επειδή έμαθε ότι εγκαταστάθηκαν εκεί από την Αθήνα τον καιρό που κυριαρχούσε στην θάλασσα, είχαν δημοκρατικό σύστημα διακυβέρνησης πριν υποδουλωθούν για πολύ καιρό στους βασιλείς της Περσίας, ότι η δημοκρατία τους είχε αποκατασταθεί με διάταγμα του Αλέξανδρου και μιμούμενος την εύνοια που είχε δείξει ο τελευταίος στην Αττική φυλή, ελευθέρωσε την πόλη και έσπευσε να ανακαλέσει τους πολίτες. Έτσι ερήμωσε και εποίκισε ξανά Σινώπη και Αμισό.
Σύναψε φιλικές σχέσεις με τον Μαχάρη γιό του Μιθριδάτη και ηγεμόνα του Βοσπόρου, ο οποίος του έστειλε ένα χρυσό στέμμα. Απαίτησε από τον Τιγράνη την παράδοση του Μιθριδάτη και στη συνέχεια επέστρεψε στην επαρχία της Ασίας.
Όταν η δόση του φόρου που είχε επιβάλλει ο Σύλλας έγινε πληρωτέα, φορολόγησε το ένα τέταρτο της συγκομιδής και επέβαλλε φόρους για σπίτια και δούλους. Προσέφερε μια πανηγυρική θησεία στους θεούς για τον επιτυχή τερματισμό του πολέμου.
Ο Λούκουλλος εισβάλλει στην Αρμενία [69 π.Χ]
Με το πέρας των τελετουργικών προσφορών προέλασε με δύο λεγεώνες και πεντακόσιους ιππείς εναντίον του Τιγράνη ο οποίος είχε αρνηθεί να του παραδώσει τον Μιθριδάτη. Ο Λούκουλλος διέσχισε τον Ευφράτη αλλά απαίτησε από τους βαρβάρους των περιοχών που περνούσε, να τον εφοδιάσουν μόνο με τα απαραίτητα εφόσον δεν επιθυμούσαν να πολεμήσουν ή να εμπλακούν στις διενέξεις μεταξύ Λούκουλου και Τιγράνη.
∆εν είχε ενημερώσει κάποιος τον Τιγράνη ότι ο Λούκουλλος προέλαυνε επειδή ο πρώτος που του μετέφερε αυτά τα νέα απαγχονίστηκε ως ταραχοποιός της εύνομης τάξης των πόλεων. Όταν έμαθε ότι ήταν αλήθεια, έστειλε μπροστά τον Μιθροβαρζάνη με δύο χιλιάδες άλογα να ανακόψει την πορεία του Λούκουλλου. Εμπιστεύθηκε στον Μαγκαίο την άμυνα των Τιγρανοκέρτων, πόλη την οποία όπως έχει αναφερθεί, ο βασιλέας είχε χτίσει προς τιμήν του ιδίου και είχε εποικίσει με ευγενείς κατοίκους της χώρας στους οποίους είχε επιβάλλει ως ρήτρα την δήμευση της περιουσίας που δεν θα μετέφεραν σε αυτήν.
Την περιέβαλλε με τείχη ύψους είκοσι πέντε μέτρων και πλάτους ικανού να περιλαμβάνει στάβλους για άλογα. Στα περίχωρα έχτισε παλάτι περιχάραξε χώρους αναψυχής, μικρές λίμνες και ειδικούς χώρους για φιλοξενία άγριων ζώων. Επίσης εκεί γύρω, ανέγειρε έναν ισχυρά οχυρωμένο πύργο. Σε όλα αυτά τοποθέτησε ως υπεύθυνο τον Μαγκαίο και έφυγε προς αναζήτηση στρατευμάτων. Ο Λούκουλλος στην πρώτη του συνάντηση με τον Μιθροβαρζάνη, τον νίκησε και τον έτρεψε σε φυγή. Ο Σεξτίλιος απέκλεισε τον Μαγκαίο στην Τιγρανόκερτα, λεηλάτησε το παλάτι έξω από τα τείχη, περιέβαλε την πόλη και τον πύργο με τάφρο και μετακίνησε τις μηχανές του εναντίον των τειχών τα οποία υπέσκαψε.
Η μάχη στα Τιγρανόκερτα
Ενόσω ο Σεξτίλιος έκανε αυτά, ο Τιγράνης συγκέντρωσε περί τις 250.000 πεζούς και 50.000 άλογα. Έστειλε 6.000 έφιππους στην Τιγρανόκερτα οι οποίοι διέλυσαν την γραμμή των Ρωμαίων μέχρι τον πύργο, τον πολιόρκησαν και έδιωξαν τις παλλακίδες του βασιλέα.
Μιθριδάτης ΣΤ & Τιγράνης Β’ της Αρμενίας
Με τον υπόλοιπο στρατό ο Τιγράνης κίνησε εναντίον του Λούκουλλου. Ο Μιθριδάτης, ο οποίος τον έβλεπε για πρώτη φορά, τον συμβούλεψε να μην συμπλακεί με τους Ρωμαίους, αλλά να τους περικυκλώσει μόνο με το ιππικό, να λεηλατήσει την χώρα και να κάμψει την αντίστασή τους μέσω λιμού από τον αποκλεισμό αν ήταν δυνατόν, όπως είχε πάθει ο ίδιος στην Κύζικο από τον Λούκουλλο, όπου είχε χάσει τα στρατεύματά του χωρίς μάχη.
Ο Τιγράνης περιγέλασε αυτό το στρατήγημα και προωθήθηκε προετοιμαζόμενος για μάχη. Όταν είδε πόσο μικρή ήταν η στρατιωτική δύναμη των Ρωμαίων είπε αστειευόμενος : «Αν βρίσκονται εδώ ως πρέσβεις, είναι πολλοί, ως εχθροί είναι πολύ λίγοι».
Ο Λούκουλος παρατήρησε ένα ύψωμα που βρισκόταν σε ιδανικό σημείο στα μετόπισθεν του Τιγράνη. Προώθησε το ιππικό του κατά μέτωπο ώστε να ανησυχήσει τους εχθρούς και να τους τραβήξει πρός το μέρος του, αποσύροντας τις δυνάμεις του όταν αυτοί θα επιτίθονταν, προκαλώντας έτσι την διάλυση της σύνταξης των βαρβάρων. Ακολούθως έστειλε το πεζικό του περιμετρικά του λόφου τον οποίο και κατέλαβε χωρίς να γίνει αντιληπτός. Όταν είδε τον εχθρό να ακολουθεί σαν να είχε κερδίσει την μάχη και να διασπάται προς όλες τις κατευθύνσεις με όλα τα εφόδιά του να αφημένα στους πρόποδες του λόφου, αναφώνησε: «Στρατιώτες, είμαστε νικητές» και όρμησε πρώτος εναντίον των σκευοφόρων.
Εκείνοι, κινήθηκαν σε πλήρη σύγχυση και έπεσαν πάνω στο δικό τους πεζικό και το πεζικό πάνω στο ιππικό. Είχαν κατατροπωθεί αυτοστιγμεί. Αυτοί οι οποίοι είχαν τραβηχτεί μακριά καταδιώκοντας το ιππικό των Ρωμαίων σκοτώθηκαν όταν οι τελευταίοι έκαναν αναστροφή εναντίον τους. Τα σκευοφόρα συγκρούονταν με άλλους μέσα στην αναταραχή που επικρατούσε. Είχαν σχηματίσει όλοι μαζί ένα τέτοιο πλήθος που κανείς δεν μπορούσε να δεί καθαρά από που προερχόταν η αμηχανία τους. Έγινε μεγάλη σφαγή. Κανείς δεν σταμάτησε για λεηλασία καθώς ο Λούκουλλος το είχε απαγορεύσει με την απειλή της τιμωρίας κι έτσι αφήνοντας τα τιμαλφή πάνω στα πτώματα ή σκόρπια, συνέχισαν τους σκοτωμούς σε μια έκταση είκοσι χιλιομέτρων περίπου μέχρι να νυχτώσει. Μετά επιδόθηκαν στην σκύλευση με την άδεια του Λούκουλλου.
