Τετάρτη 14 Ιανουαρίου 2015

ΕΛΛΗΝΙΚΟΙ ΜΥΘΟΙ… Η Πυγμαχία του Oδυσσέα με τον ζητιάνο Ίρο


ΕΛΛΗΝΙΚΟΙ ΜΥΘΟΙ… Η Πυγμαχία του Oδυσσέα με τον ζητιάνο Ίρο

Tο βραδάκι, έφτασε στο παλάτι ο γνωστός στην Iθάκη ζητιάνος Ίρος, που ενοχλήθηκε από την παρουσία του άλλου «ζητιάνου» και επιχείρησε να τον διώξει. O Oδυσσέας όμως διεκδίκησε τη θέση του κι εκείνος τον προκάλεσε να παλέψουν. O Aντίνοος θεώρησε την πάλη τους ευκαιρία για διασκέδαση, όρισε μάλιστα και έπαθλο για τον νικητή μια ψημένη γιδοκοιλιά και το αποκλειστικό δικαίωμα της ζητιανιάς στο παλάτι. Mαζεύτηκαν λοιπόν όλοι γύρω τους και παρακολουθούσαν το θέαμα.

O Oδυσσέας κέρδισε τον αγώνα με το πρώτο χτύπημα και δέχτηκε τα δώρα των μνηστήρων και την ευχή να του δώσει ο Δίας «ό,τι καλύτερο ποθεί».6 O Aμφίνομος μάλιστα τον περιποιήθηκε ιδιαίτερα, κι ο «ζητιάνος» τον συμπάθησε και προσπάθησε να τον πείσει να γυρίσει σπίτι του, γιατί ο Oδυσσέας δεν θα αργήσει να νοστήσει, εκείνος όμως βημάτισε μελαγχολικός στην αίθουσα και επέστρεψε στη θέση του.
ΟΜΗΡΟΥ ΟΔΥΣΣΕΙΑ -σ-
Στην ώρα πάνω ήρθε ένας ζήτουλας’ τoν ξέραν στην Ιθάκη,
που γύρνα ολούθε διακονεύοντας, την άπατη κοι πια του’
δε σταματούσε τρώοντας, πίνοντας, κι όμως αντρεία δεν είχε
μηδέ κι ανάκαρα, κι ας έδειχνε τρανή η κορμοστασιά του’
5
Αρναίο τον λέγαν σα γεννήθηκεν, η σεβαστή του η μάνα
τον έβγαλε έτσι, όμως οι νιούτσικοι τον κράζαν Ίρο μόνο,
τι πηγαινόφερνε μηνύματα του κόσμου ολούθε γύρω.
Τώρα να διώξει του ‘ρθε μπαίνοντας απ’ του Οδυσσέα το σπίτι
τον Οδυσσέα τον ίδιον, κι έλεγε βαριά αποπαίρνοντάς τον:
10
«Φεύγα απ’ την πόρτα αλάργα, γέροντα, μη βγεις ποδοσυρμένος!
Δε βλέπεις, όλοι με το μάτι τους μου γνέφουν εδώ μέσα
τραβώντας να σε βγάλω’ ντρέπουμαι και δεν το κάνω ωστόσο.
Μα σήκω, μην αργείς, μην έρθουμε στα χέρια από τα λόγια!»
Ταυροκοιτώντας ο πολύβουλος του μίλησε Οδυσσέας:
15
«Καημένε, εγώ κακό δε σου ‘καμα, κακό δε σου ‘πα λόγο’
δε θα με πείραζε δοσίματα κι αν σου ‘διναν περίσσια.
Μας παίρνει το κατώφλι, ας κάτσουμε μαζί’ δε σου ταιριάζει
για ξένα να ζηλεύεις πράματα’ ζητιάνος δείχνεις να ‘σαι
καθώς εγώ, και βιος οι αθάνατοι θ’ αργήσουν να μας δώσουν.
20
Μα μη μου αντροκαλιέσαι, θέλοντας να χτυπηθείς μαζί μου,
να μη θυμώσω, κι αν και γέροντας, με γαίμα σου γεμίσω
στήθος και χείλια’ κι έτσι θα ‘βρισκα την πλέρια αξεγνοιασιά μου
από ταχιά’ τι δε φαντάζουμαι ξανά στο αρχονταρίκι
πια του Οδυσσέα, που ο ρήγας γέννησε Λαέρτης, να διαγείρεις.»
25
Κι ο Ίρος ο ζήτουλας θυμώνοντας του απηλογήθη κι είπε:
«Ωχού μου, ιδές του βρωμογούρουνου πως πάει ροδάνι η γλώσσα,
ίδια γριάς κοντά στο τζάκι της! Μα αν με τα δυο μου χέρια
του δώκω, συφορά του μέλλεται’ τα δόντια του όλα χάμω
θα του πετούσα απ’ τα σαγόνια του, σα χοίρου που ρημάζει
30
χωράφι ξένο. Ζώσου γρήγορα, να ιδούν και τούτοι τώρα
το πάλεμα μας’ είμαι νιότερος — μαζί μου πως τα βάζεις;»
Ο ένας τον άλλον έτσι ξάγγριζε στο μαγλινό κατώφλι
μπροστά στα τρίψηλα πορτόφυλλα, συμπώντας το θυμό του.
Κι ο Αντίνοος ο τρανός, ακούγοντας το πως μάλωναν, ξάφνου
35
στα γέλια ξέσπασε και φώναξε γυρνώντας στους μνηστήρες:
Αλήθεια, ως τώρα δε μας έλαχε, σύντροφοι, τέτοιο πράμα,
μια τέτοια μέσα εδώ ξεφάντωση’ κάποιος θεός τη στέλνει!
