Όταν, το 2010 και το 2012, η Ουγγαρία εξέδωσε νόμους που επέτρεπαν στους Ούγγρους που ζούσαν στο εξωτερικό να έχουν ουγγρικά διαβατήρια και στην συνέχεια το δικαίωμα να ψηφίζουν στις ουγγρικές εκλογές, παρατηρήθηκε μια αναζωπύρωση σε επικίνδυνες εθνικιστικές φλόγες και τροφοδοτήθηκαν φόβοι για αποσχιστικά κινήματα στην ουγγρική κοινότητα πέραν των συνόρων τής χώρας. Πράγματι, ο ανελεύθερος πρωθυπουργός τής Ουγγαρίας Viktor Orban δηλώνει συνεχώς ότι το ουγγρικό έθνος δεν σταματά στα σύνορα του κράτους˙ Μάλλον τελειώνει με εκείνους τους Ούγγρους που αποκλείστηκαν στην Ρουμανία, την Σλοβακία, την Σερβία και την Ουκρανία όταν η Συνθήκη των Βερσαλλιών απέκοψε τα δύο τρίτα του ουγγρικού εδάφους. Λαμβάνοντας υπόψη τις ομοιότητες που παρατηρούνται με την Ρωσία, όπου η παραχώρηση ρωσικής υπηκοότητας στους Ουκρανούς και τους Αμπχάζιους αποτέλεσε πρόδρομο εισβολής, οι παρατηρητές αισθάνονται δικαιολογημένα φόβο.
Αν και ο Όρμπαν σίγουρα εκφράζει εθνικιστική νοσταλγία όταν μιλάει για τους Ούγγρους τού εξωτερικού, οι σκοποί του δεν συμπίπτουν με εκείνους του Ρώσου προέδρου Βλαντιμίρ Πούτιν. Περισσότερο κι από τον αλυτρωτισμό, ο Orban σκέφτεται τις ψήφους. Στην πραγματικότητα, από τότε που επέστρεψε στην εξουσία το 2010, έχει κάνει ό, τι είναι δυνατόν για να αποφευχθεί μια επερχόμενη ήττα του στις εκλογές. Έχει αποδειχθεί ότι αποτελεί βιρτουόζο παγκόσμιας κλάσης στην αλλοίωση εκλογικών αποτελεσμάτων, μιας και, αφού απέκτησε την απόλυτη πλειοψηφία των ψήφων το 2010, ήταν σε θέση να στρεβλώσει το εκλογικό σύστημα της Ουγγαρίας τόσο πολύ που το 2014, το Fidesz, το κόμμα του, ήταν σε θέση να κερδίσει τα δύο τρίτα τού συνόλου των εδρών στο κοινοβούλιο έχοντας μόνο το 45% των ψήφων. Ακόμα και αν το Fidesz όμως χάσει όντως τις εκλογές, ο Orban έχει παραποιήσει το σύστημα σε τέτοιον βαθμό, ώστε όσοι έχουν διοριστεί από το Fidesz στο γραφείο μέσων μαζικής ενημέρωσης, το γραφείο τού εισαγγελέα, την κρατική υπηρεσία [οικονομικού] ελέγχου, την κεντρική τράπεζα, και την Προεδρία θα συνεχίσουν να ασκούν σημαντική εξουσία
Οι συναλλαγές τού Όρμπαν με τους Ούγγρους τού εξωτερικού θα πρέπει επίσης να θεωρηθούν εκλογική στρατηγική. Από τότε που το Fidesz ψήφισε το νόμο τού 2010, πάνω από 675.000 Ούγγροι έχουν εκμεταλλευτεί αυτήν την ευκαιρία. Λιγότεροι από 130.000 αυτών των νέων πολιτών με διπλή υπηκοότητα ψήφισαν το 2014, αλλά το 95% όσων ψήφισαν επέλεξαν το Fidesz. Μπορεί το 130.000 να μην φαίνεται μεγάλος αριθμός σε μια χώρα οκτώ εκατομμυρίων εγγεγραμμένων ψηφοφόρων, οι ψήφοι αυτοί όμως έδωσαν στο Fidesz μια επιπλέον έδρα στο κοινοβούλιο ώστε να διατηρήσει την απόλυτη πλειοψηφία των δύο τρίτων- ένα μικρό πλεονέκτημα που είναι όμως μεγάλης σημασίας. Και βλέποντας προς τις επόμενες εκλογές τού 2018, το Fidesz θα μπορούσε να πάρει ακόμη περισσότερα από αυτή την ομάδα προτρέποντας όλο και περισσότερους Ούγγρους να αποκτήσουν διαβατήρια και να ψηφίσουν, ιδιαίτερα σε περιοχές που τάσσονται υπέρ τού Fidesz . Η κυβέρνηση του Όρμπαν μπορεί επίσης να δημιουργήσει περισσότερα ψηφοδέλτια και εκλογικά τμήματα στις γειτονικές χώρες, για παράδειγμα, όπου οι ψηφοφόροι τείνουν να στηρίζουν το κόμμα του -σε αντίθεση με περιοχές όπως το Λονδίνο και άλλες, όπου το Fidesz δεν έσπευσε να καταστήσει ευκολότερο για τους Ούγγρους να ψηφίσουν.
