Πέμπτη 16 Οκτωβρίου 2014

Οι Βαλκανικοί πόλεμοι του 1912-1913 ζωντανεύουν μέσα από το πολεμικό ημερολόγιο του δεκανέα Κωνσταντίνου Λινάρδου


Ιδιαίτερη θέση στην αποτύπωση της ιστορικής πραγματικότητας μιας εποχής κατέχουν τα πολεμικά ημερολόγια, τόσο γιατί σκιαγραφούν την καθημερινότητα του καιρού τους με παραστατικότητα και αμεσότητα, όσο επειδή σε αυτά η υποκειμενικότητα των συγγραφέων τους συνήθως περιορίζεται στην απλή καταγραφή των γεγονότων , χωρίς να υπεισέρχεται σε κριτική ανάλυση των γεγονότων. Την δεκαετία του 1910 ο Κωνσταντίνος Λινάρδος ( δάσκαλος από τα Λουσικά Νομού Αχαίας) κλήθηκε τρεις φορές από την Πατρίδα να την υπηρετήσει και σε όλες τις κλήσεις ανταποκρίθηκε με συνέπεια. Ο ίδιος (και λόγω επαγγέλματος) θεώρησε χρήσιμο να καταγράψει όλα όσα βίωσε σε ένα πολεμικό ημερολόγιο εκατόν ογδόντα δύο σελίδων.

Σε αυτό, το μεγαλύτερο μέρος (εκατόν εβδομήντα σελίδες) αφορά τα όσα συνέβησαν στην πρώτη επιστράτευση τον Σεπτέμβριο του 1912 και στους μετέπειτα Βαλκανικούς αγώνες , ενώ σε άλλες δέκα σελίδες έχουν καταγραφεί τα όσα έγιναν κατά την επιστράτευση του Σεπτεμβρίου του 1915.
Τέλος δύο σελίδες αφορούν την επιστράτευση του 1918 , στην οποία όμως η κλάση του Παππού αποφασίστηκε να μην μετάσχει στον πόλεμο και γρήγορα αποστρατεύτηκε. Σήμερα έχω την χαρά και την τιμή να παρουσιάσω αποσπάσματα από την πρώτη επιστράτευση του 1912 και τα όσα συνέβησαν κατά τους δύο βαλκανικούς πολέμους. Ο Κωνσταντίνος Λινάρδος μέσα από τον 3ο Λόχο , του 7ου Συντάγματος , της 2ης Μεραρχίας του Στρατηγού Καλλάρη , πολέμησε διαδοχικά στο Θεσσαλικό μέτωπο, στη Χίο, στο Ηπειρωτικό μέτωπο για να επιστρέψει στο δεύτερο βαλκανικό πόλεμο στη Μακεδονία.
Η ΕΝΑΡΞΗ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ ΚΑΙ Η ΜΑΧΗ ΣΤΟ ΣΑΡΑΝΤΑΠΟΡΟ



Η επιστράτευση ξεκίνησε από τα μέσα Σεπτεμβρίου μέσα σε καλό κλίμα χωρίς όμως οι φαντάροι να είναι σίγουροι ότι θα γίνει τελικά πόλεμος. Λόγω έλλειψης χώρου αρκετοί από τους στρατιώτες που ήρθαν στην Αθήνα έμεναν στην ύπαιθρο , ενώ η μετέπειτα μεταφορά τους στα σύνορα , έγινε κυρίως από το Βόλο στον οποίο κατέφθαναν με πλοία μέσω του Ευβοϊκού κόλπου. Την έναρξη του πολέμου την αντιλήφθησαν το πρωί της 6ης Οκτωβρίου ακούγοντας πυροβολισμούς άνωθεν του Τυρνάβου, ενώ λίγο μετά τους ανέγνωσαν την διαταγή του διαδόχου και αρχιστράτηγου Κωνσταντίνου. Αμέσως ξεκίνησαν πορεία για τα σύνορα στα οποία όταν έφθασαν είδαν ότι ο εκεί τουρκικός σταθμός καιγόταν. Η πρώτη μάχη στην οποία έλαβαν μέρος ήταν της Ελασσόνας την οποία ουσιαστικά υπερασπίζονταν οι προφυλακές της στρατιάς Σαρανταπόρου. Η μάχη έληξε εντός της ημέρας με την υποχώρηση των Τούρκων και την απελευθέρωση της πόλης, γεγονός που δημιούργησε ενθουσιασμό, όμως δεν έλειπαν και τα ευτράπελα αφού για τους περισσότερους ήταν η πρώτη μάχη της ζωής τους.
Ένα από αυτά ήταν ότι οι φρουροί λόγω της απειρίας τους κάθε κίνηση που αντιλαμβάνονταν την θεωρούσαν απειλή φωνάζοντας συνεχώς στα όπλα … με αποτέλεσμα το βράδυ ο ύπνος να είναι πολλάκις διακεκομμένος … Μετά την Ελασσόνα ακολουθούσε το Σαραντάπορο, του οποίου οι αμυντικές εγκαταστάσεις μαζί με τα φρουριακά κανόνια δημιουργούσαν προβληματισμό στους φαντάρους , ενώ υπήρχαν παράπονα για το ελληνικό πυροβολικό που δεν ερχόταν εγκαίρως:
<< H ανάπτυξις εις μάχην εγένετο μετά την διάβασιν των δύο ξύλινων γεφυρών των παραποτάμων του Ξηριά. Μόλις διέβημεν τον χείμαρρον εδέχθημεν τας πρώτας οβίδας . Το Τάγμα μας εβάδιζεν αριστερά του χειμάρρου του κατερχομένου εκ των στενών , αριστερά το δεύτερον και αριστερόθεν τούτου το τρίτον προς το χωριό Γλύκοβον συνδεθέν με το 12ο Σύνταγμα της 3ης Μεραρχίας. Δεξιά μας το 1οΣύνταγμα συνδεόμενον με την 1η Μεραρχίαν. Μας εθέρισαν κυριολεκτικώς αι οβίδες κυρίως το 1ο Σύνταγμα το οποίον εβάδιζεν παρά την οδόν εις μέρος τελείως γυμνόν . Ενώ ημείς προεκαλυπτόμεθα λόγω των ανωμαλιών του εδάφους , αυτοί ακάλυπτοι διαρκώς επροχώρουν. Μετά φρίκης εβλέπομεν οβίδας εκσπώσας εις το μέσον των διμοιριών , καθ’ όσον μη φθάσαντες ακόμη εις βολήν πεζικού εβαδίσαμεν διμοιρίαι κατά τετράδας εις παράταξιν. Βλασφημίαι κατά του πυροβολικού , διότι ενώ το εχθρικόν μας εθέρισε το ιδικόν μας ούτε εφαίνετο , με αιτία τούτου την πρόωρη έναρξη της μάχης >>.
Τελικά όμως τα ελληνικό πυροβολικό βρήκε τις θέσεις του γεγονός που βοήθησε την προέλαση του ελληνικού στρατεύματος …
<< Περί την 3ην τρίτην απογευματινήν αφού το πυροβολικόν μας ήλλαξε τέσσαρες θέσεις , ακούομεν πυροβολαρχίαν μας όπισθεν μας βάλλουσαν δια πυκνών ομοβροντιών. Κυριολεκτικώς εσίγησαν τα τουρκικά >>.
Μέχρι το βράδυ ο ελληνικός στρατός είχε προχωρήσει αρκετά , γεγονός που σε συνδυασμό με τις κυκλωτικές κινήσεις , ανάγκασε τον τουρκικό στρατό να αποχωρήσει κρυφά μέσα στη νύκτα…
<< Μόλις περί την χαραυγήν εσηκώθημεν συνετάχθημεν απεσύρθημεν εις το χείλος της ρεματιάς αναλογιζόμενοι τι θα εγένετο την ημέραν εκείνην. Αλλά μόλις εφώτισεν , όχι μόνον πυροβολισμούς δεν ηκούομεν αλλά και το 1ο Σύνταγμα εβλέπομεν να προχωρά προς τον λόφον όπου το τούρκικον πυροβολικόν. Εννοήσαμεν ότι είχον φύγει >>.