Ο Ίρος κι ο ξένος, δέστε, πιάστηκαν κι αντροκαλιούνται οι δυο τους
στα χέρια να ‘ρθουν. Ας τους σπρώξουμε και μεις να χτυπηθούνε!»
40
Αυτά είπε, κι όλοι τους πετάχτηκαν απ’ τα θρονιά με γέλια,
και γύρω στους ζητιάνους έτρεξαν τους κακοφορεμένους’
κι ο γιος του Ευπείθη, ο Αντίνοος, μίλησε κι αναμεσό τους είπε:
«Έχω να πω ένα λόγο, πέρφανοι μνηστήρες, αγρικατε!
Γιδοκοιλιές στο τζάκι, ψήνουμε, γεμάτες ξίγκι κι αίμα,
45
να ‘χουμε απόψε για το δείπνο μας’ και τώρα από τους δυο τους
ο που θα δείξει δυνατότερος στο τέλος και νικήσει,
όποια κοι πια του αρέσει, μόνος του να σηκωθεί να πάρει’
και πάντα να ‘ρχεται στις τάβλες μας, κι ουδέ κανέναν άλλον
θ’ αφήνουμε δω μέσα ζήτουλα για διακονιά να μπαίνει.»
50
Αυτά είπε ο Αντίνοος, και στο λόγο του μετά χαράς συγκλίναν
με πονηριά κι ο πολυμήχανος τους μίλησε Oδυσσέας:
«Φίλοι, δε γίνεται με νιότερο να πιάνεται ένας γέρος,
που ‘χει τραβήξει τόσα βάσανα’ μα είναι η κοι πια μου τώρα
που με ξεσήκωσε η κακόπραγη — για να με δείρει ετούτος!
55
Ελάτε ωστόσο, αμώστε μου όλοι σας όρκο τρανό, κανένας
πως δε θ’ απλώσει απάνω μου άνομα το χέρι το βαρύ του,
τον Ίρο να συντρέξει θέλοντας, να με καταπονέσει.»
Είπε, κι αυτοί, καθώς τους γύρευε, τον όρκο έδωκαν όλοι-
και μόλις άμωσαν και τέλεψαν τον όρκο, αναμεσό τους
60
είπε ο Τηλέμαχος ο αντρόκαρδος στον Οδυσσέα γυρνώντας:
«Ξένε, αν σε σπρώχνει το κουράγιο σου κι η πέρφανη καρδιά σου
να βγεις μπροστά του, τους επίλοιπους Αργίτες μη φοβάσαι’
με πλήθος θα τα βάλη αντίμαχους όποιος χτυπήσει εσένα.
Εγώ σε φίλεψα στο σπίτι μου! Κι ο Αντίνοος θα συγκλίνει
65
τώρα κι ο Ευρύμαχος στη γνώμη μου, τι έχουν μυαλό κι οι δυο τους.»
Αυτά είπε εκείνος, κι όλοι εσύγκλιναν, μα ως γύρω στ’ αχαμνά του
ζώστη ο Οδυσσέας με τα κουρέλια του, μεριά καλοδεμένα,
χυτά φανέρωσε, και φάνηκαν ώμοι φαρδιοί και στήθη
και δυνατά βραχιόνια’ κι έφτασε κοντά του κι η Παλλάδα
70
και το κορμί σιδεροστέλιωσε μεμιάς του στρατολάτη.
Κι όλοι οι μνηστήρες τότε τα ‘χασαν και βάστισεν ο νους τους,
κι έτσι μιλούσεν ο καθένας τους στο διπλανό γυρνώντας:
«Τέτοια μεριά που ο γέρος έδειξε τραβώντας τα κουρέλια,
τον Ίρο πες τον Ξέιρο, χάθηκε! Γυρεύοντας επήγε!»
75
Εκείνοι τούτα έλεγαν, κι έσπασε του Ίρου η χολή, μα κι έτσι
μεβιάς τον ζώσαν, κι ως τον έφεραν στη μέση εκεί οι υπηρέτες
αλαφιασμένο κι όλες του ‘τρεμαν οι σάρκες στο κορμί του,
τον αποπήρε ο Αντίνοος άσκημα κι αυτά τα λόγια του ‘πε:
«Να πέθαινες, βοΐδομωρόλογε, να μη γεννιόσουν κάλλιο,
80
αν τρόμος σ’ έπιασε και σκιάζεσαι μπροστά σε τούτον τώρα,
το γέρον άνθρωπο, που βάσανα τον έχουν τόσα δείρει.
Πάνω σ’ αυτό κάτι άλλο θα ‘λεγα, που σίγουρα θα γένει:
Αν τούτος δείξει δυνατότερος και σε καταπονέσει,
σε μαύρο πλοίο για την αντίπερα μεριά θα σε φορτώσω,
85
στο ρήγα να σε παν τον Έχετο, τον ανελέητο, μύτη
κι αφτιά να σου θερίσει με άσπλαχνο χαλκό, και τ’ αχαμνά σου
να ρίξει στα σκυ πια ανασπώντας τα, που ωμά θα τα σπαράξουν.»
Είπε, κι αυτόν ακόμα πιότερη τον έκοψε τρομάρα’
κι όπως στη μέση εκεί τους έφεραν, μαζί τα χέρια ασκώσαν
90
κι αναρωτήθη ο θείος, πολύπαθος για μια στιγμή Oδυσσέας,
σωριάζοντας τον μ’ ένα χτύπημα να πάρει τη ζωή του,
για κάλλιο πιο αλαφρά χτυπώντας τον να τον ξαπλώσει μόνο;
Κι αυτό του εκάστη, ως διαλογίζουνταν, το πιο καλό, η χτυ πια του
να ‘ναι αλαφριά, τι θα τον ένιωθαν ποιος είναι αλλιώς οι Αργίτες.