Η κατάληψη των Τιγρανοκέρτων [69 π.Χ]
Έκπληκτος ο Μαγκαίος με την ήττα στα Τιγρανόκερτα αφόπλισε όλους τους Έλληνες μισθοφόρους επειδή τους υποπτευόταν. Εκείνοι με τον φόβο της σύλληψης περπατούσαν ή ξεκουράζονταν όλοι μαζί κρατώντας ρόπαλα. Ο Μαγκαίος τους επιτέθηκε με τους οπλισμένους βαρβάρους του. Εκείνοι τύλιξαν ρούχα γύρω από το αριστερό χέρι τους ώστε να τους χρησιμεύσει ως ασπίδα και πολέμησαν τους επιτιθέμενους με γενναιότητα, σκότωσαν κάποιους και μοιράστηκαν τα όπλα τους. Όταν είχαν εξασφαλίσει αρκετά όπλα κατέλαβαν μερικούς πύργους, κάλεσαν τους Ρωμαίους που βρίσκονταν απ’ έξω και τους υποδέχτηκαν όταν αυτοί ανέβηκαν επάνω. Με αυτόν τον τρόπο τα Τιγρανόκερτα έπεσαν και ο τεράστιος πλούτος που ανήκε στην νεόκτιστη πόλη, λεηλατήθηκε.
Ο Τιγράνης συγκροτεί νέο στράτευμα [68 π.Χ]
Ο Τιγράνης και ο Μιθριδάτης διέσχιζαν την χώρα συγκεντρώνοντας στρατό, η διοίκηση του οποίου ανατέθηκε στον δεύτερο επειδή ο Τιγράνης πίστευε ότι οι καταστροφές που υπέστη θα του είχαν γίνει μάθημα. Έστειλαν επίσης αγγελιαφόρους στην Παρθία επιζητώντας βοήθεια από εκείνη την περιοχή. Στον αντίποδα ο Λούκουλλος έστειλε λεγάτους να ζητήσουν από τους Παρθυαίους βοήθεια προς αυτούς ή την ουδέτερη στάση τους. Ο βασιλέας τους,Φραάτης Γ’ της Παρθίας, έκανε μυστικές συμφωνίες και με τους δύο χωρίς να βιαστεί να βοηθήσει κάποιον.
Ο Μιθριδάτης κατασκεύασε όπλα σε κάθε πόλη. Αυτοί που στρατολόγησε ήσαν ως επί το πλείστον Αρμένιοι. Από αυτούς επέλεξε τους πιό ανδρείους, περίπου εβδομήντα χιλιάδες πεζούς και τριάντα πέντε χιλιάδες ιππείς και ελευθέρωσε τους υπόλοιπους. Τους διαμοίρασε σε λεγεώνες και κοόρτεις όσο πιο σύμφωνα με το ιταλικό σύστημα γινόταν και τους παρέδωσε σε Πόντιους αξιωματικούς για να εκπαιδευτούν.
Όταν ο Λούκουλλος κινήθηκε εναντίον τους, ο Μιθριδάτης, κράτησε όλη την δύναμη του πεζικού και μέρος του ιππικού ενωμένα σε ένα ύψωμα. Ο Τιγράνης με το υπόλοιπο ιππικό, επιτέθηκε στους Ρωμαίους θηρευτές αλλά ηττήθηκε και γι’ αυτόν τον λόγο οι Ρωμαίοι έκτοτε συγκέντρωναν τρόφιμα πιο εύκολα ακόμα και γειτνιάζοντας με τον Μιθριδάτη. Ακολούθως, στρατοπέδευσαν κοντά του.
Και πάλι ένα μεγάλο σύννεφο σκόνης σηκώθηκε καθώς πλησίαζε ο Τιγράνης. Οι δύο βασιλείς είχαν αποφασίσει να περικυκλώσουν τον Λούκουλλο. Ο τελευταίος αντιλήφθηκε την κίνησή τους και έστειλε εμπροσθοφυλακή από τους καλύτερους ιππείς του να εμπλακούν με τον Τιγράνη σε όσο μεγαλύτερη απόσταση γινόταν ώστε να αποτρέψουν την ανάπτυξή του σε διάταξη μάχης από αυτήν της πορείας που ακολουθούσε. Επιπλέον προκάλεσε τον Μιθριδάτη σε μάχη. Άρχισε να τον περικυκλώνει με τάφρο χωρίς όμως να καταφέρει να τον παρασύρει έξω. [68 – 67 π.Χ]. Ο χειμώνας ήρθε κι έβαλε τέλος στις εχθροπραξίες.
Ο Μιθιριδάτης επιστρέφει στον Πόντο [67 π.Χ]
Ο Τιγράνης αποσύρθηκε στην ενδοχώρα της Αρμενίας και ο Μιθριδάτης δραστηριοποιήθηκε στις περιοχές που είχαν απομείνει στο βασίλειο του Πόντου, έχοντας μαζί του τέσσερις χιλιάδες άνδρες και άλλους τόσους που παρέλαβε από τον Τιγράνη. Ο Λούκουλλος τον ακολουθούσε διακριτικά αλλά συχνά υποχρεωνόταν να οπισθοχωρεί λόγω έλλειψης προμηθειών. Ο Μιθριδάτης κινήθηκε γρήγορα και επιτέθηκε στον Φάβιο, ο οποίος είχε μείνει ως διοικητής από τον Λούκουλλο, τον οδήγησε σε μάχη όπου σκότωσε πεντακόσιους από τους άνδρες του. Ο Φάβιος ελευθέρωσε τους σκλάβους που βρίσκονταν στο στρατόπεδό του και πολέμησε ξανά για μια ολόκληρη ημέρα σε μια μάχη που δεν εξελισσόταν υπέρ του, έως ότου ο Μιθριδάτης τραυματισθεί στο γόνατο από πέτρα και κάτω από το μάτι από βέλος και μεταφερθεί εσπευσμένα εκτός μάχης. Έκτοτε για αρκετές ημέρες οι δυνάμεις του ήταν ανήσυχες για την ασφάλειά του και οι Ρωμαίοι σε αδράνεια εξαιτίας των μεγάλων απωλειών που είχαν. Ο Μιθριδάτης γιατρεύτηκε από τους Άγαρους, μια σκυθική φυλή που χρησιμοποιούσε δηλητήριο από φίδια για θεραπευτικούς σκοπούς. Κάποιοι από αυτούς συνόδευαν πάντα τον βασιλέα ως πρακτικοί γιατροί.
Ο άλλος στρατηγός του Λούκουλλου, Γάιος Βαλέριος Τριάριος, κατέφθασε με τον δικό του στρατό σε βοήθεια του Φάβιου ο οποίος του παρέδωσε τις δυνάμεις του καθώς και την διοίκησή τους. Aργότερα, αυτός και ο Μιθριδάτης έδωσαν μάχη κατά την οποία μια ανεμοθύελλα που παρόμοια δεν είχε δεί ανθρώπου μάτι, παρέσυρε τις σκηνές τους, σάρωσε τα υποζύγια με τα εφόδια και κατακρήμνισε ακόμη και ανθρώπους με αποτέλεσμα και οι δύο πλευρές να οπισθοχωρήσουν.