Η ΠΟΡΕΙΑ ΠΡΟΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ

Επόμενη πόλη που κατελήφθη ήταν τα Σέρβια , όπου φτάνοντας υπήρχαν ακόμη Χοντζάδες που πυροβολούσαν μέσα από οικίες , με αποτέλεσμα να δοθεί εντολή από τον διάδοχο για κάψιμο της τουρκικής συνοικίας. Στο δρόμο για Κοζάνη οι φαντάροι αντιμετώπιζαν προβλήματα τροφοδοσίας, αλλά και έλλειψη ύδατος αφού οι Τούρκοι φεύγοντας είχαν μολύνει τα ύδατα αλλά και το υδραγωγείο της περιοχής. Έτσι ο κόσμος έπινε νερό από εκεί που έπιναν τα ζώα, ενώ δεν αποφεύχθηκαν και περιπτώσεις πλιάτσικου. Ακολούθησε η προέλαση σε Καστανιά και Βέροια μια πλούσια πόλη με πολύ νερό, καθαρά ελληνική, όπου ο κόσμος τους δέχτηκε με ενθουσιασμό , ενώ οι φαντάροι κατάφεραν για πρώτη φορά να πλυθούν οι ίδιοι και τα ρούχα τους … Φεύγοντας , οι κάτοικοι τους έραιναν με άνθη , κάνοντας τους εντύπωση ότι στα χωριά της περιοχής οι κάτοικοι κάθε χωριού ήταν μιας εθνότητας και όχι ανακατεμένοι, ενώ η πειθαρχία του στρατεύματος δεν ήταν πάντα άψογη…
Μια νύχτα που ήταν προφυλακή και παρά την εντολή να μην ανάβονται φωτιές , ορισμένοι που είχαν κάνει πλιάτσικο ζώων άναψαν για να τα μαγειρέψουν…
Η επόμενη μάχη ήταν των Γιαννιτσών, όπου η υπεροχή του ελληνικού πυροβολικού έπαιξε πάλι καθοριστικό ρόλο για την κατάληψη της πόλης, όμως λόγω του ελώδους εδάφους τα προβλήματα κρυολογημάτων ήταν στην ημερησία διάταξη .
<< Πριν φωτίσει παρετάχθημεν εις τάξην μάχης , έξωθεν του χωρίου και επέσαμεν κάτω εις τα χόρτα διότι είμεθα τελείως εκτεθειμένοι. Το έδαφος βρεγμένο ημείς βρεγμένοι , χιόνια στα βουνά , έκαμνε τόσο κρύο , ώστε δεν υπεφέραμεν ,ούτε το όπλον δεν ηδυνάμεθα να βαστήξωμεν. Πριν φωτίσει είχεν αρχίσει η μάχη. Δεξιά μας ήτο το πυροβολικόν το οποίο έβαλε . Εν εχθρικό πυροβολείον από την μάνδραν των στρατώνων της πόλεως έβαλε κατά του ιδικού μας και όλαι αι οβίδαι ήρχοντο επάνω μας. Εις την περίστασιν αυτήν εκάναμεν χρήση του γυλοιού σχηματίσαντες την χελώνην. Έπειτα από ολίγη ώρα το εύστοχο πυρ του προς τα δεξιά μας πυροβολικού εσίγησεν το εχθρικόν. Τα έμπροσθεν μας σώματα διαρκώς επροχώρουν. Βλέπομεν αίφνης πυκνόν καπνόν εξερχόμενον της πόλεως , υποχώρησις , υποχώρησις φωνάζουν όλοι. Αμέσως τροχάδην διέβημεν τους έμπροσθεν μας λόφους και κοιλάδας και εφθάσαμεν εις τον 500 μέτρα έναντι της πόλεως λόφον >>.
Και η τελική επίθεση …
<< Εδόθη τέλος το σημείον της εφόδου και όλαι αι φάλαγγες κατά τετράδας εφαίνοντο προχωρούσαι. Έξοχον θέαμα . Ορμήσαμε αφήσαντες οπίσω το 9οΣύνταγμα. Οι στρατιώται εδείλιασαν , αλλά ενθαρρυθέντες από τας φωνάς των αξιωματικών τροχάδην επροχωρούσαμεν με εφ’ όπλου λόγχη. Συναντώμεν το πρώτον εγκαταλειφθέν εχθρικόν πυροβόλον. Αναβαίνει ο λοχαγός Μπήτρος επ’ αυτού , εξάγει εκ του κόλπου του μικράν σημαίαν , όλοι ζητωκραυγάζουν και σπεύδομε προς την πόλην. Προσέχομεν εις τα παράθυρα , δεχόμενοι αραιούς πυροβολισμούς , συλλαμβάνομεν τους εναπομείναντας εις τας οικίας και οδούς στρατιώτας και φθάνομεν προ του Νοσοκομείου εις τα παράθυρα του οποίου είχον οι τραυματίαι πετσέτας λευκάς. Αμέσως πρώτη δουλειά σπάσιμο οι πόρτες και λεηλασία των εις το κέντρον καταστημάτων . Ιδίως έφοδος έγινε εις τα ζαχαρωτά , προς κορεσμόν της πείνας μας. Και το μεν άλλο Σύνταγμα ετέθη εις καταδίωξιν του εχθρού , ο λόχος μας όμως έμεινε ως φρουρά του Νοσοκομείου και των αιχμαλώτων >>.
Επόμενος προορισμός η Θεσσαλονίκη , ενώ στο δρόμο προς αυτήν συνάντησαν και Σέρβους αξιωματικούς που τους επευφημούσαν, ενδεικτικό της καλής γνώμης που είχαν για εκείνους.
Ως γνωστό η 2η Μεραρχία του Καλλάρη είχε εντολή να μεταβεί βόρεια της πόλης αρχικά για να εμποδιστεί κάθε σκέψη για ενίσχυση ή οπισθοχώρηση των Τούρκων και στη συνέχεια για να αντιμετωπιστούν οι κουτοπονηριές των Βουλγάρων. Για το λόγο αυτό δεν έλαβε μέρος στις μάχες και την παράδοση της πόλης την έμαθαν τα ξημερώματα της 27ης Οκτωβρίου την οποία υποδέχτηκαν με ενθουσιασμό. Τις επόμενες ημέρες πάντως είχανε την ευκαιρία να μπούνε στην πόλη της Θες/νίκης ως φρουρά στο Γεντί Κουλέ , βρίσκοντας παράλληλα την ευκαιρία να ξεψειριστούν, να ξυριστούν, να μπαλώσουν τις τρύπες στα παπούτσια αλλά και να πλύνουν τα ρούχα μέσα σε τενεκέδες με βραστό νερό. Μέσα στη πόλη λόγω της χαώδους κατάστασης υπήρχε πολύ βρωμιά παντού , ενώ τα προβλήματα δυσεντερίας ήταν πάντα στο πρόγραμμα …
Η ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ ΤΗΣ ΧΙΟΥ


Στις 8 Νοεμβρίου δίνεται εντολή για μετάβαση στη Χίο , στη διαδρομή περάσανε από την Μυτιλήνη , όπου έκανε εντύπωση η ελληνικότητα της πόλης και στις 11 του μήνα φτάσανε στη Χίο , την οποία βλέπανε από μακριά αφού ακόμη ήτανε τουρκική . Στη πόλη της Χίου θα μεταβεί αρχικά απόσπασμα για να ζητήσει την αναίμακτη παράδοση του νησιού , όμως ο Τούρκος Καϊμακάμης (διοικητής) θα αρνηθεί , λέγοντας ότι αρνείται την άνευ πολέμου παράδοση σε αυτούς που ήρθαν με κάτι παλιοκάραβα να φορτώσουν πορτοκάλια… Μετά την απάντηση αυτή τα μεν πλοία έπλευσαν προς το ακρωτήρι Κοντάρι , Νότια της πόλης , ενώ άρχισε η αποβίβαση των πεζοναυτών. Οι Τούρκοι είχαν την πρόθεση να αντισταθούν όμως γρήγορα τα κανόνια των …παλιοκάραβων τους ανάγκασαν να υποχωρήσουν στο εσωτερικό …
<< Οι Τούρκοι κεκρυμμένοι εις χαρακώματα πλησίον της παραλίας και επί του υψώματος επυροβόλουν αλλά το πυκνό πυρ των πλοίων τους διεσκόρπισεν αμέσως φεύγοντας προτροπάδην προς το όρος >>.
Αμέσως ξεκίνησε η αποβίβαση του στρατού με πρώτο μέλημα το στήσιμο προφυλακών πέριξ της πόλης και ο εξονυχιστικός έλεγχος για ανεύρεση Τούρκων στρατιωτών. Το πρωί της επόμενης ημέρας έγινε η επίσημη είσοδος στην ελεύθερη πλέον πόλη της Χίου. Ας δούμε τι γράφει για την υποδοχή :
<< Την πρωίαν συνταχθέντες κατά τετράδας εβαδίζομεν δια της παραλίας εις την πόλιν . Μόλις επλησιάσαμεν εξεχύθη όλη η πόλις .Ο ενθουσιασμός των κατοίκων απερίγραπτος . Όστις δεν είδε ιδίοις όμμασι τοιούτου είδους σκηνάς δεν δύναται να φαντασθεί το μεγαλείον των. Όλοι έκλαιον εκ χαράς , μας έρραινον με δάφνας , σμύρτα ,κουφέτα μας εφίλουν σταυροκοπούμενοι και λέγοντες ο Χριστός Ανέστη. Υπό τας ζητωκραυγάς του πλήθους εφτάσαμεν εις την πλατείαν >>.