95
Κι ως πήραν φόρα, τον εχτύπησε στον δεξιόν ώμο απάνω
ο Ίρος, μα αυτός στο σβέρκο του ‘δωκε, κάτω απ’ τ’ αφτί, και μέσα
του θρει τα κόκαλα, και γέμισε μεμιάς το στόμα του αίμα.
Μουγκρίζοντας στη σκόνη εκύλησε, και σφίγγοντας τα δόντια
τη γη κλωτσούσε με τα πόδια του. Κι οι αντρόκαρδοι μνηστήρες
100
με σηκωμένα χέρια πέθαναν στα γέλια. Κι ο Oδυσσέας
πήρε απ’ το πόδι και τον έσερνε, κι απ’ την αυλή ως έβγηκε
κι απ’ τις κολόνες της αυλόπορτας, να γείρει τον καθίζει
στο φράχτη απάνω’ κι όπως του ‘δωκε κι ένα ραβδί στο χέρι,
γυρνώντας του ‘πε κι ανεμάρπαστα κινούσε λόγια ομπρός του:
105
«Κάθισε τώρα αυτού κι απόδιωχνε τους χοίρους και τους σκύλους’
σε ξένους και φτωχούς δε γίνεται να κάνεις πια κουμάντο,
τέτοιος χαμένος που ‘σαι, συφορά μη σου ‘ρθει πιο μεγάλη.»
Είπε, και πέρασε στους ώμους του το βρώμικο σακούλι,
που ήταν ολότρυπο κι εκρέμουντάν από σκοινί, και πίσω
110
γυρνώντας στο κατώφλι κάθισε’ γυρνούσαν κι οι άλλοι μέσα
από καρδιάς γελώντας κι άρχισαν να τόνε χαιρετίζουν:
«Ο Δίας μακάρι κι οι άλλοι αθάνατοι να σου χαρίσουν, ξένε,
ό,τι καλό στα φρένα επόθησες και λαχταρά η καρδιά σου,
που έκανες τούτον τον ανέμπληστο να μη γυρνάει στη χώρα
115
να ζητιανεύει πια στ’ αντίπερα κι εμείς γοργά θα πούμε
στο ρήγα να τον παν τον Έχετο, που από σπλαχνιά δεν ξέρει.»
Αυτά είπαν, κι ο Oδυσσέας εχάρηκε για τον καλό το λόγο’
ευτύς ο Αντίνοος μπρος του απίθωσε κοι πια μεγάλη, γαίμα
και ξίγκι ολόγεμη, κι ο Αμφίνομος απ’ το πανέρι επήρε
120
και δυο ψωμιά μπροστά του απίθωσε’ μετά χρυσό ποτήρι
στο χέρι του ‘βαλε, του μίλησε και τόνε χαιρετούσε:
«Γεια σου, πατέρα ξένε, κι άμποτε να καλοριζικέψεις
στα χρόνια που θα ‘ρθούν, τι βάσανα πολλά σε δέρνουν τώρα.»
Τότε ο Oδυσσέας ο πολυκάτεχος του απηλογήθη κι είπε:
125
«Αλήθεια, Αμφίνομε, μου φαίνεσαι περίσσια γνώση να ‘χεις’
τέτοιος κι ο κύρης σου, όπως άκουσα, τρανός και παινεμένος,
απ’ το Δουλίχιο, ο Νίσος, άρχοντας και βαριοκοπαδάρης.
Τέτοιο γονιό έχεις, λεν, και φρόνιμος μου δείχνεις’ θα μιλήσω
λοιπόν κι εγώ, κι εσύ τα λόγια μου στοχάσου κι άκουσε μου:
130
Πλάσμα κανένα από τον άνθρωπο πιο αδύναμο δεν είναι
άλλο στη γης, απ’ όσα πάνω της σαλεύουν κι ανασαίνουν
όσο μαθές βαστούν τα πόδια του και προκοπή του δίνουν
οι αθάνατοι, κακές αργότερα δε βάζει ο νους του μέρες.
Μα κι όντας οι θεοί οι τρισεύτυχοι τον ρίξουν σε τυράννια,
135
και τούτα τα βαστά, με υπομονή καρδιά, κι αθέλητα του.
Κατά που αλλάζει των αθάνατων και των θνητών ο κύρης
την πάσα μέρα, αλλάζει κι ο άνθρωπος στη γης αύτη τα φρένα.
Κι εγώ καλότυχος μου γράφουνταν μες στους ανθρώπους να ‘μαι
μα μ’ έσπρωχναν η αντρεία κι η δύναμη, κι είχα αδερφούς και κύρη,
140
που πλάτες μου ‘καναν, κι αδίκησα κόσμο πολύ’ για τούτο
κανείς ποτέ μη θέλκι με άνομα να καταπιάνεται έργα,
μον’ των θεών τα δώρα αμίλητος να χαίρεται, ό,τι δώσουν.
Και σεις δουλειές να κάνετε άδικες εδώ θαρώ οι μνηστήρες,
το βιος χαλνώντας, τη συντρόφισσα καταφρονώντας κάποιου,
145
που για πολύ πια δεν του μέλλεται να λείπει απ’ τους δικούς του
και το νησί του, μόνο βρίσκεται κοντά, σας λέω… Μα εσένα
κάποιος θεός μακριά να σ’ έπαιρνε, στο σπίτι σου, μπροστά του
να μη βρεθείς, ξανά στα χώματα τα πατρικά αν διαγείρεί’
τι μια και μπει μες στο παλάτι του, λέω βολετό δεν είναι
150
πια δίχως αίμα να χωρίσετε με κείνον οι μνηστήρες.»