Ο Τριάριος ηττείται στην Ζέλα
Τα νέα ότι ο Λούκουλλος πλησίαζε, πίεσαν τον Τριάριο να κάνει νυχτερινή επίθεση στις προφυλακές του Μιθριδάτη, σε μια προσπάθεια να προλάβει την κίνηση του Λούκουλλου. Η μάχη, κοντά στην Ζέλα, συνεχιζόταν για καιρό αμφίρροπη μέχρι ο βασιλέας να κάνει μια δυναμική έφοδο στο τμήμα του εχθρού που βρισκόταν απέναντί του, προδιαγράφοντας την έκβαση της μάχης. ∆ιέσπασε τις γραμμές τους και ώθησε τους πεζικάριους προς μια λασπώδη τάφρο όπου δεν μπορούσαν να σταθούν όρθιοι και σφαγιάσθηκαν. Καταδίωξε το ιππικό τους στην πεδιάδα, ευνοημένος όπως ήταν από την τύχη, μέχρι κάποιος Ρωμαίος εκατόνταρχος ο οποίος έτρεχε μαζί του σαν ακόλουθος, να τον τραυματίσει σοβαρά με ξίφος στον μηρό καθώς λόγω της πανοπλίας δεν μπορούσε το κάνει στην πλάτη του. Αστραπιαία, αυτοί που βρίσκονταν κοντά, διαμέλισαν τον εκατόνταρχο.
Ο Μιθριδάτης μεταφέρθηκε στα μετόπισθεν και οι φίλοι του ανακάλεσαν εσπευσμένα τα στρατεύματα από την μεγαλειώδη νίκη τους. Επικράτησε σύγχυση εξαιτίας του απρόσμενου καλέσματος και του φόβου κάποιας καταστροφής σε άλλο μέρος. Όταν έμαθαν περί τίνος επρόκειτο μαζεύτηκαν γύρω από το σώμα του βασιλέα στην πεδιάδα πανικοβλημένοι μέχρι ο Τιμόθεος, ο πρακτικός που είχε καταφέρει να σταματήσει την αιμορραγία, να τον σηκώσει όρθιο για να μπορούν να τον δούν (όπως ο Μέγας Αλέξανδρος στην Ινδία ο οποίος ενώ θεραπευόταν, είχε εμφανιστεί στους Μακεδόνες που ανησυχούσαν γι’ αυτόν, επάνω σε πλοίο).
Μόλις ο Μιθριδάτης συνήλθε, μέμφθηκε αυτούς που ανακάλεσαν τον στρατό από την μάχη και οδήγησε τους άντρες και πάλι εναντίον του στρατοπέδου των Ρωμαίων την ίδια ημέρα, αλλά αυτοί το είχαν εγκαταλείψει τρομοκρατημένοι. Βγάζοντας τα ρούχα των νεκρών βρήκαν είκοσι τέσσερις χιλίαρχους και εκατόν πενήντα εκατόνταρχους. Τόσο μεγάλος αριθμός Ρωμαίων αξιωματικών σπανίως είχε εξοντωθεί σε μία μόνο μάχη.
Ανάκληση του Λούκουλλου
Ο Μιθριδάτης αποσύρθηκε στην χώρα, την οποία οι Ρωμαίοι αποκαλούσαν Μικρή Αρμενία, αρπάζοντας όσες προμήθειες μπορούσε και καταστρέφοντας τις υπόλοιπες, ώστε να μην είναι στην διάθεση του Λούκουλλου όταν θα βρισκόταν εκεί. Σε εκείνη την συγκυρία ένας Ρωμαίος συγκλητικός φυγόδικος ονόματι Αττίδιος, ο οποίος ήταν με τον Μιθριδάτη για πολύ καιρό και είχε απολαύσει την φιλία του, συνελήφθει για συνωμοσία εναντίον του. Ο βασιλέας τον καταδίκασε σε θάνατο αλλά όχι με βασανισμό, επειδή ήταν κάποτε μέλος της γερουσίας της Ρώμης. Οι συνεργάτες του στην συνωμοσία υπέστησαν φοβερά βασανιστήρια, ενώ οι απελεύθεροι που γνώριζαν τα σχέδια του Αττίδιου, άφεθηκαν αβλαβείς επειδή απλώς υπηρετούσαν τον αφέντη τους.
Όταν ο Λούκουλλος είχε στρατοπεδεύσει πλησίον του Μιθριδάτη, ο ανθύπατος της Ασίας έστειλε αγγελιοφόρους να διακηρύξουν ότι η Ρώμη είχε κατηγορήσει τον Λούκουλλο για άσκοπη παράταση του πολέμου, διέταζε τους στρατιώτες του να απολυθούν και να κατασχεθεί η περιουσία αυτών που δεν θα υπάκουαν στην διαταγή. Όταν αυτά έγιναν γνωστά τα στρατεύματα διαλύθηκαν άμεσα πλην ελαχίστων που παρέμειναν με τον Λούκουλλο επειδή ήσαν πολύ φτωχοί και δεν φοβόντουσαν την τιμωρία.
Ο Πομπήιος αναλαμβάνει την διοίκηση [έτος 67 π.Χ]
Από αυτά απορρέει το συμπέρασμα ότι ο Μιθριδατικός πόλεμος υπό τον έλεγχο του Λούκουλλου είχε μια ασταθή και αβέβαια έκβαση. Οι Ρωμαίοι, διχασμένοι από τις εξεγέρσεις στην Ιταλία και υπό την απειλή του λιμού από τους πειρατές στην θάλασσα, θεωρούσαν ακατάλληλη την στιγμή να αναλάβουν ακόμη έναν πόλεμο τέτοιας έκτασης εως ότου οι τρέχουσες φασαρίες τους αποσοβηθούν. Όταν ο Μιθριδάτης το αντελήφθει εισέβαλλε στην Καππαδοκία και οχύρωσε το βασίλειό του. Οι Ρωμαίοι παρέβλεψαν αυτές τις ενέργειες καθώς ξεκαθάριζαν την κατάσταση στην θάλασσα (με τους πειρατές). Όταν ολοκληρώθηκε η επιχείρηση κι ενώ ο Πομπήιος, ο εξολοθρευτής των πειρατών, βρισκόταν ακόμη στην Ασία, [66 π.Χ] η φωτιά του Μιθριδατικού πολέμου αναζωπυρώθηκε και ο έλεγχός του δόθηκε στον Πομπήιο, η θαλάσσια εκστρατεία του οποίου αποτελούσε μέρος των επιχειρήσεων στις οποίες ήταν διοικητής και είχαν αρχίσει πριν τον Μιθριδατικό πόλεμο.
Ο Πομπήιος εισβάλλει στον Πόντο
Ο Μιθριδάτης έστειλε αντιπροσώπους στον Πομπήιο ζητώντας να μάθει τους όρους με τους οποίους θα μπορούσε να επιτευχθεί ειρήνη. Ο Πομπήιος απάντησε, «Αν ελευθερώσεις τους λιποτάκτες μας και παραδοθείς με δική σου απόφαση». ´Οταν ο Μιθριδάτης ενημερώθηκε για τους όρους, τους εξέθεσε στους λιποτάκτες και παρατηρώντας την ταραχή τους ορκίστηκε ότι για λογαριασμό της απληστίας των Ρωμαίων δεν θα συνθηκολογούσε μαζί τους ούτε θα παρέδιδε κάποιον σε αυτούς, ούτε θα έκανε ποτέ κάτι που δεν θα προοριζόταν για το καλό όλων. Έτσι μίλησε ο Μιθριδάτης.