Μετά την τακτοποίηση του στρατού , αρχίζει η προέλαση προς το εσωτερικό και το κυνήγι του εχθρού του οποίου η αντίσταση ενισχυμένη και με πυροβόλα είναι ισχυρή , όμως πάλι χάρις την βοήθεια των κανονιών των πλοίων υπήρξε προώθηση . Το ναυτικό έπαιζε το ποιο βασικό ρόλο αφού συν τοις άλλοις έπιασε και ένα πλοίο που έφερνε 500 Άραβες για ενίσχυση, ενώ η αγάπη και η φροντίδα του κόσμου αναπλήρωνε τις ελλείψεις. Ο Έλληνας Συνταγματάρχης εκνευρισμένος από την Τουρκική αντίσταση τα είχε με τον Τούρκο Καϊμακάμη λέγοντας :
<< τον κερατά τον Καϊμακάμη θα τον βάλω στον απόπατο ! >>.
Στο σημείο εκείνο αναφέρει και το πώς σκότωσε τρεις Τούρκους από κοντά όταν αυτοί υποχωρούσαν και έπεσαν πάνω στο τμήμα του που ήταν προφυλακή και ερχόταν από την αντίθετη πλευρά …
<< Οι ελθόντες εις την ράχιν εχθροί , μόλις επυροβολήθησαν έστρεψαν προς το μέρος μας και οχυρωθέντες όπισθεν βράχου μας έδωσαν τα νώτα. Η διμοιρία μας άνωθεν δεν έβλεπεν αυτούς αλλά μόνον εμείς οι έξι σκοποί. Με τους πρώτους όμως πυροβολισμούς εστράφησαν ψυχραιμότατα εναντίον μας. Μετά δύο πυροβολισμούς επληγώθη ελαφρώς ο σύντροφος μου. Μη δυνάμενοι οπόθε ήλθον να οπισθοχωρήσωσιν , ώρμησαν επάνω μας. Τρεις ήρχοντο εναντίον μου και τους τρεις εφόνευσα …>>.
Τις επόμενες ημέρες , με ποιο αργούς όμως ρυθμούς συνεχίζεται η προώθηση , ενώ
σε μια επίθεση στο Λιθί , 100 Κρήτες καταφέρνουν να συλλάβουν 15 Τούρκους στρατιώτες :
<< Διότι όμως εφονεύθησαν δύο εξ αυτών και επληγώθη ο καπετάνιος των , τους έσφαξαν όλους , έβαλαν τα κεφάλια τους εις ένα σάκκον και τα έστειλαν εις τον Διοικητήν εις την πόλιν >>.
Στις 21 Νοεμβρίου γίνεται γνωστή η ανακωχή και παρότι η Ελλάδα δεν την έχει υπογράψει, δίνεται εντολή να παύσουν οι επιχειρήσεις. Έτσι όλες τις επόμενες ημέρες υπάρχει μια γενική χαλάρωση και μόνο κάποιες σποραδικές επιθέσεις των Τούρκων υπενθυμίζουν ότι ο πόλεμος συνεχίζεται. Στις 20 Δεκεμβρίου δίνεται τελικά εντολή για γενική επίθεση που αναγκάζει τους Τούρκους σε άτακτη φυγή . Χαρακτηριστικό είναι το κάτωθι απόσπασμα :
<< Το απόγευμα εκ περιεργείας ανέβημεν εις την ράχην και βλέπαμε τους Τούρκους τους οποίους είχαν αποδεκατίσει τα τηλεβόλα της Α’ Μοίρας και των πλοίων και έτρεχαν τήδε κακείσε σαν τα πρόβατα τα οποία διασκορπίζουν οι λύκοι >>.
Την επόμενη ημέρα και ενώ οι λόχοι ήταν παραταγμένοι , ακούγεται σάλπιγγα που σάλπιζε το παύσατε πυρ , και λίγο αργότερα από την μεριά των Τούρκων φαινόταν μια μεγάλη άσπρη σημαία , το νησί γίνεται πλέον εξ’ ολοκλήρου ελληνικό. Οι Τούρκοι παραδίδονται και κάτω από τις έντονες αποδοκιμασίες του κόσμου μεταφέρονται σε στρατόπεδα.
<< Κατά την άφιξη κατόπιν των αιχμαλώτων πολλοί των οποίων ήταν Χωροφύλακες υπηρετήσαντες πολλά έτη εκεί και δόσαντες πολλάς αφορμάς , επηκολούθησαν πολλοί γιουχαισμοί , φωναί , κατάραι και δια λόγων και ύβρεων οι δυστυχείς Χίοι ανταπέδιδαν την σφαγήν και τον εξανδραποδισμόν της νήσου υπό του Καρά Αλή >>.
Η ΜΕΤΑΒΑΣΗ ΣΤΗΝ ΗΠΕΙΡΟ ΚΑΙ Η ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ ΤΩΝ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ
Στις 26 Δεκεμβρίου φεύγουν με καράβι για το μέτωπο της Ηπείρου :
<< αποκομίσας ολίγα βάσανα και πολλάς εντυπώσεις >>.
Όμως λόγω της εξόδου του Χαμιδιέ το ταξίδι γινόταν με προσοχή , κυρίως νύκτα και χωρίς φωτισμό μέχρι την 28η του μήνα όταν και έφτασε στο Σούνιο. Όταν λίγο μετά έφτασε στο Σαρωνικό , οι εξ Αθηνών στρατιώτες άρχιζαν να φωνάζουν
<< Δεξιά Καπετάνιε !! >>
να κατευθυνθεί δηλαδή προς Πειραιά. Όμως το πλοίο συνέχιζε κανονικά την πορεία του… Φτάνοντας στον Ισθμό και καθώς το πλοίο ρυμουλκείται από την μία στην άλλη πλευρά είχαν συρρεύσει και από τις δύο πλευρές της διώρυγας πολλοί Κορίνθιοι , κυρίως γυναίκες που προσπαθούσαν να δούνε τις προσφιλείς τους υπάρξεις τείνοντας τας χείρας προς εναγκαλισμόν…Αρκετές από τις γυναίκες κυρίως μητέρες λιποθυμούσαν από συγκίνηση , ενώ άλλοι πετούσαν πορτοκάλια και άλλα δέματα στο πλοίο… Προχωρώντας το πλοίο προς Αίγιο και Πάτρα , όλοι οι εξ Αχαΐας καταγόμενοι εφώναζαν τώρα εκείνοι με την σειρά τους
<< Αριστερά Καπετάνιε !! >>.
Όμως προς λύπη και αυτών το πλοίο συνέχιζε αταλάντευτα την πορεία του… Ανήμερα της Πρωτοχρονιάς έφτασαν στο λιμάνι της Πρέβεζας όπου και αποβιβάστηκαν. Εκεί είδανε ότι όσοι βρίσκονταν από την αρχή στο Ηπειρωτικό μέτωπο ήταν αξύριστοι , ξεσχισμένοι , άγριοι λόγω και του καιρού … Ενώ ένας αξιωματικός από τους παλιούς εκεί τους έλεγε :
<< για ιδές τα … Χιωτάκια, μπαρμπούνια είναι από τα χιώτικα μανδαρίνια >>.
Τις επόμενες μέρες η κατάσταση εμφάνιζε πολλές δυσκολίες, ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα είναι το κάτωθι:
<< Ενυκτώσαμεν . Εστηρίζαμεν τα αντίσκηνα εις ένα τοίχο , εκόψαμεν κλαδιά και ηνάψαμεν ολίγη πυρά . Εσταυρώσαμεν πλέον τας χείρας , βρεγμένοι , νηστικοί , τουρτουρίζοντες και επεριμέναμεν να έβγη η ψυχή. Τόσο απελπίστημεν…>>.

Οι μέρες περνάνε και ουσιαστικά ρίχνουν βολές μόνο τα πυροβόλα , ενώ τα τμήματα εναλλάσσονται σαν προφυλακές μέσα σε δύσκολες συνθήκες και ενίοτε είτε μεταφέρουν προς το μέτωπο τα πυροβόλα και άλλα εφόδια , είτε προσπαθούσαν να μην αφήνουν να περνάνε τρόφιμα στους πολιορκημένους Τούρκους . Μάλιστα σε μία περίπτωση ελληνικό αντάρτικο σώμα συνέλαβε Αλβανούς από τα Φιλιατρά που προσπάθησαν να περάσουν στα Γιάννενα αραβόσιτο και αλάτι. Σε μία από τις περιπτώσεις που η μονάδα του παππού ήταν προφυλακή ,αναφέρει ότι όταν οι τουρκικές οβίδες έσκαγαν κοντά τους , κάποιοι θαρραλέοι τις γιουχάιζαν… ενώ μία χαρακτηριστική αντίδραση ήταν ενός εκ Σαλαμίνος που όταν έσκαγαν οι οβίδες :
<< σκυμμένος έκαμνε τον σταυρό του λέγων : Παναγία βόηθα >>. Μόλις έπαυον , ανεσηκώνετο σείων το χέρι απειλητικώς και βλασφημών έλεγε :
<<…Την Παναγία τους οι κερατάδες , δεν θα μας αφήσουν ούτε να κατ…>>.