Είπε, και στάλαξε μελόγλυκο κρασί, πριν πιεί κι ατός του,
και το ποτήρι στου αρχοντόπουλου το γύρισε τα χέρια.
Με την καρδιά βαριά κι ο Αμφίνομος, την κεφαλή σκυμμένη,
πίσω γυρνάει’ ψυχανεμίζουνταν μαθές το χαλασμό του.
155
Μα ουδ’ έτσι γλίτωσε το θάνατο’ και τούτον με τα χέρια
και το κοντάρι του Τηλέμαχου τον δάμασε η Παλλάδα.
Ωστόσο στο θρονί του εκάθισε, που λίγο πριν καθόταν.
Τότε η Αθηνά, η θεά η γλαυκόματη, στην Πηνελόπη ξάφνου
έδωκε φώτιση, στη φρόνιμη του Ικάριου θυγατέρα,
160
μπρος στους μνηστήρες να ‘βγει, τι ήθελε τα φρένα των μνηστήρων
να ξεσηκώσει ακόμα πιότερο, για να φανεί κι ατή της
μπροστά στο γιο, μπροστά στον άντρα της πιο τιμημένη ακόμα.
Και πρώτα γέλασε παράταιρα κι απομιλεί και κρένει:
«Πρώτη φορά, Ευρυνόμη, πόθησα να βγω, ποτέ μου ως τώρα,
165
για να με ιδούν, κι ας τους οχτρεύουμαι, μπροστά τους οι μνηστήρες.
Κι ένα στο γιο μου λόγο να ‘λεγα, που θα ‘ναι για καλό του’
όλη την ώρα με τους άνομους μνηστήρες να μη σμίγει’
λόγια γλυκά του λεν, μα πίσω του κακό του μελετούνε.»
Γυρνώντας τότε κι η κελάρισσα της μίλησε Ευρυνόμη:
170
«Αλήθεια, τούτα που ‘πες, κόρη μου, σωστά και δίκια είν’ όλα.
Σύρε λοιπόν στο γιο σου, πες του τα, και τίποτα μην κρύψεις.
Όμως πιο πρώτα λούσου κι άλειψε τα μάγουλα με μύρα’
μην πας ως είσαι, με το πρόσωπο στα κλάματα λουσμένο’
καλά μαθές δεν είναι, αδιάκοπα να κλαις και να θρηνάσαι.
175
Κι ο γιος σου τώρα πια μεγάλωσε, του βγήκαν και τα γένια,
καθώς ευκιόσουν στους αθάνατους να τόνε δεις μια μέρα.»
Κι η Πηνελόπη τότε η φρόνιμη γυρνάει κι απηλογιέται:
«Όσο, Ευρυνόμη, κι αν με γνοιάζεσαι, του κάκου μη γυρεύεις
γνώμη ν’ αλλάξω τώρα, να λουστώ και ν’ αλειφτώ με μύρα.
180
Τα κάλλη τα δικά μου τα ‘σβησαν οι αθάνατοι του Όλύμπου,
απ’ τον καιρό που εκείνος έφυγε στα βαθουλά καράβια.
Στην Ιπποδάμεια τώρα μίλησε και στην Αυτόνοη, να ‘ρθουν
μαζί μου, δίπλα εκεί να στέκουνται, στο αρχονταρίκι ως θα ‘μπω’
τι να βρεθώ μονάχη ντρέπουμαι σε τόσους άντρες μέσα.»
185
Αυτά της είπε, κι η γερόντισσα το γυναικίτη αφήκε,
στις σκλάβες για να πάει το μήνυμα και να τις σπρώξει να ‘ρθουν.
Τότε η Αθηνά, η θεά η γλαυκόματη, στοχάστηκε άλλα πάλε’
της Πηνελόπης, με ύπνο ολόγλυκο περέχυσε τα μάτια’
κι έγειρε πίσω και κοιμήθηκε κι οι αρμοί της ελυθήκαν
190
πα στο θρονί’ κι εκεί στον ύπνο της τη στόλισε με δώρα
αθάνατα η θεά η τρισεύγενη, για να τη δουν οι Αργίτες
και να σαστίσουν πρώτα τ’ όμορφο παστρεύει πρόσωπο της
με θείο φταμόρφι, που το αλείβεται κι η ομορφοστεφανούσα
Κυθέρεια, σε χορό ερωτιάρικο κινώντας με τις Χάρες’
195
κι ακόμα πιο αψηλή την έκανε και πιο μεστή να δείχνει,
και πιο χιονάτη κι απ’ το φίλντισι το καλοδουλεμένο.
Ως τούτα τέλεψε η τρισεύγενη θεά, κινάει και φεύγει.
Κι ήρθαν οι δυο κρουσταλλοβράχιονες απ’ το παλάτι βάγιες,
κι όπως φώναζαν, την έσήκωσαν απ’ το γλυκό τον ύπνο’
200
κι εκείνη, με τα χέρια τρίβοντας τα μαγουλά της, είπε:
«Γλυκό αποκάρωμα που μ’ έζωσε την τρισερημιασμένη!
Η Άρτεμη η αγνή μακάρι θάνατο τόσο γλυκό και τώρα
μεμιάς να μου’ δινε, τα κλάματα να λείπαν, τη ζωή μου
να μην αφάνιζα, τον άντρα μου, τις τόσες προκοπές του
205
αποζητώντας’ τι ξεχώριζε μες στους Αργίτες όλους.»
Αυτά είπε, κι απ’ το ανώι το λιόφωτο να κατεβαίνει πήρε,
όχι μονάχη’ οι δυο ξοπίσω της την ακλουθούσαν βάγιες.