Γνάιος Πομπήιος ο Μέγας
Έπειτα ο Πομπήιος έστησε ενέδρα με δύναμη ιππικού και προώθησε άλλους να παρενοχλούν τα φυλάκια του βασιλέα απροκάλυπτα και τους διέταξε να προκαλούν τον εχθρό και μετά να υποχωρούν σαν να είχαν ηττηθεί. Αυτό γινόταν μέχρι εκείνοι στην ενέδρα να κυνηγήσουν τον εχθρό από πίσω και να τον τον τρέψουν σε φυγή. Οι Ρωμαίοι θα μπορούσαν να είχαν εισβάλλει στο στρατόπεδο του εχθρού μαζί με τους φυγάδες αν ο βασιλέας δεν είχε αντιληφθεί τον κίνδυνο και οδηγήσει μπροστά το ιππικό του. Στην συνέχεια οι Ρωμαίοι αποσύρθηκαν. Αυτό ήταν το αποτέλεσμα της πρώτης δοκιμαστικής εμπλοκής όπλων και ιππικού μεταξύ Πομπήιου και Μιθριδάτη.
Υποχώρηση του Μιθριδάτη
Ο βασιλέας, μη έχοντας αρκετές προμήθειες, υποχώρησε απρόθυμα και επέτρεψε στον Πομπήιο να εισέλθει στην περιοχή του, εικάζοντας ότι θα υπέφερε και αυτός από ελλείψεις όταν θα στρατοπέδευε στην λεηλατημένη περιοχή. Αλλά ο Πομπήιος είχε κανονίσει να αποσταλούν οι προμήθειές ξοπίσω του. Περικύκλωσε από τα ανατολικά τον Μιθριδάτη, εγκατέστησε σε σειρά που εκτεινόταν για είκοσι πέντε χιλιόμετρα, οχυΡωμένες θέσεις και στρατόπεδα και χάραξε γραμμή αποκλεισμού (πολιορκητική τάφρο) γύρω του, η οποία έκανε την αναζήτηση τροφής ακόμη πιο δύσκολη γι᾽ αυτόν.
Ο βασιλέας δεν αντιτάχθηκε σε αυτά τα έργα, όντας είτε φοβισμένος ή πνευματικά αδρανής όπως συμβαίνει συχνά όταν η καταστροφή πλησιάζει. Πιεζόμενος ασφυκτικά από την έλλειψη τροφίμων έσφαξε όλα του τα ζώα πλην των αλόγων. Όταν είχε μόλις πενήντα ημερών προμήθειες το έσκασε μέσα στην βαθειά ησυχία της νύχτας από κακοτράχηλους δρόμους. Ο Πομπήιος τον πρόλαβε με δυσκολία το πρωί και επιτέθηκε στην οπισθοφυλακή του. Οι φίλοι του τον παρότρυναν να ετοιμαστεί για μάχη, αλλά δεν θα πολεμούσε. Απλά απώθησε τους επιτιθέμενους με το ιππικό του και αποσύρθηκε στο πυκνό δάσος το βράδυ.
Την επόμενη ημέρα κατέλαβε μια ισχυρή θέση προστατευμένη από βράχια, στην οποία οδηγούσε μόνο ένας δρόμος τον οποίο κατείχε με εμπροσθοφυλακή τεσσάρων κοόρτεων (υπομονάδα της Ρωμαϊκής λεγεώνας). Οι Ρωμαίοι τοποθέτησαν αντικριστά μια δύναμη σε επιφυλακή ώστε να εμποδίσουν τον Μιθριδάτη να δραπετεύσει.
Ο Πομπήιος κατατροπώνει τον Μιθριδάτη
Το ξημέρωμα οι δύο στρατηγοί ετοίμασαν τις δυνάμεις τους για μάχη. Οι στρατιώτες στα φυλάκια ξεκίνησαν τις αψιμαχίες κατά μήκος της στενωπού και μερικοί από τους ιππείς του βασιλέα, αυτοβούλως και χωρίς τα άλογά τους έσπευσαν προς βοήθεια. Ένα πολυπληθές τμήμα ιππικού των Ρωμαίων κίνησε εναντίον τους και οι πεζοί ιππείς του Μιθριδάτη έτρεξαν πίσω στο στρατόπεδό τους να ετοιμάσουν τα άλογά τους ώστε να πολεμήσουν επί ίσοις όροις τους προελαύνοντες Ρωμαίους. Ενώ αυτοί ακόμη εξοπλίζονταν στο ύψωμα όπου βρίσκονταν, κοίταξαν κάτω και είδαν τους συμπολεμιστές τους να τρέχουν προς το μέρος τους φωνάζοντας, δίχως να γνωρίζουν τον λόγο και θεώρησαν ότι θα είχαν τραπεί σε φυγή. Άφησαν κάτω τα όπλα τους και έτρεξαν, μιάς και το στρατόπεδό τους είχε ήδη αδειάσει από την άλλη πλευρά. Αφού δεν υπήρχε δρόμος διαφυγής, έπεφταν ο ένας πάνω στον άλλον σε πλήρη σύγχυση έως ότου τελικά να πηδήξουν κάτω στον γκρεμό.
Έτσι αφανίστηκε ο στρατός του Μιθριδάτη λόγω της βιασύνης αυτών που προκάλεσαν πανικό πηγαίνοντας προς βοήθεια της εμπροσθοφυλακής χωρίς να έχουν διαταχθεί γι’ αυτό. Το υπόλοιπο έργο του Πομπήιου ήταν εύκολο σε ότι αφορούσε στο να σκοτώνει ή να αιχμαλωτίζει άοπλους άντρες ή να τους εγκλωβίζει σε στενά βραχώδη περάσματα.
Τα σχέδια του Μιθριδάτη [έτος 66]
Ο Μιθριδάτης διέφυγε διαμέσου των γκρεμών με την συνοδεία του, και δραπέτευσε. Η πορεία του συνέπεσε με αυτήν μισθοφορικού ιππικού και τριών χιλιάδων πεζών οι οποίοι τον συνόδευσαν έως το κάστρο Σινόρηγα όπου είχε αποθηκευμένο μεγάλο χρηματικό ποσό. Εκεί αντάμοιψε και πλήρωσε ενός έτους μισθούς σε αυτούς που είχαν διαφύγει μαζί του. Πέρνοντας έξι χιλιάδες τάλαντα έσπευσε στις πηγές του Ευφράτη, σκοπεύοντας να περάσει από εκεί, στην Κολχίδα. Με αδιάκοπη πορεία διέσχισε τον Ευφράτη την τέταρτη ημέρα. Τρείς ημέρες αργότερα συνέταξε και όπλισε αυτούς που τον ακολουθούσαν ή τον συνόδευαν και εισέβαλλε στην Χωτηνή της Αρμενίας. Εκεί, οι Χωτηνοί και οι Ίβηρες, προσπάθησαν με τόξα και σφεντόνες να εμποδίσουν τον ερχομό του, αλλά αυτός τους προσπέρασε και συνέχισε προς τον ποταμό Άψαρο.
(Ορισμένοι θεωρούν ότι οι Ίβηρες της Ασίας ήταν πρόγονοι των Ιβήρων της Ευρώπης, άλλοι ότι είναι άποικοί τους και άλλοι πάλι ότι έχουν απλά το ίδιο όνομα ενώ οι συνήθειές και οι γλώσσες τους είναι διαφορετικές.)
Ο Μιθριδάτης πέρασε τον χειμώνα στους ∆ιόσκουρους της Κολχίδας [66-65 π.Χ], η οποία όπως πίστευαν οι Κόλχες, διατηρεί την μνήμη από την εκεί παραμονή των ∆ιόσκουρων, του Κάστορος και του Πολυδεύκη, κατά την Αργοναυτική εκστρατεία. Ο Μιθριδάτης εκεί, δεν έκανε μικρά σχέδια, ούτε καν σχέδια που αρμόζουν σε έναν φυγά, αλλά συνέλαβε την ιδέα να κάνει τον κύκλο όλων των ακτών του Πόντου, περνώντας από ᾽κεί στους Σκύθες, γύρω από την Αζοφική θάλασσα κι έτσι να φθάσει στον Βόσπορο. Σκόπευε να αρπάξει το βασίλειο του αχάριστου γιού του, Μαχάρη και να αντιμετωπίσει τους Ρωμαίους για μια φορά ακόμη επιτιθέμενος από την Ευρώπη ενώ αυτοί βρίσκονταν στην Ασία, βάζοντας ανάμεσά τους ωςδιαχωριστική γραμμή τα στενά τα οποία πιστεύεται ότι ονομάστηκαν Βόσπορος επειδή η Ιώ τα διέπλευσε κολυμπώντας όταν είχε μεταμορφωθεί σε αγελάδα και έφευγε για να γλιτώσει από την ζηλοφθονία της Ήρας.