Όλες αυτές τις μέρες ο καιρός είχε δυσκολίες , μάλιστα μερικές φορές από το βάρος του χιονιού έπεφτε το αντίσκηνο…
Επίσης υπήρχαν αρκετά προβλήματα στην τροφοδοσία φαγητού και νερού , έτσι όταν έβρεχε έπαιρναν τις καραβάνες έξω για να μαζέψουνε βρόχινο νερό , ενώ πολλών οι αρβύλες είχαν λιώσει και αυτές που ερχόντουσαν δεν έφταναν για όλους , πάντως σε ώρες αδράνειας ήταν πρώτης τάξεως ευκαιρία για καλό ξεψείρισμα…. Την Κυριακή των Αποκριών αρκετοί ντυμένοι μασκαράδες έδωσαν κέφι , ενώ έκανε εντύπωση το πέταγμα των ελληνικών αεροπλάνων πάνω από το Μπιζάνι . Λόγω της αδράνειας διαδίδονται μικροψέματα για επιτυχίες προς αναπτέρωση του ηθικού, γιατί υπήρξαν περιπτώσεις λιποταξιών τόσο Ελλήνων όσο και Τούρκων . Κατά τις 17 Φεβρουαρίου αποφασίζεται πλέον η τελική επίθεση εν μέσω πολύ κακού καιρού , κάποιοι λέγανε ότι είναι -8 βαθμούς .
Ο στρατός άρχισε να προχωρά μέσα από απόκρημνες και στενές χαράδρες , βλέποντας κάτω γκρεμισμένα ζώα και εφόδια …
<< Το δειλινό διετάχθημεν να μην σκορπισθώμεν αλλά να είμεθα έτοιμοι προς αναχώρησιν. Διαταγή κατά την πορείαν επί ποινή τουφεκισμού , απαγορεύεται τσιγάρο και ομιλία. Περί την 9η νυκτερινήν ξεκινήσαμε. Τα βάσανα της νυκτερινής εκείνης πορείας είναι απερίγραπτα. Εβαδίζομεν δι’ οδών δυσβάτων , παγωμένων, βαράθρων , βήμα προς βήμα βλέποντες κάπου εις το αχανές φώτα ή ακούοντες γαυγίσματα κυνών. Περί την 1η μ.μ. εφθάσαμεν εις μικρόν χωρίον εις το μέρος όπου ήσαν αι προφυλακαί. Εμείναμεν μίαν ώραν προς ανάπαυσιν και επέσαμεν ξεροί επάνω εις κοκαλιασμένον έδαφος. Μετά ταύτα επροχωρήσαμεν προς τα κάτω και μετά μαρτύριον 5 ωρών , διέβημεν χείμαρρον του Καλαμά και προεκαλύφθημεν , όπισθεν λόφου τρέμοντες εκ του ψύχους και μη δυνάμενοι να κρατήσωμεν ούτε τα όπλα >>.
Στις 20 του μήνα άρχισε η γενική επίθεση και η μονάδα του παππού μου κατέλαβε την Τσούκα από την οποία μπορούσαν πλέον να ατενίζουν και τα Γιάννενα.
<< Μόλις εφώτισε , τα τελευταία τμήματα, μεταγωγικά και πυροβολικό εφάνησαν κατερχόμενα όπισθεν ημών. Εκ της Τσούκας και του Αγ. Νικολάου ήρχισεν να τους βάλει το τουρκικό πυροβολικόν. Τότε ζώα , κανόνια , κάσες φυσιγγίων , κιβώτια φαρμάκων , βαλίτσαι αξιωματικών , καζάνια όλα φύρδην μύγδην έφθασαν εις το βάθος. Ευτυχώς ουδέν ζώον έπαθε τι διότι εγλυστρούσαι προς τα κάτω και μάλλον ευκολότερον κατήλθον. Αριστερά ανταρτικά και 1ο Σύνταγμα είχαν αρχίσει μάχην. Δεξιά ο 9ος και 12ος λόχος μετά αλλαγή ολίγων τουφεκισμών κατέλαβαν τον Αγ. Νικόλαον με τα κανόνια γεμάτα και εστραμμένα προς την Μανωλιάσα. Εστήθη άνωθεν η μία πυροβολαρχία και υπεβοηθούσε την προέλαση του 1ου Συντάγματος . Ημείς επειδή εβαλλόμεθα ακόμη υπό του Αγ. Νικολάου επροχωρούσαμεν δια της χαράδρας , μόλις όμως ανέβημεν εις μικρά υψώματα, βλέπομεν το 1ο Σύνταγμα εις την κορυφήν της Τσούκας τα κανόνια μας μη βάλλοντα πλέον αφού είχε καταληφθεί ο Αγ. Νικόλαος. Οι Τούρκοι μη έχοντες όρεξη δια μάχη έφυγον για τα Γιάννινα. Επροχωρήσαμεν τότε εις τάξη μάχης και μετά μίαν ώραν είμεθα εις Τσούκα…>>.
Και η τελική έφοδος :
<< Εμείναμε εις τάξιν διμοιρίαι κατά τετράδας εις παράταξιν και εθεώμεθα την εις το δεξιόν διεξαγομένην μάχην. Εις λόχος του 1ου Συντάγματος με τον λοχαγόν Σαγιάν επροχώρησε πολύ προς την πεδιάδα , έσωσαν όμως τα φυσίγγια και ηναγκάσθησαν να υποχωρήσωσιν , αφήσαντες τους τραυματίας των τους οποίους εύρεν ο προελάσας κατόπιν 2ος λόχος σφαγμένους…
Ούτε οι αξιωματικοί δεν εγνώριζον τι εγένετο διότι τους ενόμισαν δια Τούρκους. Μετ’ ολίγον εφάνησαν οι Τούρκοι προχωρούντες εις αραιάν τάξιν. Παρετάχθημεν όλοι οι λόχοι φοβούμενοι αντεπίθεσιν . Προς στιγμήν τα εχάσαμεν , διότι εβλέπαμεν και τους αξιωματικούς τεταραγμένους , το Μπιζάνι απέναντι μας και εφοβήθημεν κύκλωσιν. Ο Συνταγματάρχης εζητούσε τον οπτικόν τηλέγραφον και μια ορεινή πυροβολαρχίαν. Μετ’ ολίγον ο τηλέγραφος μας ανήγγειλε ότι η Μανωλιάσα έπεσε και η 4η Μεραρχία προήλαυνεν. Ο δε λοχαγός Πετιμεζάς στήσας δύο κανόνια εκτυπούσε ένα καταυλισμόν εις την πεδιάδα. Πρώτη οβίς επιτυχή, δευτέρα κλπ. επετούσε τας σκηνάς εις τον αέρα και οι Τούρκοι τροχάδην σαν λαγοί εξερχόμενοι των σκηνών έφευγον προς το Μπιζάνι.
Δεν παρήλθεν ώρα , ότε βλέπομεν φάλαγγας της 4ης Μεραρχίας να βαδίζουν κάτωθι δεξιά μας δια της πεδιάδος προς τη διεύθυνση της πόλεως. Κατέβημεν κάτω εις το χωριό Κοσμηρά . Δύο λόχοι προήλασαν και τη βοηθεία του πυροβολικού μας έφθασαν μία ώρα έξωθεν της πόλεως εις θέσιν Δουρούτι, ενθά έστησαν προφυλακάς.
Ημείς στρώσαμεν άφθονα χόρτα εκοιμήθημεν κατάκοποι εκ των ταλαιπωριών τριών ημερονυκτίων. Κατά τας 5 , κρότοι συγκλονίζοντες την γην μας αφύπνισαν . Ωραίον το θέαμα χιλιάδων οβίδων , αίτινες εξερηγνύοντο επάνω εις το Μπιζάνι.
Τέλος περί την χαραυγήν κρότος και φλοξ ουρανομήκης , εκ της ανατινάξεως της πυριτιδαποθήκης εσήμανον το τέλος της τριμηνιαίου γιγαντομαχίας.
Ήτο ο τελευταίος επιθανάτιος ρόγχος του εκπνέοντος θηρίου.
Τα Γιάννινα είχαν παραδοθεί , το πρωτόκολον είχε υπογραφή και πυροβολισμός ουδείς ηκούετο >>.
Έτσι ορισμένοι βρήκαν την ευκαιρία και έλεγον :
<< Ξύπνα καυμένε Αλή Πασά και βάλε το φακιόλι , να δης τους Αρβανίτες σου που σκλαβωθήκαν όλοι >>.


Σε αντίθεση με την Θεσσαλονίκη , στα Γιάννενα η μονάδα του παππού μπήκε από τις πρώτες στη πόλη αναφέροντας :
<< Κατά τας 2 διετάχθη το Σύνταγμα μας να βαδίση προς την πόλιν. Ούτω μετά την είσοδον του ιππικού, πρώτοι ημείς είχομεν το ευτήχημα να δοκιμάσωμεν την συγκίνηση των μετά 500 έτη απελευθερωμένων. Υπό τας ζητωκραυγάς, τα δάκρυα και τον ενθουσιασμόν των Ελλήνων εβαδίσαμεν δια της κεντρικής οδού προς την πλατείαν των στρατώνων . Τοιαύται στιγμαί είνε ανώτεραι περιγραφής . Τούτο μόνο να έβλεπε κανείς. Έξωθεν του διοικητηρίου τα φέσια σχισμένα απετέλουν στίβον… >>.