Και τους μνηστήρες σαν αντίκρισε των γυναικών το θάμα,
σε μια κολόνα δίπλα εστάθηκε της στεριάς στέγης, κι είχε
210
κρυμμένο ολόγυρα τα μάγουλα με στραφτερή μαντίλα.
Κι ως οι πιστές της βάγιες στάθηκαν ζερβόδεξα, τα γόνα
σε μια στιγμή εκείνων παράλυσαν, και λαχτάρησαν όλοι
να κοιμηθούνε στο κρεβάτι της, του πόθου σκλαβωμένοι.
Μα αυτή μιλούσε στον Τηλέμαχο, τον ακριβό το γιο της:
215
«Δεν έχεις πια μυαλό, Τηλέμαχε, σου ‘χει απολείψει η γνώση!
Παιδί σαν ήσουν, είχες πιότερη στα φρένα σου ξυπνάδα’
και τώρα, τόσο που μεγάλωσες και παλικάρι εγίνης,
που κι ένας ξένος λέω, το διώμα σου θωρώντας και τις χάρες,
θα ‘λεγε ενός αντρούς καλότυχου πως είσαι η φύτρα — τώρα
220
τα φρένα πια δεν τα ‘χεις άδολα κι ουδέ σωστή τη γνώμη.
Μες στο παλάτι μας πως μπόρεσε να γίνει τέτοιο πράμα,
στον ξένο τούτον έτσι αταίριαστα ν’ αφήσεις να φερθούνε;
Τι θα γινόταν, πες, αν έβρίσκε στο σπίτι μας τον ξένο
απ’ τ’ αγρια αυτά τραβοπαλέματα κακό κανένα ομπρός σου;
225
Του κόσμου πια η ντροπή θα σ’ έπνιγε κι η καταφρόνια αλήθεια!»
Κι ο γνωστικός γυρνάει Τηλέμαχος κι απηλογιά της δίνει:
«Μητέρα, δε μου κακοφαίνεται που θύμωσες μαζί μου’
μα το καλό και το χειρότερο κατέχω εγώ να κρίνω,
τα φρένα μου νογούν, ανέμυαλος ως πρώτα πια δεν είμαι’
230
μα και τα πάντα λέω δε δύνουμαι σωστά να κρίνω ακόμα’
τι αυτοί, κακά στο νου τους κλώθοντας, σκοτίζουν το μυαλό μου,
καθένας κι απ’ αλλού καθούμενος — και ποιος να με συντρέξει;
Μα τώρα, ως οι μνηστήρες το ‘θελαν, το πάλεμα δε βγήκε,
του ξένου με τον Ίρο’ φάνηκε πιο δυνατός ο πρώτος.
235
Να ‘ταν, πατέρα Δία κι Απόλλωνα και συ Αθηνά Παλλάδα,
παρόμοια τώρα τα κεφάλια τους να γέρναν οι μνηστήρες
ξεπνοισμένοι, στον αυλόγυρο μισοί του παλατιού μας
κι οι άλλοι στο σπίτι, και τα γόνατα να ‘χουν λυθεί ολονώ τους,
καθώς τον Ίρο, στην οξώπορτα που κάθεται εκεί πέρα
240
κι έχει κρεμάσει το κεφάλι του, λες κι είναι μεθυσμένος,
κι ουδ’ όρθιος να σταθεί στα πόδια του μπορεί, κι ουδέ να φύγει
πίσω ξανά, ούθεν ήρθε’ λύθηκαν μαθές τα γόνατα του.»
Εκείνοι τέτοια συναλλήλως τους κουβέντιαζαν, και τότε
ο Ευρύμαχος γυρνώντας μίλησε της Πηνελόπης κι είπε:
245
«Αν όλοι, Πηνελόπη, φρόνιμη του Ικάριου θυγατέρα,
σε βλέπαν οι Αχαιοί που κάθουνται στο Άργός το ιάσιο γύρα,
μνηστήρες πιότεροι στο σπίτι σου θα τρώγαν — αύριο κιόλα!
τι ποια γυναίκα αλήθεια δύνεται στα ζυγιασμένα φρένα,
στην ομορφιά και στο παράστημα να παραβγεί μαζί σου;»
250
Κι η Πηνελόπη τότε η φρόνιμη γυρνάει κι απηλογιέται:
«Τις χάρες μου που λες, Ευρύμαχε, τα ανάριμμα, τα κάλλη,
μου τις αφάνισαν οι αθάνατοι τη μέρα που κινούσαν
οι Αργίτες για την Τροία, κι αντάμα τους το ταίρι μου, ο Oδυσσέας!
Αλήθεια, εκείνος πίσω αν διάγερνε και νοιάζουνταν για μένα,
255
θα ‘ταν και πιο μεγάλη η δόξα μου και πιο όμορφα τα πάντα.
Μα τώρα λιώνω, τι μου σώριασε κακά ο θεός περίσσια.
θυμούμαι, όταν κινούσε κι άφηνε τη γη την πατρική του,
το χέρι το δεξιό μου φούχτωσε πα στον αρμό και μου ‘πε:
,, Γυναίκα, αλήθεια δέ φαντάζουμαι πως οι αντρειωμένοι Αργίτες
260
από της Τροίας τα μέρη ανέβλαβοι θα στρέψουμε όλοι πίσω’
κι οι Τρώες ακούγονται πολέμαρχοι πως είναι ψυχωμένοι’
να ρίχνουν και κοντάρι ξέρουνε, να σέρνουν και δοξάρι,
κι αμάξια ν’ ανεβαίνουν, που άλογα γοργά ως τα σέρνουν, δίνουν
τη νίκη γρήγορα στον πόλεμο και στο φριχτό το απάλε.