Μιθριδάτης και Κριμαία [έτος 65 π.Χ]
Τέτοιo ήταν το χιμαιρικό σχέδιο με το οποίο καταπιάστηκε ο Μιθριδάτης. Φανταζόταν, παρ᾽ όλα αυτά ότι θα έπρεπε να το ολοκληρώσει. Προχώρησε μέσα από άγνωστες και πολεμοχαρείς Σκυθικές φυλές είτε με την συναίνεσή τους, είτε με την βία, καθώς ενέπνεε ακόμη σεβασμό και φόβο παρόλο που ήταν δυστυχής φυγάς. Πέρασε από την χώρα των Ηνιόχων οι οποίοι τον δέχθηκαν αυτοβούλως.
Τους Αχαιούς που του αντιστάθηκαν τους έτρεψε σε φυγή. Αυτοί, λέγεται, όταν επέστρεφαν από την πολιορκία της Τροίας παρασύρθηκαν από τρικυμία στην θάλασσα του Εύξεινου όπου υπέφεραν τα πάνδεινα στα χέρια των βαρβάρων επειδή ήταν Έλληνες και όταν ζήτησαν από την πατρίδα τους πλοία για να επιστρέψουν κι αυτοί τους αγνόησαν, μίσησαν τόσο πολύ την Ελληνική φυλή που όποτε αιχμαλώτιζαν Έλληνες τους θανάτωναν στην πυρά σύμφωνα με τα Σκυθικά πρότυπα. Αρχικά, με τον θυμό που είχαν, τους σκότωναν όλους, αργότερα μόνο τους πιο εύμορφους και τελικά αυτούς που κληρώνονταν. Αυτά για τους Αχαιούς της Σκυθίας.
Ο Μιθριδάτης έφθασε τελικά στην χώρα του Αζόφ στην οποία υπήρχαν πολλοί πρίγκηπες οι οποίοι στο σύνολό τους τον δέχτηκαν, τον συνόδευσαν και αντάλλαξαν δώρα μαζί του εξαιτίας ης φήμης των κατορθωμάτων, της αυτοκρατορίας και της δύναμής του η οποία δεν επρόκειτο ακόμη να καταφρονηθεί. Σύναψε συμμαχίες μαζί τους με την σκέψη σε νέες προκλήσεις όπως η εκστρατεία διαμέσου της Θράκης στην Μακεδονία, την Παιονία και μετά το πέρασμα των Άλπεων, στην Ιταλία. Με τους πλέον ισχυρούς από τους πρίγκηπες, σφράγισε την συμφωνία νυμφεύοντας τις θυγατέρες του.
Όταν ο γιός του Μαχάρης έμαθε ότι είχε κάνει τέτοιο ταξίδι σε τόσο σύντομο χρόνο ανάμεσα σε άγριες φυλές και πέρασε τις Σκυθικές Πύλες τις οποίες δεν είχε διαβεί κανείς μέχρι τότε, έστειλε διπλωμάτες προς υπεράσπισή του, λέγοντας ότι είχε συμβιβασθεί με τους Ρωμαίους, από ανάγκη. Γνωρίζοντας τον αδιάλλακτο χαρακτήρα του πατέρα του έσπευσε στην Χερσόνησο του Πόντου και έκαψε τα πλοία του ώστε να αποτρέψει να τον ακολουθήσει ο πατέρας του. Όταν ο τελευταίος προμηθεύτηκε άλλα πλοία και τα έστειλε ξοπίσω του, προέβλεψε την μοίρα του και αυτοκτόνησε. Ο Μιθριδάτης έστειλε στον θάνατο όλους τους φίλους του που είχε αφήσει σε θέσεις εξουσίας όταν έφυγε, αλλά αυτούς του γιού του ελευθέρωσε σώους καθώς είχαν πράξει σύμφωνα με τις επιταγές της φιλίας τους. Αυτή ήταν η κατάσταση με τον Μιθριδάτη.
Ο Πομπήιος στον Καύκασο
Ο Πομπήιος ακολούθησε τον Μιθριδάτη στην πορεία του μέχρι την Κολχίδα αλλά πίστευε ότι ο πολέμιός του δεν θα κατάφερνε να κάνει τον γύρο του Πόντου, να βρεθεί στην Αζοφική θάλασσα, να αναλάβει οτιδήποτε σημαντικό αλλά ούτε και ότι θα ήταν πιθανό να αποδράσει. Επισκέφθηκε την Κολχίδα με σκοπό να μάθει περισσότερα για την χώρα που επισκέφθηκαν οι Αργοναύτες, Κάστωρ και Πολυδεύκης αλλά και ο Ηρακλής. Είχε ιδιαίτερη επιθυμία να επισκεφθεί το μέρος που φέρεται ότι είχε δεθεί ο Προμηθέας στον βουνό Καύκασος. Πολλά ρυάκια μοιράζονταν τα νερά του βουνού φέροντας χρυσόσκονη τόσο λεπτή που ήταν αόρατη. Οι κάτοικοι έβαζαν προβιές με πυκνό τρίχωμα μέσα στα νερά και συνέλεγαν τα πλέοντα σωματίδια. Πιθανόν το χρυσόμαλλο δέρας του μυθικού βασιλέα Αιήτη να ήταν τέτοιου είδους.
Όλες οι γειτονικές φυλές ακολούθησαν τον Πομπήιο σε αυτήν την εξερευνητική αποστολή. Μόνο οΟροΐζης, ο βασιλέας των Αλβανών και ο Αρτώκηςο βασιλέας των Ιβήρων του έστησαν ενέδρα με εβδομήντα χιλιάδες άνδρες στον ποταμό Κύρνο ο οποίος χύνεται στην Κασπία θάλασσα μέσω δώδεκα πλωτών εκβολών, δέχεται τα νερά πολλών μεγάλων χειμάρρων και ποταμών με μεγαλύτερο τον Άραξο. Ο Πομπήιος μαθαίνοντας για την ενέδρα γεφύρωσε τον ποταμό και οδήγησε τους εχθρούς σε ένα πυκνό δάσος.
Αυτοί οι άνθρωποι ήταν φοβεροί πολεμιστές του δάσους, κρύβονταν στα δέντρα και εφορμούσαν απροσδόκητα. Ο Πομπήιος περικύκλωσε το δάσος με στρατό, του έβαλε φωτιά και κυνήγησε τους φυγάδες καθώς έβγαιναν έξω μέχρι να παραδοθούν όλοι και να του αποφέρουν αιχμάλωτους και λάφυρα. Ο Πομπήιος αργότερα στην Ρώμη, τιμήθηκε για τον θρίαμβό του. Ανάμεσα σε ομήρους και φυλακισμένους βρέθηκαν αρκετές γυναίκες που έφεραν όχι λιγότερα τραύματα από τους άντρες.