Στη συνέχεια υπήρξε μέλημα για την συγκέντρωση των Τούρκων αιχμαλώτων η κατάσταση των οποίων ήταν οικτρά, δείχνοντας ότι αντιστάθηκαν μέχρις εσχάτων.
<< Οικτρό θέαμα . Φάσματα εκ της πείνας δεν ηδύνατο κανείς να σταθεί όρθιος . Έπιπταν κάτω λέγοντες αμάν σου (αμάν νερό). Του έρριπτες λίγο νερό εις το στόμα με το παγούρι και ανέζη .
Έφτασαν ξένοι ανταποκριταί, στρατιωτικοί ακόλουθοι , κυρίαις , οι πρίγκηπες και όλοι εμοίραζαν σε αυτούς διάφορα εδώδιμα. Τους συνοδεύσαμεν κατόπιν εις την λίμνην να πάρουν ύδωρ. Εις το άκρον της λίμνης άλογα θνησιμαία , αίματα , ακαθαρσίαι και αυτοί έπινον από τον βόρβορον αυτόν ως ζώα με το στόμα. Ασθενείς μη δυνάμενοι να κινηθώσιν θα είχον 3 ημέρας χωρίς ύδωρ. Αν κανείς παρέμενε, τον ήρπαζον τα παιδάκια και τον έφερον σύρνοντα με ενθουσιασμό, ότι μας προσέφεραν υπηρεσίαν λέγοντα: αυτός σας έφυγε και τον πιάσαμε >>.
Η ΠΟΡΕΙΑ ΠΡΟΣ ΒΟΡΕΙΟ ΗΠΕΙΡΟ
Αφού έμειναν μερικές μέρες στα Γιάννενα στη συνέχεια ανηφόριζαν για βορειότερα , όπου πτώματα Τούρκων μαζί με άλογα κείτονταν άταφα κατά την φυγή τους …
<< Καθ’ οδόν δεξιά και αριστερά καθ’ όλην τη πορεία πτώματα Τούρκων, ήσαν των υποχωρούντων , ους οι χωρικοί μη δυναμένους εκ της πείνας να προχωρήσωσιν αποτελείωναν … >>.

Η πορεία ήταν συνεχής προς Κακαβιά , Δέλβινο και άλλες περιοχές της Β. Ηπείρου όπου το ελληνικό στοιχείο τους καλοδεχόταν, ενώ εντύπωση έκαναν στον παππού μου και οι γυναίκες της περιοχής τις οποίες χαρακτηρίζει ως καλλονές ... Οι εναπομείναντες Τούρκοι στρατιώτες αλλά και πολλοί Αλβανοί κάτοικοι της περιοχής υποχωρούσαν συνεχώς, έτσι οι στρατιώτες όχι μόνο δεν έδιναν μάχες , αλλά έβρισκαν χιλιάδες εγκαταλελειμμένα αρνιά και πρόβατα , με αποτέλεσμα να γεμίσουν και με το παραπάνω οι κοιλιές… Εκείνες τις ημέρες πολλοί ήλπιζαν ότι ο πόλεμος θα τελείωνε , όμως από εφημερίδες μάθανε ότι τα πράγματα με τους Βουλγάρους δεν είναι καλά. Αλλά και μετά την δολοφονία του βασιλιά Γεωργίου , στην αρχή η μονάδα του παππού νόμιζε ότι θα ήταν αυτή που θα πήγαινε στην Αθήνα σαν τιμητικό άγημα και όλοι χαρήκαν, αλλά τελικά θα πηγαίνανε άλλοι , το ελληνικό δαιμόνιο (ο ανθυπολοχαγός Γεωργίου) αμέσως έφτιαξε ποίημα που το τραγούδαγε όλη η μονάδα:
<< Εμείς καλά καθόμαστε κοντά στους Γεωργουτσάδες ,
δίχως έγνοια στο μυαλό , και στη καρδιά μπελάδες ,
οπότε μια διαταγή για τη βασιλική
κηδεία , στη πρωτεύουσα τρεχάτε βιαστικοί
Γέλοια , γλέντια και χαραίς , το επίσημο γραφτό,
Και καθένας απορεί με το ξαφνικό αυτό.
Την άλλη μέρα φθάσαμε στις δύο στο Δελβίνο
Που κελαδούν οι βάτραχοι και μαύρο έχει φίνο
Κι από την βία την πολλή, που λεν για τη μαμμή
Έκατς η Μεραρχία μας λεχώνα στη στιγμή.
Για τας Αθήνας έφυγε η Τετάρτη Μεραρχία
Και η δική μας έμεινε εις του λουτρού τα κρύα .
Λύπες πόνοι και καημοί . Αχ κ’ βαχ και βογγητό
Και καθένας απορεί πως το πάθαμε αυτό … >>.
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΗΝ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ
Η αναχώρηση για Μακεδονία έγινε στις αρχές Απριλίου με πλοίο, οπότε όταν αυτό έφτασε στον Άραξο , πάλι οι εξ Αχαΐας καταγόμενοι προέτρεπαν να αλλάξει ρότα φωνάζοντας αυτή τη φορά << δεξιά καπετάνιε !! >> όμως για μια ακόμη φορά ο καπετάνιος τους αγνόησε… Φτάνοντας στον Ισθμό πολλοί λέμβοι είχαν περικυκλώσει το πλοίο και παρά την απαγόρευση επικοινωνίας , πολλοί ρωτούσαν διάφορα για τους οικείους τους, ενώ υπήρχαν πολλά συγκινητικά επεισόδια και λιποθυμίες. Η αποβίβαση στη Θεσσαλονίκη έγινε στις 10 Απριλίου και από εκεί για Ασβεστοχώρι. Οι μέρες πέρναγαν συνήθως με γυμνάσια το πρωί και ελεύθερο το απόγευμα. Ενώ αρκετοί που έπαιρναν ημερήσιες άδειες ξεχνούσαν να επιστρέψουν είτε μένοντες στην Θεσσαλονίκη , είτε καταφεύγοντες στα Νοσοκομεία… Όμως οι συμπλοκές στο Παγγαίο με τμήματα του Βουλγαρικού στρατού δημιουργούν ανησυχίες, αφού οι περισσότεροι αντιλαμβάνονται ότι επίκειται και νέος πόλεμος.
Έτσι η μονάδα του παππού μετακινείται προς την περιοχή του Λαγκαδά για να φτιάξει φυλάκια στα χωριά Κελεπί και Στεφανιά απέναντι από τις βουλγαρικές προφυλακές. Οι μέρες περνάνε με την δημιουργία οχυρωματικών έργων και προχωμάτων , ενώ εκείνες τις ημέρες ενσωματώθηκε στις μεραρχίες και η κλάση του 1912 καλύπτοντας τα κενά που είχαν. Αρκετοί Τούρκοι κάτοικοι της περιοχής ερχόντουσαν και έλεγαν << Ρουμ ασκέρ καλό –Μπουλγκάρ γιοκ , γιαταγάν >> ευχαριστώντας τους για την συμπεριφορά του στρατού σε αντίθεση με αυτή των Βουλγάρων. Ενώ ορισμένοι είχαν και την πρώτη επαφή με Βούλγαρους στρατιώτες που έλεγαν ότι ούτε αυτοί ήθελαν τον πόλεμο και να κρεμαστούν οι Βενιζέλος και Γκέσωφ …
Αλλά στο στρατό γίνονταν και μαθήματα ιστορίας, μαθαίνοντας έτσι οι φαντάροι για τον Βασίλειο Βουλγαροκτόνο , τον Κρούμμο και για αθλιότητες των Βουλγάρων κομιτατζήδων ώστε να εξάπτεται ο πατριωτισμός των στρατιωτών…. Αλλά και προς ξεκούραση των μονάδων, αυτές εναλλάσσονταν σαν προφυλακές . Στις 17 Ιουνίου εδόθη διαταγή για επιφυλακή. Το απόγευμα άκουσαν πυροβολισμούς στην πόλη της Θεσσαλονίκης που όταν γενικεύθηκαν, αντιλήφθηκαν όλοι ότι ο πόλεμος άρχιζε ξανά. Το σύνταγμα του παππού μου παρέμενε επιφυλακή έξω από την πόλη ενώ παρακολουθούσαν τι γινόταν μέσα σε αυτή. Τελικά το Βουλγαρικό σώμα παραδόθηκε :
<< Κατά την χαραυγήν ηκούσθησαν πάλιν αραιοί πυροβολισμοί και συχνότεραι βόμβαι. Είχον παραδοθεί κατά την νύκτα όλαι οι φρουραί και ανθίσταντο μόνον οι εν τη Εμπορική σχολή μαθηταί ! κομητατζήδες. Τέλος δύο κανονιοβολισμοί εκ του φρουρίου εκρήμνισαν το κτίριον , εισήλθον οι Κρήτες χωροφύλακες και έσφαξαν όλους , διότι ούτοι είχον φονεύσει 2 χωροφύλακας και 2 στρατιώταις ανθιστάμενοι απεγνωσμένως >>.
Ο Β’ ΒΑΛΚΑΝΙΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ

Η πρώτη μάχη του Κιλκίς είναι η πλέον σκληρή και οδυνηρή για τον ελληνικό στρατό ,αφού τα βουλγαρικά πυροβόλα θέριζαν τους φαντάρους σαν στάχυα, γεγονός που ανάγκασε ορισμένες μονάδες ακόμη και να υποχωρήσουν. Τελικά όμως χάρις την αυτοθυσία πολλών αξιωματικών και στρατιωτών αλλά και την κάλυψη του πυροβολικού , υπήρξε προέλαση :
<< Εις πυροβολισμός ηκούσθη και αμέσως πυρ ομαδόν. Ήρχισε να φωτίζη η ανατολή, ημείς έχοντες όπισθεν μας το φως δεν εβλέπομεν , αυτοί τουναντίον έβλεπον τους κινουμένους ημέτερους όγκους και φυσικά δεν επήγε χαμένο κανένα βλήμα. Με τον πρώτο πυροβολισμό ανεκατεύθημεν έως ότου δε αραιώσουμεν και καταλάβουμε μέρος εις την κορυφή λόφου , όπου ήτο σιταροκαλαμιά , αυτοί έρριψαν 4-5 πυρά ομαδόν και επηδούσαμε σαν κοκορόπουλα.
Αυτή την στιγμή θα είχομεν πλέον του 1/3 της δυνάμεως απωλείας. Ενώ έκαστος προσεπάθη να προκαλυψθεί και επυροβολούμεν εις τον αέρα, έφθασαν οι του τρίτου τάγματος με εφ όπλου λόγχη αλλαλάζοντες και φωνάζοντες εμπρός –εμπρός.
Ανεκατεύθησαν οι λόχοι και οι μεν τολμηρότεροι προυχώρουν οι δε άλλοι επροχώρουν βραδέως πυροβολούντες.
Έπαυσε το πυροβολικόν βάλον , διότι αι οβίδαι έπιπτον επάνω μας. Εστήθησαν τα πολυβόλα και έβαλον δίδοντα θάρρος.
Οι Βούλγαροι των πρώτων χαρακωμάτων πτοηθέντες έφευγον. Μετά ένα τέταρτον όλοι οι λόφοι εγέμισαν στρατόν, ώστε δεν διέκρινε τις ποιοι ήσαν οι δικοί μας και ποίοι εχθροί. Ούτω προελαύνοντες κατελάβομεν το εν μετά το άλλο 7 χαρακώματα φθάσαντες κατόπιν του μεγάλου τετραγώνου χαρακώματος .
Εκεί πλέον το πυρ του εχθρού θέριζε κυριολεκτικώς και η προέλασις σταμάτησεν >>.
Τότε οι Βούλγαροι βγαίνοντας από τα χαρακώματα επιχειρούν αντεπίθεση, συνεπικουρούμενοι από ιππικό αλλά και ένα αεροπλάνο , όμως η επίθεση τους αποκρούστηκε με αυτοθυσία , προκαλώντας τους μάλιστα μεγάλες απώλειες, γεγονός που τους ανάγκασε να εγκαταλείψουν τα οχυρώματα αλλά και την ίδια την πόλη του Κιλκίς.
<< Φαίνεται ότι ελογάριαζαν να μας ρίξουν στη θάλασσα. Τους υπολογισμούς αυτούς όμως είχε υπόψη το 3ο Σύνταγμα το οποίο τοποθετημένο δεξιά καιροφυλακτούσε επιφέροντας μεγάλη θραύση στον εχθρό . Τρεις φορές όρμησε το βουλγαρικό ιππικό εναντίον τους και τρεις φορές απεκρούσθη. Όσοι δε από αυτούς εξήλθον των χαρακωμάτων ουδείς εσώθη. Εσταμάτησαν λίγο το πυρ προς τον τομέα μας ανεσηκώθημεν και είδομεν το 3ο Σύνταγμα πεζικού προελαύνον προς το τετράγωνο χαράκωμα. Είχε γενικευθή η υποχώρησις και κατά τις 11 , η 4η Μεραρχία ήτο εντός της πόλεως , καπνός δε ανεφαίνετο έως εδώ των πυρπολούμενων οικιών… >>.
Η χαρά για την κατάληψη ήταν μεγάλη , όμως επισκιάστηκε από τις απώλειες που ήταν τρομακτικές.
<<…Κατηρχόμεθα προς τα κάτω , ότε ευρίσκομεν τραυματισμένον βαρέως φύλον μας στρατιώτη Τριανταφύλλου , τον οποίον ετοποθετήσαμεν εντός αντισκήνου και μετά κόπον μιας ώρας τον μετεφέραμεν κάτω εις τον μύλον , όπου υπό των δένδρων ηλλάλαζεν το πλήθος των τραυματιών . Εκατοντάδες πληγωμένοι ηκρωτηριασμένοι επλήρουν με γόους τον αέραν . Ποίον να πρωτοπεριποιηθώσιν οι ολίγοι ιατροί και νοσοκόμοι . Συνετάχθη το Σύνταγμα πλησίον του Σαρίκιοι εις τον ποταμόν και εφαίνετο ο εις λόχος. Λοχίας ήτο διοικητής λόχου , διότι εκ των 44 αξιωματικών 9 εφονεύθησαν και 27 ετραυματίσθησαν …>>.
Τότε και ο στρατιώτης Λινάρδος προήχθη σε Δεκανέα …

στα στενά της Κρέσνας...
Προς επιβεβαίωση των λεγομένων των προηγούμενων Τούρκων και οι εδώ Τούρκοι παρείχαν βοήθειες στο ελληνικό στρατό σαν ανιχνευτές ,στις μεταφορές ζώων κλπ μιλώντας με τα χειρότερα λόγια για τους Βουλγάρους. Πάντως και από ελληνικής πλευράς δεν απεφεύχθη το πλιάτσικο και ο πυρπολισμός βουλγαρικών οικιών αλλά και οι εκτελέσεις ατόμων που είτε θεωρούντο πληροφοριοδότες του εχθρού είτε κομιτατζήδες. Μετά την Δοϊράνη από λάθος , ελληνικό πυροβολικό βάραγε Έλληνες και όταν το έμαθαν οι επικεφαλείς αξιωματικοί του πυροβολικού , μόνο που δεν αυτοκτόνησαν. Πηγαίνοντας προς Στρώμνιτσα από τα 78 χωριά της περιοχής μόνο 7 ήταν ελληνικά και ορισμένα ακόμη τουρκικά τα άλλα ήταν βουλγαρικά , έτσι όταν υπήρχε έλλειψη τροφής , παίρνανε άφοβα ότι υπήρχε στα χωριά αναπληρώνοντας τις ελλείψεις …. Η περαιτέρω προώθηση γινόταν χωρίς μεγάλη βοήθεια από το πυροβολικό , αφενός μεν γιατί αρκετά είχαν βγει εκτός μάχης , αφετέρου επειδή πολλά γεφύρια ήταν χαλασμένα , γεγονός που δυσκόλευε την μεταφορά όσων είχαν απομείνει. Παράλληλα οι συνεχείς πορείες αλλά και το δύσβατο της περιοχής δημιουργούσαν αρκετά προβλήματα που αυξάνονταν και από την έλλειψη πειθαρχίας ορισμένων…
<< Εβαδίζομεν ή μάλλον εκυλούσαμεν δια μικρών δυσβάτων δρόμων με ένα Τούρκο οδηγό , άλλοτε κατεβαίνοντες 1000 μέτρα και άλλοτε ανεβαίνοντες 500, κατ΄άνδρα διεκόπτετο δε η φάλαγξ , φωναί , αλτ εκοπήκαμεν , Μόλις εγίνετο ωριαία στάσις έπεφτον όλοι ξεροί και εχρειάζοντο κλωτσιές να ξεκινήσουν. Εφώναζον , δεν ήτο δυνατόν να εννοήσουν τέλος ότι δεν έπρεπε να θορυβούν. Πολλά επάθαμεν κατά τους δύο πολέμους , αλλά ως Ρωμαίοι το στόμα δεν το εκλείομεν … >>.
Στο σημείο εκείνο και ενόψει νέων επιθέσεων , έφτασαν και οι κλάσεις του 1913 που ενσωματώνονταν στις μονάδες. Προσεγγίζοντας το Πετρίτσι , έγινε γνωστό ότι εμφανίστηκαν κρούσματα χολέρας. Ο στρατός εφαρμόζοντας εντολές προχωρούσε , έτσι υπήρχε μια σύγχυση , γιατί άλλες μονάδες έμεναν ποιο πίσω όπως και ο ανεφοδιασμός , έτσι όταν τους έλεγαν μην τρώτε φρούτα για το φόβο της χολέρας αυτοί έλεγαν :
<< Καλλίτερα από χολέρα παρά από πείνα >>. Εκεί έγινε γνωστό ότι μεγαλύτερο πρόβλημα χολέρας είχε και ο βουλγαρικός στρατός.