265
Ποιος ξέρει από θεού αν μου μέλλεται λοιπόν να στρέψω πίσω,
για να χαθώ κει πέρα. Φρόντιζε πια εσύ γι’ αυτά που αφήνω.
Τη μάνα και τον κύρη γνοιάζου τους στο σπίτι μας ως πρώτα,
κι ακόμα πιο καλά, όσο βρίσκουμαι στα ξένα εγώ μακριά τους.
Μα ως δεις στου γιου μας πια τα μάγουλα τα γένια να φυτρώνουν,
270
τότε το σπίτι μας παράτησε, να πάρεις όποιον θέλεις.
Εκείνος τέτοια μου παράγγελνε’ τώρα αληθεύουν όλα’
και θα ‘ρθει η νύχτα, τον αγλύκαντο που θ’ αντικρίσω γάμο
εγώ η κατάρατη, που μου ‘σβησε κάθε αναγάλλια ο Δίας!
Μα κι άλλη την καρδιά μου ασήκωτη πλακώνει πίκρα τώρα’
275
τέτοια φερσίματα πρωτύτερα δε δείχναν οι μνηστήρες!
«Οταν γυρεύουν μιαν αρχόντισσα και πλουσιοθυγατέρα
να παντρευτούν και συνορίζουνται ποιος ταίρι θα την πάρει,
δικά τους βόδια πάντα φέρνουνε κι αρνιά καλοθρεμμένα,
να φαν οι συμπεθέροι, κι όμορφα της κόρης δίνουν δώρα,
280
και δε ρημάζουν αλογάριαστα το ξένο βιος ποτέ τους.»
Στα λόγια της ο θείος, πολύπαθος εχάρηκε Oδυσσέας,
που δώρα να τους πάρει εγύρευε και πλάνευε με λόγια
γλυκά τα φρένα τους, μα μέσα της διαλογιζόταν άλλα.
Κι ο γιος του Ευπείθη, ο Αντίνοος, γύρισε κι απηλογήθη κι είπε:
285
«Αν θέλει, Πηνελόπη, φρόνιμη του Ικάριου θυγατέρα,
κανένας από μας χαρίσματα για σένα εδώ να φέρει,
να τα δεχτείς, τι θα ‘ταν άπρεπο να του αρνηθείς το δώρο.
Μα εμείς για τις δουλειές δε φεύγουμε μηδέ γι’ αλλού κινούμε,
πριν παντρευτείς εσύ διαλέγοντας τον κάλλιο απ’ τους Αργίτες.»
290
Αυτά είπε ο Αντίνοος, κι ως στο λόγο του συγκλίναν όλοι εκείνοι,
από ‘ναν κράχτη έστειλαν όλοι τους, τα δώρα τους να φέρει.
Μαντί μεγάλο ο κράχτης έφερε του Αντίνοου, ξομπλιασμένο,
πανώριο’ κλειδωτήρια __jΏϋδώδεκα το εκράτουν πάνω ως κάτω,
μαλαματένια και που αγκίστρωναν σε γυριστά θηλύκια.
295
Γιορντάνι στον Ευρύμαχο έφερε που ξάστραφτε σαν ήλιος
κι οι χάντρες του οι χρυσές συνάλλαζαν με τις κεχριμπαρένιες.
Και του Ευρυδάμα τα παιδόπουλα δυο σκουλαρίκια έφεραν,
τρίπετρα, μόρικα, που η χάρη τους στραφτάλιζε περίσσια.
Κι ένα παιδόπουλο απ’ του Πείσαντρου, του γιου του Πολυχτόρου,
300
μιαν αλυσίδα ατίμητη έφερε, για το λαιμό στολίδι’
κι ο κάθε Αργίτης κι ένα χάρισμα της έφερνε πανώριο.
Κι όπως μετά στο ανώγι ανέβηκε των γυναικών το θάμα,
μαζί κι οι βάγιες τα πεντάμορφα της κουβαλούσαν δώρα’
κι εκείνοι στο χορό το γύρισαν και στο γλυκό τραγούδι
305
και περίμεναν ξεφαντώνοντας το βράδυ πότε θα ‘ρθει.
Και σύντας πια το βράδυ σύσκοτο στους χαροκόπους ήρθε,
στο αρχονταρίκι πήραν κι έστησαν γοργά τρεις πυροστάτες,
να φέγγουν, κι έβαλαν απάνω τους στεγνά ένα γύρο ξύλα,
από καιρό στεγνά, κατάξερα, σκισμένα με τσεκούρι
310
πριν λίγο, και δαδιά ανακάτεψαν, κι οι δούλες του Οδυσσέα
του καρτερόψυχου συδαύλιζαν μια μια τους κάθε τόσο.
Και τότε ο αρχοντικός, πολύβουλος τους μίλησε Oδυσσέας:
«Του ρήγα του Οδυσσέα που χρόνισε στα ξένα οι δούλες, σύρτε
στα γυναικίτη, στη βασίλισσα κοντά την τιμημένη,
315
και πιάστε κλώθετε, κοιτάζοντας ο νους της να ξεδώσει,
για πάρτε και μαλλί να ξάνετε στην κάμαρα της μέσα.
Εγώ είμαι εδώ γι’ αυτούς να γνοιάζουμαι, το φως να μην τους σβήσει’
κι ως την Αυγή την ομορφόθρονη να θέλουν να καθίσουν,
πολλά έχω πάθει κι είμαι υπόμονος και δε με βάζουν κάτω!»