Ο Τιγράνης παραδίδεται [έτος 64 π.Χ]
Με την επιστροφή του από την περιοχή ο Πομπήιος προχώρησε εναντίον της Αρμενίας με αιτία πολέμου, την βοήθειά του Τιγράνη πρός τον Μιθριδάτη. Βρισκόταν στα Αρτάξατα, όχι μακριά από την βασιλική κατοικία και ήταν αποφασισμένος να μην πολεμήσει ξανά. Είχε αποκτήσει τρείς γιούς με την κόρη του Μιθριδάτη, δύο από τους οποίους είχε σκοτώσει ο ίδιος, τον έναν σε μάχη, όπου ο γιός μαχόταν τον πατέρα και τον άλλο στο κυνήγι επειδή αμέλησε να συμπαρασταθεί στον πατέρα του οποίος είχε πέσει και αντ’ αυτού φόρεσε στο κεφάλι του το διάδημα ενώ ο πατέρας του κείτονταν στο έδαφος. Τον τρίτο, του οποίου το όνομα ήταν Τιγράνης και φαίνεται να είχε θορυβηθεί ιδιαίτερα από το ατύχημα του πατέρα του στο κυνήγι, τον τίμησε στεφανώνοντάς τον. Μολαταύτα τον εγκατέλειψε και αυτός μετά από λίγο, κήρυξε πόλεμο εναντίον του, έχασε και κατέφυγε στον Φραάτη Γ’, βασιλέα των Πάρθων ο οποίος είχε πρόσφατα διαδεχθεί τον πατέρα του Σανατράκη, στην διακυβέρνηση της χώρας.
Σύγχρονη αναπαράσταση Ρωμαίου χιλίαρχου
Καθώς ο Πομπήιος πλησίαζε, ο νεαρός Τιγράνης, αφού ενημέρωσε τον Φραάτη για τους σκοπούς του και έλαβε την συγκατάθεσή του (ο Φραάτης επιθυμούσε και αυτός την φιλία με τον Πομπήιο), κατέφυγε ικέτης στον Πομπήιο αν και ήταν εγγονός του Μιθριδάτη. Επειδή η φήμη για την αξιοπιστία και δικαιοσύνη του Πομπήιου ήταν μεγάλη, ο πατέρας Τιγράνης προσήλθε απρόσκλητος να υποβάλλει όλες τις υποθέσεις του στην δικαιοδοσία του τελευταίου και να παραπονεθεί για τον γιό του. Ο Πομπήιος έστειλε τιμητικό άγημα από τριβούνους(χιλίαρχους) και ίππαρχους, να τον προϋπαντήσουν αλλά αυτοί που συνόδευαν τον Τιγράνη φοβήθηκαν να προχωρήσουν μη έχοντας προαναγγείλλει την επίσκεψή τους και οπισθοχώρησαν. Ωστόσο ο Τιγράνης προχώρησε μπροστά και χαιρέτησε πρηνής τον Πομπήιο, σύμφωνα με τα έθιμα.
Υπάρχουν αναφορές που τον θέλουν να οδηγείται στον Πομπήιο από λίτορες οι οποίοι κρατούσαν τα σύμβολα της εξουσίας του. Όπως και να’ χει, πήγε και έδωσε εξηγήσεις για το παρελθόν ενεχείρισε έξι χιλιάδες τάλαντα και πενήντα δραχμές για κάθε οπλίτη, χίλιες για κάθε εκατόνταρχο και δέκα χιλιάδες για κάθε χιλίαρχο.
Οι διευθετήσεις του Πομπηίου
Ο Πομπήιος τον συγχώρησε, τον συμφιλίωσε με το γιο του και αποφάσισε ότι ο τελευταίος έπρεπε να διοικεί τις Σωφηνή και Γορδυηνή (σημερινή ονομασία Μικρή Αρμενία) ο πατέρας το υπόλοιπο της Αρμενίας και ότι ο γιός έπρεπε να διαδεχτεί τον πατέρα μετά τον θάνατό του. Επίσης απαίτησε από τον Τιγράνη να εγκαταλείψει άμεσα τα εδάφη που είχε κερδίσει με πόλεμο, δηλαδή να εγκαταλείψει το σύνολο της Συρίας που κατείχε, από τον Ευφράτη προς τη θάλασσα και ένα μέρος της Κιλικίας που είχε πάρει από τον βασιλέα των Σελευκιδών, Αντίοχο I’ τον Ευσεβή.
Τετράδραχμο απεικονίζον τον Αντίοχο Ι τον Ευσεβή
Οι Αρμένιοι που εγκατέλειψαν τον Τιγράνη καθ’ οδόν προς τον Πομπήιο επειδή φοβόντουσαν, έπεισαν τον γιο του, ο οποίος ήταν ακόμη μαζί με τον Πομπήιο, να επιτεθεί στον πατέρα του. Ο Πομπήιος τον συνέλαβε και τον φυλάκισε. Το γεγονός ότι εξακολουθούσε να ξεσηκώνει τους Πάρθους εναντίον του Πομπήιου, οδήγησε στον θρίαμβο του τελευταίου ο οποίος μετά τον σκότωσε. Πλέον ο Πομπήιος, πιστεύοντας ότι ο πόλεμος έβαινε στο τέλος του, ίδρυσε μια πόλη στο μέρος που είχε υπερισχύσει του Μιθριδάτη, η οποία ονομάστηκεΝικόπολη (πόλη της νίκης) και βρίσκεται στην Μικρή Αρμενία.
Επέστρεψε στον Αριοβαρζάνη το βασίλειο της Καππαδοκίας και τις πόλεις Σωφηνή και Γορδυηνή που είχε παραχωρήσει στον γιό του Τιγράνη και τώρα ανήκαν διοικητικά στην Καππαδοκία. Του παραχώρησε επίσης την πόλη της Καστάβαλας και μερικές ακόμη στην Κιλικία. Ο Αριοβαρζάνης εμπιστεύθηκε, εν ζωή, ολόκληρο το βασίλειο στον γιό του. Ακολούθησαν πολλές αλλαγές μέχρι τον καιρό του Καίσαρα Αυγούστου υπό την εξουσία του οποίου αυτό το βασίλειο όπως αρκετά άλλα, έγινε επαρχία της Ρώμης.
Παραπομπές
[1] Κιμμέριος Βόσπορος, αρχαία ονομασία του πορθμού που συνέδεε τη Μαιώτιδα θάλασσα (όπως ονομαζόταν από τους αρχαίους Έλληνες η Αζοφική) με τον Εύξεινο Πόντο. Σήμερα καλείται πορθμός του Κερτς. Εκεί υπήρχαν οι Ελληνικές αποικίεςΦαναγόρεια, Κοροκουδάμη, Τυρικτάτη, Παντικάπαιο και Κέπη. Οι κάτοικοι της περιοχής ονομάζονταν Βοσπορανοί.
[2] Κόμανα. Ονομασία δύο αρχαίων πόλεων στη Μικρά Ασία. Η μία πόλη βρισκόταν στην Άνω ή Μεγάλη Καππαδοκία (Καππαδοκικά Κόμανα) ενώ η άλλη στην Καππαδοκία προς τον Πόντο (Ποντικά Κόμανα). Και οι δύο ήταν ιερατικές πολιτείες, στις οποίες ο αρχιερέας ήταν ο απόλυτος άρχοντας, και λάτρευαν την Ενυώ ή Μπελόνα σε περίφημους ναούς. Σε όλη τη Μικρά Ασία σέβονταν τις δύο ιερατικές πολιτείες με τον ναό και το μαντείο τους, οι οποίες όμως από τον 4ο – 5ο αι. μ.Χ. με την επικράτηση του Χριστιανισμού άρχισαν να παρακμάζουν και οι εθνικοί ναοί μεταβλήθηκαν σε Χριστιανικοί. Τα Καππαδοκικά Κόμανα ερημώθηκαν την περίοδο των Αραβικών ή των Τουρκικών επιδρομών. Τα ερείπιά τους ανακαλύφθηκαν στην κοιλάδα του Σάρου ποταμού. Τα Ποντικά Κόμανα διατηρήθηκαν και στα χρόνια των Τούρκων, παρήκμασαν όμως και ερημώθηκαν με τη μετοίκηση των κατοίκων στη γειτονική πόλη Ευδοκία. Στα Ποντικά Κόμανα πέθανε εξόριστος ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, ο τάφος του οποίου αποτελεί τόπο προσκυνήματος των χριστιανών.