ΒΑΘΕΙΑ ΣΤΟ ΒΟΥΛΓΑΡΙΚΟ ΕΔΑΦΟΣ
Επόμενος προορισμός τα παλαιά Βουλγαρικά σύνορα , όμως η διέλευση από τα στενά της Κρέσνας είχε πολλές δυσκολίες. Μία από αυτές ήταν πως θα περνούσαν τα οχήματα με τα ελληνικά πυροβόλα , αφού υπήρχαν κενά και το εχθρικό πυροβολικό που είχε υπολογίσει την απόσταση, ήταν έτοιμο να διαλύσει κάθε απόπειρα μεταφοράς. Τελικά όμως η διέλευση ήταν επιτυχής , γεγονός που έδωσε την δυνατότητα κατάληψης και της Κρέσνας από τον Ελληνικό στρατό.
<< Αι οβίδες του εχθρού είχον σκάψει την οδόν . Ουδείς πυροβολάρχης ετόλμα να πράξη τούτο. Ο Λοχαγός Ηλιάδης ετόλμησε. Το πρώτο όχημα ξεκίνησε. Εδέχθη πλέον των 100 οβίδων , εμπρός, οπίσω, δεξιά, αριστερά, αλλ’ όμως έφθασε και αμέσως στήθηκε βάλλοντας επιτυχώς. Ούτω το εις μετά το άλλο και τα 8 οχήματα της πυροβολαρχίας έφθασαν, πλην ενός του οποίου εφονεύθησαν οι ίπποι και δύο ελάται. Το εύστοχον πυρ του πυροβολικού μας εσίγησεν τα εχθρικά τα οποία την νύκτα εκυριεύθησαν >>.
Μια πρόσκαιρη ηρεμία έδωσε την δυνατότητα στους φαντάρους να ασχοληθούν με το ψειροκυνήγιον, αλλά και με το μάζεμα φρούτων . Επόμενος σταθμός η Τζουμαγιά , όμως όπως και τις προηγούμενες μέρες κατά την διάρκεια της πορείας δεν έλειπαν οι δυσκολίες και τα ευτράπελα ιδιαίτερα τη νύχτα.
<< Προπορευόταν ο Τούρκος οδηγός με τον Ταγματάρχη. Ακολουθούσε ο ιπποκόμος Εγώ εκράτουν την ουρά του ίππου οι άλλοι τρεις σύνδεσμοι κατόπιν και οι λόχοι ο εις τον μανδύαν του άλλου. Σκότος πυκνότατον. Έσβυνε το κερί. Αλτ έχανε ο οδηγός τον δρόμον. Ψάξετε που βλέπετε δρόμο. Εφώναζον όπισθεν , εκοπήκαμε . Αι στου διάουλου ελάτε κουντά , ήταν η απάντησις. Πολλοί έχασαν τα πηλίκια τους , εν οις και ο Ανθυπολοχαγός Διαμπέσης , τα οποία λόγω του σκότους δεν ηδύνατο να ανεύρωσι. Ούτω μετά μαρτυρικήν πορείαν , πίπτοντες , κτυπώντες επί των δένδρων , εξήλθομεν μετά τρεις ώρας του δάσους και περί την 1μμ. Εφτάσαμεν εις ανοικτόν και άδενδρον μέρος >>.
Φτάνοντας στο απώτατο σημείο προέλασης στη Τζουμαγιά , υπήρχαν κενά αλλά και μια έλλειψη αλληλοκάλυψης των τμημάτων αφού άλλα ήταν μπροστά και άλλα πίσω. Ενώ ορισμένες Μεραρχίες όπως η 4η είχαν και έλλειψη πυρομαχικών. Παράλληλα ο Βουλγαρικός στρατός εκμεταλλευόμενος και την Σερβική αδράνεια , μετέφερε στρατεύματα από το Σερβικό μέτωπο , έχοντας έτσι την δυνατότητα να εξαπολύσει αντεπίθεση , γεγονός που δημιούργησε αρκετά προβλήματα στον ελληνικό στρατό και ιδιαίτερα στις μεραρχίες 3η και 7η . Μάλιστα σε ένα σημείο ήταν γραμμένο σε ελληνικά << προχωρείτε άτιμοι μέχρις ενός σημείου και θα σας πάμε ασφαλής στην Αθήνα >> το οποίο και εσχολιάζετο ειρωνικώς. Για την Σερβική αδράνεια αλλά και τα προβλήματα που αντιμετώπισαν ορισμένες ειδικά Μεραρχίες ο Παππούς είχε την δυνατότητα να ενημερωθεί σε συνομιλίες που είχε με άλλους φαντάρους μετά την ανακωχή , γράφοντας χαρακτηριστικά :
<< Περί την 10ην ανεχωρήσαμεν διευθυνόμενοι Β.Δ. Είδομεν Τάκη Παπαδέλον, Σπυρόπουλον , Ανθυπολοχαγούς πυροβολικού των πυροβολαρχιών , αίτινες μετά 12 ημέρας κατώρθωσαν να ανέλθουν την εσπέραν της ανακωχής εις το ύψωμα 1900, μας διηγούντο πολλά και ότι αν κατέφθανον την μεσημβρίαν της 17ης ασφαλώς θα τους πηγαίναμεν στην Σόφιαν.
Ηρωτήσαμεν που είνε οι σύμμαχοι Σέρβοι και μας έδειξαν βουνόν απέχον 25-30 χιλιόμετρα . Τότε εμάθαμεν ότι αυτοί έμενον εις Κιουστενδίλ , ότι ουδένα σύνδεσμον είχον μετά της 3ης , ότι το μέρος μεταξύ αυτών και της 3ης , 20 περίπου χιλιόμετρα είτο κενόν , οπόθεν ο εχθρός κατελθόν προς Μπέροβα περιεκύκλωσε την 3ην ήτις είχε καταλάβει τας κλιτύας του όρους εις την γραμμήν +++ (στο ημερολόγιο υπάρχει και χάρτης με διάφορες σημειώσεις για τις θέσεις των Μεραρχιών) και ότι ο Βασιλεύς εμέμφθη τους συμμάχους επί ολιγωρία, καθ’ όσον διεδίδετο ότι υπεσχέθησαν εις την Ρωσσίαν να μην προχωρήσωσιν πλέον και οι Βούλγαροι ασφαλείς πλέον μετέφεραν απέναντι μας όλας τας δυνάμεις των.
Εμάθαμεν επίσης ότι η 7η ερχόμενη εις ενίσχυσιν της 6ης εκινδύνευσε να περικυκλωθεί υπό του εχθρού κατερχόμενον εις Νευροκόπι , ότι ηχμαλωτίσθησαν τα μεταγωγικά της όλα και αυτή μετά δεινόν αγώνα ήνοιξε δίοδον προς τα οπίσω, αφού εις βάραθρον εκρήμνισαν κάρρα , αποσκευάς κλπ. και ότι ημείς δεν εφεύγομεν για την Αθήνα , όπως μας έλεγον , αλλ’ ότι μετεβαίνομεν εις το αριστερόν της 3ης >>.
Η 2η Μεραρχία όπως και ο υπόλοιπος στρατός θα αντιμετώπιζε ισχυρές εχθρικές δυνάμεις. Μάλιστα ένας Βούλγαρος αιχμάλωτος αξιωματικός ανέφερε ότι το τάγμα του παππού μου θα είχε απέναντι του ολόκληρη Μεραρχία που είχε έρθει από το Σερβικό μέτωπο. Έτσι η τελευταία μάχη στις 17 Ιουλίου δεν ξεκινούσε με καλούς οιωνούς.
<< Τα Βουλγαρικά πολυβόλα και τηλεβόλα άρχισαν να βάλλουν , φάλαγγες δε μέχρι και από το όρος άρχισαν να κατέρχονται. Οι ημέτεροι ανθίσταντο >>.
Όμως η έλλειψη ενισχύσεων είχε ως συνέπεια να αυξάνει η πίεση με αποτέλεσμα οργανωμένη πάντως υποχώρηση υπό ραγδαία βροχή…
<< Οι Βούλγαροι είχαν επιχειρήσει γενική έφοδο δια σαλπίγγων εξ όλων των σημείων. Επλησίασεν ο εχθρός κυκλωτικώς , ότε οι λόχοι υπεχώρησαν. Τραυματίαι κατέφθανον σωρηδόν λέγοντες όλοι μια φράση , μας έρρεψαν. Εκτεθειμένα τα πυροβόλα του εχθρού έβαλλον. Τα δικά μας ουδαμού εφαίνοντο. Τα δύο τα οποία είχομεν εστήθησαν αλλά με την πρώτη βολή το εν εβλήθη υπό εχθρικής οβίδας και κατεστράφη, το δε άλλο έχων 70 οβίδας έριχνε από ώρας εις ώραν.
Το 3ο Τάγμα είχε υποστεί αληθή πανωλεθρία , ιδίως υπό του πυροβολικού είχε φονευθεί ο Ταγματάρχης Τσιριγώτης και οι περισσότεροι αξιωματικοί. Χάρις εις την καλή διοίκηση του λοχαγού Φαληρέα τα τμήματα του λόχου μας υπεχώρουν κανονικώς και με ολιγωτέρας απώλειας του 4ου >>.