Πέρα από τις ψήφους, ο Orban βλέπει επίσης τους Ούγγρους τού εξωτερικού ως τρόπο επίλυσης των δημογραφικών προβλημάτων τής χώρας του. Ένα έθνος 10,6 εκατομμυρίων το 1988, η Ουγγαρία έχει χάσει 700.000 ανθρώπους σε ένα διάστημα 27 χρόνων από τότε, ως επί το πλείστον λόγω της μετανάστευσης και των χαμηλότερων ποσοστών γεννήσεων. Είναι αλήθεια ότι ο Orban, όπως και πολλοί άλλοι δεξιοί πολιτικοί στην Ευρώπη (αλλά σε πιο ριζοσπαστικό τόνο), γενικά αντιτίθεται στην μετανάστευση, ειδικά ανθρώπων από διαφορετικά πολιτιστικά υπόβαθρα. Για παράδειγμα, μίλησε αιχμηρά μετά την επίθεση στο Charlie Hebdo στο Παρίσι, δηλώνοντας, «Δεν επιθυμούμε να δούμε μια σημαντική μειοψηφία ανάμεσά μας με διαφορετικά πολιτιστικά χαρακτηριστικά και υπόβαθρο. Θα θέλαμε να διατηρήσουμε την Ουγγαρία ως Ουγγαρία». Αλλά η ουγγρική διασπορά θα μπορούσε να βοηθήσει τον Orban να τετραγωνίσει τον κύκλο. Εδώ, η στρατηγική του μοιάζει με εκείνη της Ρωσίας, η οποία έχει ενθαρρύνει επίσης τους Ρώσους τού εξωτερικού να επιστρέψουν από άλλες δημοκρατίες τής πρώην Σοβιετικής Ένωσης στην χώρα τους.
Αν και ο Orban δεν προτίθεται να ξεσηκώσει πραγματικά προβλήματα, συχνά χρησιμοποιεί ιδιαιτέρως εθνικιστικά μηνύματα στις ομιλίες του. Για παράδειγμα, ενθαρρύνει την «αυτονομία» και μιλά για ένα έθνος που επεκτείνεται πέρα από τα σημερινά σύνορα. Μια πιθανή εξήγηση γι’ αυτήν την ασυμφωνία είναι ότι ο ίδιος ετοιμάζεται για μια Ευρώπη υπό ρωσική κυριαρχία, στην οποία η Ουγγαρία μπορεί να ανακτήσει (έστω και συμβολικά) κάποια από τα χαμένα της εδάφη. Ο Orban ίσως διατηρεί κάποια ελπίδα ότι ο Πούτιν θα πραγματοποιήσει ό, τι έκανε ο Αδόλφος Χίτλερ το 1938: Να επιστρέψει δηλαδή στην Ουγγαρία τα εδάφη που χάθηκαν από την Συνθήκη τού Τριανόν. Αυτό δεν είναι ρεαλιστικό˙ Τα σύνορα της Ευρώπης μετά την Κριμαία φαίνεται πως είναι πιο ευέλικτα από ό, τι πριν.