[3] Πασαργάδαι (-ες), πρωτεύουσα της Περσίας, πριν από την Περσέπολη, που είχε χτιστεί στο μέρος όπου το 556 π.Χ ο Κύρος ο Πρεσβύτερος νίκησε τον Αστυάγη και έστησε τη σκηνή του. Ακόμα και όταν η πρωτεύουσα μεταφέρθηκε στην Περσέπολη, οι βασιλέα δες εξακολουθούσαν να στέφονται στις Πασαργάδες. Το 330 π.Χ κυριεύθηκε από τον Μέγα Αλέξανδρο, που βρήκε εκεί θησαυρούς αξίας 120.000 ταλάντων σε χρυσάφι, ασήμι, κοσμήματα και πολύτιμα υφάσματα. Σώζονται ακόμα μερικά ερείπια και ο λεγόμενος τάφος του Κύρου. Το όνομα της, οφείλεται στους Πασαργάδες, από τους οποίους κατάγονταν οι Αχαιμενίδες.
[4] Σερτώριος Κόιντος (Quintus Sertorius). Ρωμαίος στρατηγός (123-72). Πολέμησε για πρώτη φορά εναντίον των Κίμβρων και των Τευτόνων στο Οράνζ, κάτω από τις διαταγές του Σερβίλιου Καιπίωνα και το 102 π.Χ κατόρθωσε να μπει ως κατάσκοπος στο στρατόπεδο των Τευτόνων. Το 90 π.Χ νίκησε τους Μαρσούς και, όταν ξέσπασε ο εμφύλιος πόλεμος, τάχθηκε με το μέρος του Μάριου. Στη διάρκεια της στάσης του Κίννα έπαιξε αποφασιστικό ρόλο στην ανακατάληψη της Ρώμης. Έγινε πραίτορας το 83 π.Χ, αλλά, μετά το φόνο του Κίννα και το θάνατο του Μάριου, αναγκάστηκε να καταφύγει στην Ισπανία. Για να αντιμετωπίσει τα στρατεύματα του Σύλλα που τον καταδίωκαν, απόκλεισε τα περάσματα των Πυρηναίων και ανάθεσε τη φρούρησή τους στον Ιούλιο Σαλινάτωρα και σε 6.000 άντρες του. Μετά την ήττα του τελευταίου από το Γάϊο ‘Aννιο, ο Σερτώριος. έφυγε στη Λιβύη. Στη συνέχεια κυρίευσε τις Πιτυούσες νήσους (Ίμπιτσα και Φορμεντέρα) και, όταν γύρισε στη Λιβύη, νίκησε τον ηγεμόνα Aσκαλι, σκότωσε το σύμμαχο του και στρατηγό του Σύλλα Πακιανό, και κατέλαβε την Τιγγίδα (Ταγγέρη). Την ίδια χρονιά (81 π.Χ), ύστερα από πρόσκληση των στασιαστών Λυσιτανών, αποβιβάστηκε στην Άπω Ιβηρία, όπου οργάνωσε δικό του κράτος και έκανε συνεχή ανταρτοπόλεμο εναντίον των Ρωμαίων. Το 78, αφού νίκησε το διοικητή της Ναρβωνίτιδας Γαλατίας Λούκιο Μάνλιο, κοντά στον Έβρο ποταμό, εγκαταστάθηκε στο Διάνιο. Απάλλαξε έπειτα τους Ισπανούς από κάθε φορολογία, τους οργάνωσε στρατιωτικά, ίδρυσε στην Όσκα σχολεία και συγκρότησε σύγκλητο τριακοσίων μελών. Τον επόμενο χρόνο στάλθηκε εναντίον του ο Πομπήιος με 30-40 χιλιάδες άντρες αλλά αποκρούστηκε. Το 76 π.Χ, παρόλο που ο Σερτώριος. κατάφερε σοβαρά πλήγματα στο Ρωμαϊκό στρατό, εξαιτίας ορισμένων αποτυχιών του στρατού του, ήρθε σε δύσκολη θέση και υποχρεώθηκε να συνάψει συμμαχία με το Μιθριδάτη, από τον οποίο πήρε γενναία οικονομική ενίσχυση και 40 τριήρεις. Σε αντάλλαγμα αναγνώρισε τις εδαφικές απαιτήσεις του συμμάχου του στη Βιθυνία και την Καππαδοκία. Την ίδια εποχή όμως, επικρατούσε ανάμεσα στους στρατηγούς του δυσαρέσκεια, εξαιτίας της Ισπανόφιλης τακτικής του, γεγονός που οδήγησε σε στάσεις εναντίον του. Τελικά, ορισμένοι στρατηγοί του, με επικεφαλής τον Παρπέρνα, τον δολοφόνησαν στη διάρκεια κάποιου επινίκιου γεύματος. Οι περισσότεροι ντόπιοι ηγεμόνες σπεύσανε τότε να δηλώσουν φιλία στον Πομπήϊο, ενώ εκείνοι που τάχθηκαν με τον Παρπέρνα νικήθηκαν αργότερα από το Ρωμαϊκό στρατό.
[5] Γναίος Πομπήιος ο Μέγας. Ρωμαίος στρατηγός και πολιτικός (106 – 48 π.Χ.) Γιος του ύπατου Γναίου Στράβωνα, αφοσιώθηκε αρκετά νέος στη στρατιωτική ζωή και ορμώμενος από φιλοδοξία να εγκαθιδρύσει μια αρχή με προσωπικό χαρακτήρα, εξάρτησε σε αυτήν όλη τη δημόσια και ιδιωτική δράση του. Τάχθηκε με το Σύλλα, παίρνοντας μέρος στον πόλεμο κατά του Σερτωρίου και του Κίννα (87 π.Χ.) και στην υποταγή της Ιταλίας (82 π.Χ.). Πολέμησε στην υπηρεσία του στη Σικελία και στην Αφρική εναντίον των Νουμιδών και του ύπατου Γναίου Δομίτιου Αενοβάρβου (80 π.Χ.). Για την τελευταία αυτή επιτυχία του τέλεσε θρίαμβο και προσέλαβε την επωνυμία Μέγας, που έγινε κληρονομική στην οικογένεια του. Για να ενισχύσει το δεσμό του με το Σύλλα, παντρεύτηκε την προγονή του Αιμιλία, αφού εγκατάλειψε την πρώτη του γυναίκα.
Μετά το θάνατο του Σύλλα συνεργάστηκε για την αποκατάσταση του παλαιού πολιτεύματος, που είχε παραβιαστεί από τη δικτατορία και έγινε ο ισχυρότερος παράγοντας της δημοκρατίας. Κατόπιν του ανατέθηκε η καταστολή της εξέγερσης του Σερτώριου στην Ισπανία, μετά την οποία τέλεσε θρίαμβο (71 π.Χ.). Εξελέγη ύπατος το 70 π.Χ. παραβιάζοντας τη νομοθεσία του Σύλλα, που επέβαλλε την προϋπηρεσία στο αξίωμα του ταμία και του πραίτορα. Το 67 π.Χ. ανέλαβε εκστρατεία εναντίον των πειρατών της Κιλικίας, τους οποίους εξουδετέρωσε ολοκληρωτικά σε τρεις μήνες. Κατόπιν του ανατέθηκε η διεύθυνση του πολέμου κατά του Μιθριδάτη, βασιλέα του Πόντου, που τον κράτησε μακριά από τη Ρώμη από το 66 – 61 π.Χ.