320
Είπε, κι αυτές γοργά κοιτάχτηκαν και ξέσπασαν στα γέλια,
μα η Μελανθώ η γιομορφομάγουλη βαριά τον αποπήρε,
του Δόλιου η κόρη’ ως θυγατέρα της την είχε αναστημένη
η Πηνελόπη και με ολόχαρα τη γέμιζε παιχνίδια’
μα τούτη στους καημούς της ρήγισσας δεν ένιωθε συμπόνια,
325
μον’ αγαπούσε τον Ευρύμαχο και πλάγιαζε μαζί του.
Και τώρα αυτή με φαρμακόλογα στον Οδυσσέα μιλούσε:
«Συφοριασμένε ξένε, τα ‘χασες, έχει σαλέψει ο νους σου!
Σε χαλκιδιό δεν πας καλύτερα να γείρεις να πλαγιάσεις,
για και σε χάνι, μόνο κάθεσαι σε τόσους άντρες μέσα
330
και φαφλατίζεις έτσι απόκοτα, χωρίς να νιώθεις φόβο!
Τα _______φρένα το κρασί σου θόλωσε; για ο νους σου κατεβάζει
τέτοιας λογής κουβέντες πάντα του και λες του ανέμου λόγια;
Για σ’ έπνιξε η χαρά που νίκησες τον Ίρο το ζητιάνο;
Από τον Ίρο δυνατότερος μη σηκωθεί κανένας
335
και το κεφάλι σου ζερβόδεξα με τα γερά του χέρια
χτυπήσει, και γεμάτον αίματα σε διώξει από το σπίτι!»
Κι είπε ο Oδυσσέας ο πολυμήχανος ταυροκοιτάζοντάς τη:
«Θα τρέξω να ‘βρω τον Τηλέμαχο, να μαρτυρήσω, σκύλα,
τα όσα μου λες, κι αυτός αρπώντας σε κομμάτια θα σε κάνει!»
340
Είπε, κι οι δούλες με τα λόγια του τρόμαξαν, και κίνησαν
περνώντας μέσα από τις κάμαρες’ τους είχε λύσει ο φόβος
κάτω τα γόνατα, τι θάρρευαν, ό,τι είπε, θα το κάνει.
Μα αυτός στους πυροστάτες που άναβαν στεκόταν πλάι, να φέγγουν,
και σε όλους έριχνε τα μάτια του, και μες στα φρένα του άλλα
345
κλωθογυρνούσε, που αξετέλειωτα δε μείναν ως το τέλος.
Ωστόσο κι η Αθηνά δεν άφηνε τους πέρφανους μνηστήρες
να πάψουν τ’ άνομα φερσίματα, για να ριζώσει η πίκρα
μαθές ακόμα πιο βαθύτερα μες στου Οδυσσέα τα στήθη.
Κι ο Ευρύμαχος, ο γιος του Πόλυβου, για να γελάσουν οι άλλοι,
350
τον Οδυσσέα καθώς θ’ ανάμπαιζε, το λόγο εκίνα πρώτος:
«Ακουστέ μου, της κοσμολόγητης βασίλισσας μνηστήρες,
το τι η καρδιά με σπρώχνει μέσα μου να πω: δω πέρα τούτος
χωρίς θεού βουλή δεν έφτασε στο σπίτι του Οδυσσέα’
αλήθεια, των δαδιών το αντίφλογο να κατεβαίνει μοιάζει
355
απ’ το κεφάλι του — δεν του ‘μειναν μαθές καθόλου τρίχες!»
Στον Οδυσσέα κατόπι μίλησε τον καστροπολεμίτη:
«Θα ‘θελες, ξένε, αν το αποφάσιζα, να μπεις στη δούλεψη μου,
μακριά στα ξώμερα — κι η ρόγα σου θα ‘ναι αρκετή — λιθάρια
να κουβαλάς για φράχτες, τρίψηλα να μου φυτεύεις δέντρα;
360
Ολοχρονίς ψωμί θα σου ‘δινα, να τρως την πάσα μέρα,
και για τα ρούχα σου θα γνοιαζόμουν και για την ποδεμή σου.
όμως κακόμαθες, δε σου ‘ρχεται να πιάσεις να δουλεύεις’
το ‘χεις καλύτερο, την άπατη κοι πια σου για να θρέψεις,
να τριγυρίζεις ζητιανεύοντας σκυφτός μπροστά στον κόσμο.»
365
Γυρνώντας τότε ο πολυμήχανος του μίλησε Oδυσσέας:
«Άνοιξη να ‘ταν τώρα, Ευρύμαχε, να ‘χουν μακρύνει οι μέρες,
και συ κι εγώ να παραβγαίναμε σ’ όποια δουλειά — χορτάρι
να κόψουμε, κι εγώ καλόγυρτο δρεπάνι να κρατούσα,
και συ παρόμοιο να ‘χες, στη δουλειά γεμάτα να ρίχτουμε,
370
ως που να ‘ρθεί το σκότος, άφαγοι, το χόρτο να μη λείπει’
και βόδια να ‘χαμε να οργώνουμε, τα πιο δυναμωμένα,
γεμάτα ορμή, τρανά, που χόρτασαν μαζί βοσκολογώντας,
ίδια γερά και συνομήλικα, με ανάκαρα περίσσια,
και να ‘ταν τέσσερα τα στρέμματα, και μαλακό το χώμα
375
στο αλέτρι, ομπρός, ν’ ανοίγω θα ‘βλεπες την αυλακιά μια κι όξω!
Και, πόλεμο αν κινούσε πάνω μας του Κρόνου ο γιος μια μέρα,
σήμερα ακόμα, το σκουτάρι, μου και δυο κοντάρια να ‘χα,
κι ολόχαλκο στα δυο μελίγγια μου που να ταιριάζει κράνος,
μέσ’ απ’ τους πρόμαχους θα μ’ ‘εβλιπες να τρέχω από τους πρώτους,
380
και δε θα μ’ έκανες ανάμπαιγμα, να λες για την κοι πια μου!