Όμως η γενναιότητα των ανδρών αλλά και ο ερχομός ενισχύσεων ανέτρεψε τελικά τα δεδομένα.
<< Ο εχθρός ολονέν προυχώρει. Επεχείρησε κύκλωση. Τότε Ανθυπίατρος αρχηγός μοίρας Νοσοκομείου παρέταξε υπηρέτας ,νοσοκόμους , μεταγωγικούς με γκράδες και όλους τους μετόπισθεν και εσταμάτησε την προέλασιν. Κρίσιμος η θέσις μας από της 12ης έως της 3ης μμ. Και η υποχώρησις αδύνατος.
Κατέφθασε τέλος πυροβολαρχία ορειβατική , ήτις με τα πρώτας βολάς εσίγησε τα εκτεθειμένα πυροβόλα του εχθρού. Μόλις έπαυσε το εχθρικόν πυροβολικόν ανέλαβον θάρρος οι ημέτεροι και τότες επροξένησαν καταστροφή εις τον εχθρόν τοιαύτη , ώστε μετά την ανακωχήν η ουδετέρα γραμμή ωρίσθη ο χείμαρρος δ-τ ( σε χάρτη όπου αναλύει την βουλγαρική επίθεση αλλά και την ελληνική αντεπίθεση της τελευταίας μάχης ) >>.
Όπως φαίνεται και από τα γραφόμενα στο ημερολόγιο υπήρξε μεν πρόβλημα και υποχώρηση αλλά όχι και κίνδυνος διάλυσης του στρατού όπως διατείνονται αρκετοί , ενώ ορισμένες Μεραρχίες όπως η 2η κατάφεραν τελικά να αντεπιτεθούν ανακαταλαμβάνοντας μέρος του χαμένου έδαφος .
Μάλιστα στο ημερολόγιο αναφέρεται και επιστολή του διοικητή της 4ης Μεραρχίας Μοσχόπουλου στην οποία τονίζεται η συνδρομή που του παρέσχε η 2ης Μεραρχία, γεγονός που έδωσε και στη δική του Μεραρχία την δυνατότητα αντεπίθεσης.
<< Τα δε εμπλεκόμενα τμήματα προσβληθέντα δι’ αντεπιθέσεως κατά πλευρόν και βαλλόμενα δι’ αποτελεσματικού πυρός πυροβολικού εκ των έμπροσθεν του δεξιού πλευρού και των νώτων αντέσχον ερρωμένως χάρις εις την έγκαιρον επέμβασιν της 2ης Μεραρχίας , αντεπεξήλθεν νικηφόρως κατά της πλευρικής ταύτης επιθέσεως.
Παρέσχεν ούτω εις την 4ην Μεραρχίαν ευκαιρίαν να εκτοπήση τον εχθρόν εκ σειράς διαδοχικών σημείων φύσεως οχυρωτάτων και τελείως αμυντικώς καταρτισμένων >>.
Η ΑΝΑΚΩΧΗ ΚΑΙ Η ΑΠΟΣΤΡΑΤΕΥΣΗ
Την επόμενη ημέρα 18 Ιουλίου ανακοινώθηκε η πολυπόθητη ανακωχή , έτσι μέσα σε κλίμα χαράς και αφού ορίστηκε η ουδέτερη ζώνη μεταξύ των δύο πλευρών , πολλοί βρήκαν την ευκαιρία να πλυθούν στα ποτάμια αλλά και να απαλλαχθούν από πολλές ψείρες που είχαν αυξηθεί επικίνδυνα ...
<< Υπό σχετικόν ήλιον εβγάλαμεν τα υποδήματα μας , έπειτα από δέκα – πείτε ημέρας εξεδύθημεν και ετινάξαμεν το πλήθος των ψειρών , αίτινες ένεκα του ιδρώτος και των βρωμούντων ενδυμάτων μας ανέβαιναν εις τον λαιμόν , όπως τα μυρμήγκια εις το δένδρον… >>.
Τον Αύγουστο όταν έγιναν γνωστά τα νέα ελληνικά σύνορα υπήρξε υποχώρηση του στρατού προς τα ελληνικά εδάφη και μαζί έρχονταν οι κάτοικοι των ελληνικών χωριών (όπως η Στάρσοβα) για να μην μείνουν υπό βουλγαρική διοίκηση , καίγοντας τα σπίτια και τις περιουσίες τους. Για το στρατό ή έξοδος από τα βουνά στη πεδιάδα φάνηκε σαν η έξοδος από τον Άδη στη γη.
Όμως λόγω των προβλημάτων με την Τουρκία η αποστράτευση δεν ερχόταν , ενώ κάποια τμήματα Ευζώνων στη Θες/νίκη στασίασαν . Ακούγοντας αυτό ορισμένοι Κρητικοί πήραν τα όπλα μεταβαίνοντες στον Μέραρχο ζητώντας και αυτοί απόλυση. Μάλιστα σύμφωνα με τον Παππού μου από την μερική αποδιοργάνωση του στρατού επωφελήθηκαν οι Τούρκοι που είχαν ανακαταλάβει την Αδριανούπολη και ήθελαν να προχωρήσουν περισσότερο, γεγονός που δημιουργούσε φόβους για τρίτο πόλεμο.
Όμως παρά την αγωνία όλοι τόνιζαν
<< Πόλεμος και με τα δόντια , παρά να μας ρεζιλεύουν οι παλιότουρκοι >>.
Το γεγονός αυτό ανέβαλε και την αποστράτευση , παρατείνοντας την διαμονή τους σε μέρη της Ανατολικής Μακεδονίας . Πάντως η αφθονία τροφίμων αλλά και η προθυμία των κατοίκων έκαναν την διαμονή τους λιγότερο δυσάρεστη.
Τελικά η αγωνία έλαβε τέλος αφού την 1η Νοεμβρίου έφτασε τηλεγράφημα που γνωστοποιούσε την υπογραφή συμφωνίας. Ύστερα από αυτό μπορούσε να ξεκινήσει η γενική αποστράτευση. Έτσι οι μονάδες ξεκίνησαν τον δρόμο της επιστροφής με πρώτο προορισμό την Θεσσαλονίκη . Στη διαδρομή έγιναν μάρτυρες σκληρών εικόνων αφού άγρια ζώα είχαν ξεθάψει τους τάφους των νεκρών Βουλγάρων στρατιωτών…
<< Πριν φθάσωμεν στο Λαχανά εκατέρωθεν της οδού είχον χώση με ολίγον χώμα τους Βουλγάρους νεκρούς , τους οποίους άγρια ζώα είχον ξεχώση και ενεποίουν φρίκην , πτώματα μισολυωμένα , σάρκες εις τα οστά. Πηλίκια των φευγόντων Βουλγάρων , φυσίγγια κλπ σωρηδόν >>.
Το πρωί της 6ης Νοεμβρίου έφτασαν έξω από τη Θεσσαλονίκη , αναμένοντας τα πλοία όταν είδαν από μακριά ένα << κουραμπιέ >> στρατιώτη που ήρθε να δει τους δικούς του. Τότε με προτροπή του λοχαγού Φαληρέα όλη η μονάδα άρχιζε να φωνάζει : << ου , ου , κουραμπιέ ! κουραμπιέ ! >>.
Με τον στρατιώτη να θέλει να τον καταπιεί η γη…
Ο Παππούς με λιτό και γλαφυρό τρόπο εξηγεί τους λόγους της αποδοκιμασίας.
<< Στρατιώτης συ, Στρατιώτης και αυτός. Συ πολεμιστής , γυμνός , πειναλέος , εψωριασμένος , ταλαιπωρημένος και αυτός σιδερωμένος του κουτιού ήλθε με την καρότσα , να μη λερώση τα υποδήματα του …>>.
Οι στρατιώτες αφού αγόρασαν κάποιο ενθύμιο , επιβιβάστηκαν στο πλοίο για Πειραιά. Όταν έφτασαν στο κύριο λιμάνι της χώρας , τα εκεί πλοία αλλά και τα εργοστάσια εσφύριζαν , οι δε άνθρωποι επί των πλοίων είχαν βγάλει τα μαντίλια χαιρετώντας και ζητωκραυγάζοντας.
Στη συνέχεια με πορεία και κάτω από τις ειλικρινείς ζητωκραυγές του κόσμου ανέβηκαν διαμέσου της οδού Πειραιώς στην Ομόνοια και από εκεί διαμέσου της Σταδίου και της Κηφισίας (σημερινή Βασιλίσσης Σοφίας) κατέληξαν στους στρατώνες.
Πηγή

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Το ιστολόγιο δεν υιοθετεί και δεν φέρει καμία ευθύνη για τα σχόλια των αναγνωστών του. Πλέον, οι αναγνώστες μπορούν να σχολιάζουν με το λογαριασμό τους στο facebook ή με λογαριασμούς από τα υπόλοιπα κοινωνικά δίκτυα. Τα ανώνυμα σχόλια θα παραμείνουν κλειστά όσο υπάρχουν άτομα που κρύβονται πίσω από την ανωνυμία για να προβοκάρουν και να επιτεθούν σε άλλους σχολιαστές για να επιβάλλουν τις απόψεις τους.