Επέστρεψε θριαμβευτής, αφού κατέκτησε τη Συρία και επεξέτεινε τη ρωμαϊκή επιρροή σε νέες χώρες, αλλά είχε την έκπληξη να δει τη λαϊκή εύνοια συγκεντρωμένη, ύστερα από τόση απουσία, γύρω από τον Ιούλιο Καίσαρα. Συνασπίστηκε τότε μ’ αυτόν, παντρεύτηκε την κόρη του Ιουλία, και συνήψε ένα πραγματικό σύμφωνο, που ονομάστηκε «Τριανδρία» επειδή πήρε μέρος σε αυτήν και ο Λικίνιος Κράσσος (60 π.Χ.). Με την ανανέωση του συμφώνου (56 π.Χ.), ο Καίσαρ ανέλαβε τη διοίκηση της Γαλατίας και ο Πομπήιος της Ισπανίας. Το 50 π.Χ. δεν στάθηκε δυνατόν να ανανεωθεί η συμφωνία μεταξύ των δύο πολιτικών αντρών, καθότι οι φιλοδοξίες τους για προσωπική ηγεμονία ήρθαν σε σύγκρουση και ακολούθησε εμφύλιος πόλεμος. Ο Πομπήιος, που δεν είχε στρατό, διότι είχε πάντοτε στηριχτεί περισσότερο στην εύνοια της Συγκλήτου, υποχρεώθηκε να καταφύγει στην Ελλάδα, όπου νικήθηκε το 48 π.Χ. στα Φάρσαλα από τον Καίσαρα και αναγκάστηκε να ζητήσει καταφύγιο στην Αίγυπτο. Εκεί δολοφονήθηκε με προδοσία από τον βασιλέα Πτολεμαίο ΙΔ’, που επιθυμούσε να κερδίσει τη συμπάθεια και τη συμμαχία του Καίσαρα.
Ικανός στρατηγός, ο Πομπήιος απέτυχε ως πολιτικός γιατί, αν και είχε κατανοήσει ότι το παλιό ρωμαϊκό πολίτευμα δεν μπορούσε να επιβιώσει και ότι είχαν ωριμάσει οι καιροί για μια δικτατορία, δεν αντελήφθη ότι το μέλλον ανήκε σ’ εκείνον που θα έμπαινε επικεφαλής του προλεταριάτου που αποτελούσε το στρατό. Αντίθετα επιχείρησε, μάταια όμως, να στηρίξει την προσωπική του εξουσία σε μια ομάδα ετερογενών δυνάμεων, την οποία αποτελούσε η τάξη των πατρικίων και των πλούσιων αστών (ιππέων).
[6] Ταξίλης, στρατηγός του Μιθριδάτη, που στάλθηκε το 86 π.Χ με περίπου 100.000 άνδρες στην Ελλάδα για να βοηθήσει τον εκεί στρατό του ηγεμόνα στον πόλεμο εναντίον των Ρωμαίων. Ο Λεύκιος Κορνήλιος Σύλλας τον νίκησε κοντά στη Χαιρώνεια. Το 71 π.Χ ο Tαξίλης, επικεφαλής πολυάριθμου στρατού, συνέχισε τον αγώνα στην Παφλαγονία και στη Βιθυνία. Το 69 π.Χ έλαβε επίσης μέρος στη μάχη στα Τιγρανόκερτα.
[7] Κύζικος, αρχαία πόλη στη νότια ακτή της Προποντίδας. Βρισκόταν μεταξύ Πανόρμου και Αρτάκης, στον ισθμό που ενώνει την Αρκτόνησο με την ηπειρωτική Μικρά Ασία. Ιδρύθηκε από Μιλήσιους αποίκους το 756 ή το 675 π.Χ . Τον 6ο αι. υποτάχθηκε στους Λυδούς και κατόπιν στους Πέρσες. Συμμετείχε στην Ιωνική επανάσταση, αλλά υποτάχθηκε και πάλι στους Πέρσες. Μετά τους Μηδικούς πολέμους έγινε μέλος της Αθηναϊκής συμμαχίας, από την οποία αποστάτησε κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού πολέμου. Σύμφωνα με τους αρχαίους συγγραφείς, η Κύζικος, ήταν μία από τις μεγαλύτερες, ωραιότερες και τις πλέον ευνομούμενες πόλεις της Μικράς Ασίας. Διέθετε πολλά και ωραία οικοδομήματα, ναούς, πρυτανείο, θέατρα, γυμνάσια και στοές. Το νόμισμα της, ο Κυζικηνός στατήρ, αποτελούσε κοινό νόμισμα στη Μικρά Ασία έως την εποχή του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Τα ερείπια της πόλης έχουν βρεθεί κοντά στο λιμάνι της Αρτάκης.
Πηγές – βιβλιογραφία
Ο βασικός κορμός της εργασίας βασίζεται στον Αππιανό και το έργο του History of Rome: TheMithridatic Wars.
Ελήφθησαν υπόψη τα βιβλία: «Αππιανός Άπαντα πέντε Ρωμαϊκά – βιβλίο Μ» και «Πλούταρχος Βίοι Παράλληλοι τόμος 12 Κίμων, Λεύκολλος», των εκδόσεων Κάκτος, σειρά «Οι Έλληνες»
- Ομήρου “Ιλιάδα”
- The Argonauts at Bebrycia: Presevation of Identity in the Latin Argonautica James E. Shelton-The Classical Journal Vol. 80, No. 1 (Oct. – Nov., 1984), pp. 18-23
- Το Φροντιστήριο της Τραπεζούντας και η ιδεολογική κυριαρχία των Ελλήνων στον Πόντο(1900-1914) Επιτροπή Ποντιακών μελετών
- Ἀργοναυτικά, 100β – Απολλώνιος ο Ρόδιος
- The death and burial of Mithidates VI Jakob Munk Højte
- Αφιέρωμα μνήμης στην Ιστορία του Πόντου καιτην Γενοκτονία Αρχιμ. Κύριλλου Κεφαλλόπουλου.
- Η Ελληνική αρχαιότητα: Πόλεμος – πολιτική – πολιτισμός Δ. Ι. Κυρτάτα & Σπ. Ι. Ράγκου
- Μιθριδάτης ΣΤ’ Ο Ευπάτορας και ΔιόνυσοςΓιώργος Κλοκίδης Αρχαιολόγος – Ιστορικός
- The Mithridatic Wars, Appian of Alexandria (c.95-c.165)
- Latin Lexicon
- Appian, Mithridatic Wars, Horace White, Ed.Perseus Library Tufts University
- Ελληνική Μυθολογία Ιωάννου Ρίσπεν, εκδ. ΔΑΡΕΜΑ, 1971
- Πλουτάρχου, Βίοι Παράλληλοι, Σύλλας κεφ. 11
- Δοκίμιο Mithridates VI Eupator and Iran, Marek Jan Olbycht
- Encyclopaedia Iranica MITHRIDATES VI Eupator Dionysos (r. 120-63 BCE), last king of Pontus, the Hellenistic kingdom that emerged in northern Asia Minor in the early years of the 3rd century BCE.
chilonas.wordpress.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Το ιστολόγιο δεν υιοθετεί και δεν φέρει καμία ευθύνη για τα σχόλια των αναγνωστών του. Πλέον, οι αναγνώστες μπορούν να σχολιάζουν με το λογαριασμό τους στο facebook ή με λογαριασμούς από τα υπόλοιπα κοινωνικά δίκτυα. Τα ανώνυμα σχόλια θα παραμείνουν κλειστά όσο υπάρχουν άτομα που κρύβονται πίσω από την ανωνυμία για να προβοκάρουν και να επιτεθούν σε άλλους σχολιαστές για να επιβάλλουν τις απόψεις τους.