Τα έργα σου αρέσουν όμως τ’ άνομα κι είναι σκληρή η καρδιά σου.
Τώρα τρανός, γεμάτος δύναμη φαντάζεσαι πως είσαι,
καθώς σε τριγυρνούν ανούφελοι και τιποτένιοι μόνο.
Μα αν ο Oδυσσέας ερχόταν κι έφτανε στη γη την πατρική του,
385
οι πόρτες τούτες, όσο διάπλατες, μεμιάς θα σου φαινόνταν
στενές πως είναι, καθώς θα ‘τρεχες να πεταχτείς στο δρόμο!»
Είπε, και σύγκλυσε του Ευρύμαχου πιο ακόμα οργή τα φρένα,
και λόγια του ‘λεγε ανεμάρπαστα ταυροκοιτάζοντάς τον:
«Βαριά θα μου πλερώσεις, άραχλε, γι’ αυτά που ξεστομίζεις
390
σε τόσους άντρες μέσα απόκοτα, χωρίς να νιώθεις φόβο.
Τα φρένα το κρασί σου θόλωσε, για ο νους σου κατεβάζει
τέτοιας λογής κουβέντες πάντα του και λες του ανέμου λόγια;
Για σ’ έπνιξε η χαρά που νίκησες τον Ίρο το ζητιάνο;»
Σαν είπε αυτά, σκαμνί στα χέρια του φουχτώνει, μα ο Oδυσσέας
395
γοργά στου Δουλιχιώτη Αμφίνομου τα γόνατα καθίζει,
καθώς φοβήθη τον Ευρύμαχο’ κι αυτός τον κεραστή τους
στο δεξιό χέρι βρίσκει, κι έπεσε με βρόντο το λαγήνι,
κι ο κεραστής σωριάστη βογγόντας τ’ ανάσκελα στη σκόνη.
Και βαλαν οι μνηστήρες τις φωνές στον ισκιερό αντρωνίτη,
400
κι έτσι μιλούσεν ο καθένας τους στο διπλανό γυρνώντας:
«Ο ξένος άμποτε να χάνουνταν, ως γύρναε σ’ άλλα μέρη,
πριν φτάσει εδώ, σε ανακατώματα να μη μας ρίχνει’ τώρα
για τους ζητιάνους συχυζόμαστε, και μήτε θα χαρούμε
γλυκό ψωμί’ μ’ αυτά που γίνουνται σαν τι καλό προσμένεις;»
405
Γυρνώντας ο αντρειανός Τηλέμαχος τους μίλησε έτσι κι είπε:
«Σάλεψε ο νους σας, δόλιοι! Βάρυνε με το φαγί το πλήθιο
και τα πιοτά η καρδιά σας’ σίγουρα σας ξεσηκώνει κάποιος
απ’ τους θεούς’ όμως στα σπίτια σας, όποια στιγμή σας δόξει,
γυρνάτε, αφού καλοχορτάσατε’ δε διώχνω εγώ κανέναν!»
410
Αυτά είπε, κι όλοι τους εδάγκασαν τα χείλια σαστισμένοι
απ’ το κουράγιο του Τηλέμαχου, που μίλησε έτσι αντρίκια.
Το λόγο πήρε τότε ο Αμφίνομος κι αναμεσό τους είπε,
ο έμνοστος γιος του Νίσου του άρχοντα και του Άρητου τ’ αγγόνι: «Δίκιος αν είναι ο
λόγος που άκουσε, πρεπό δεν είναι, φίλοι,
415
κανείς ν’ ανάβει και πικρόχολα ν’ αντιμιλά στον άλλον.
Τον ξένο πια μην τον παιδεύετε μηδέ τους άλλους σκλάβους,
που στου Οδυσσέα του ισόθεου βρίσκουνται το σπίτι μέσα τώρα.
Ελάτε, ο κεραστής τις κούπες μας να πάρει να γεμίσει,
κι ως κάνουμε σπονδή, στα σπίτια μας να κοιμηθούμε πάμε.
420
«Όμως τον ξένο, ας τον αφήσουμε στο σπίτι του Οδυσσέα,
τι ως ήρθε ικέτης στου Τηλέμαχου, θα τον κοιτάξει τούτος.»
Έτσι μιλούσε, κι όλοι πρόθυμα στα λόγια του συγκλίναν.
Πήρε κι ο Μούλιος, το παιδόπουλο του Αμφίνομου, ο διαλάλης
απ’ το Δουλίχιο, και συγκέρασε κρασί μες στο κροντήρι,
425
και σ’ όλους μοίρασε ζυγώνοντας’ κι εκείνοι στους μακάριους
θεούς ως στάλαξαν μελόγλυκο κρασί στο χώμα, έπιναν
κι αφού στάλαξαν κι ήπιαν όλοι τους, όσο η καρδιά ποθούσε,
να φύγουν κίνησαν, στο σπίτι του καθένας να πλαγιάσει.
hellasforce.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Το ιστολόγιο δεν υιοθετεί και δεν φέρει καμία ευθύνη για τα σχόλια των αναγνωστών του. Πλέον, οι αναγνώστες μπορούν να σχολιάζουν με το λογαριασμό τους στο facebook ή με λογαριασμούς από τα υπόλοιπα κοινωνικά δίκτυα. Τα ανώνυμα σχόλια θα παραμείνουν κλειστά όσο υπάρχουν άτομα που κρύβονται πίσω από την ανωνυμία για να προβοκάρουν και να επιτεθούν σε άλλους σχολιαστές για να επιβάλλουν τις απόψεις τους.