Αλλά οι περισσότεροι εθνοτικοί Ούγγροι τού εξωτερικού δεν υποστηρίζουν τις επιθετικές κινήσεις αυτονομίας, καθώς αντιλαμβάνονται πως εκείνοι θα είναι τα πρώτα θύματα του αλυτρωτισμού. Τείνουν να υποστηρίζουν πολιτικές δυνάμεις που εργάζονται προς την κατεύθυνση μιας ειρηνικής συνεργασίας ανάμεσα στις ουγγρικές, τις ρουμανικές, τις σέρβικες και τις σλοβάκικες πολιτικές δυνάμεις. Δημοσκοπήσεις τής Political Capital, που αποτελεί δεξαμενή σκέψης της Βουδαπέστης, έχουν δείξει ότι οι ενθουσιώδεις υποστηρικτές του Fidesz αποτελούν μόνο το ένα τέταρτο των Ούγγρων στην Τρανσυλβανία, το τμήμα τής Ρουμανίας με μεγάλη συγκέντρωση Ούγγρων. Αυτή η σιωπηρή πλειοψηφία ούτε έχει αιτηθεί διπλή υπηκοότητα ούτε ψήφισε στις ουγγρικές εκλογές. Εν τω μεταξύ, το ριζοσπαστικό, φασιστικό και αλυτρωτικό δεξιό κόμμα τής Ουγγαρίας, το Jobbik, δεν έχει σχεδόν καμία υποστήριξη από τους Ούγγρους του εξωτερικού, παρά τις προσπάθειές του να δημιουργήσει δίκτυα στις ουγγρικές κοινότητες και να αναζωπυρώσει αποσχιστικά κινήματα.
Αυτό δεν σημαίνει, ωστόσο, ότι τα επιθετικά αποσχιστικά πολιτικά κινήματα, ιδιαίτερα εκείνα που έχουν εξωτερική πολιτική στήριξη, δεν θα μπορούσαν να ενεργήσουν σαν να έχουν την πλειοψηφία, όπως στην ανατολική Ουκρανία. Αυτό δεν έχει συμβεί μέχρι στιγμής, αλλά κάθε εθνικιστική πολιτική χρήση των Ούγγρων τού εξωτερικού από την Ουγγαρία θα μπορούσε να θέσει το υπόβαθρο για τέτοιου είδους εξτρεμισμό και αστάθεια των γειτονικών χωρών. Πουθενά δεν είναι πιο εμφανείς οι κίνδυνοι αυτοί από ό, τι στην Ουκρανία, όπου ο Orban έχει εκμεταλλευτεί το πολιτικό χάος για να προωθήσει τα ουγγρικά θέματα μειονοτήτων (περίπου 200.000 Ούγγροι ζουν στην Ουκρανία), στην υπο-περιοχή των Καρπαθίων τής δυτικής Ουκρανίας, δίπλα στην Ουγγαρία.
Εδώ, ο Orban επαναλαμβάνει τις απόψεις των Ρώσων εθνικιστών, ζητώντας αύξηση της αυτονομίας για τις εθνικές μειονότητες στην Ουκρανία. Στην εναρκτήρια ομιλία του στις 10 Μαΐου 2014 ο Orban δήλωσε ότι «οι Ούγγροι στο λεκανοπέδιο των Καρπαθίων αξίζουν διπλή υπηκοότητα, δικαιώματα, ακόμα και αυτονομία. … Αυτή είναι η σαφής μας προσδοκία απέναντι στην νεοσύστατη Ουκρανία». Δεν προκαλεί έκπληξη το ότι αυτή η ομιλία κατέληξε σε κάποιες διπλωματικές αναταράξεις. Παρόμοιες εκκλήσεις έχουν προκαλέσει προβλήματα στην Ουγγαρία και στο παρελθόν: Σε μια συνθήκη τού 1996, αναγκάστηκε να σταματήσει και να απέχει από εκκλήσεις για αυτονομία των Ούγγρων που ζουν στην Ρουμανία, ως προϋπόθεση για την ένταξή της στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η Ευρωπαϊκή Ένωση μπορεί να διατηρεί την ειρήνη μεταξύ των κρατών μελών της, όμως η Ουκρανία βρίσκεται εκτός της ΕΕ.
Με τον τρόπο που προσεγγίζει την πολιτική, ο Orban μπορεί να τεντώσει τα όρια του δημοκρατικού σεβασμού, αλλά μέχρι στιγμής, δεν έχει αποτινάξει πλήρως τα ευρωπαϊκά πρότυπα. Η προσέγγισή του προς τους Ούγγρους τού εξωτερικού ταιριάζει σε αυτό το μοτίβο. Παίζει με ήπιες αναθεωρητικές πολιτικές (που δεν είναι μοναδικές: Η διπλή υπηκοότητα σε συνδυασμό με δικαίωμα ψήφου αποτελεί επίσης πρακτική στην Κροατία και την Ρουμανία). Αλλά το κάνει κυρίως για να κερδίσει ψήφους στην χώρα του, όχι για να υποθάλψει σοβαρές εθνοτικές συγκρούσεις. Μέχρι στιγμής, η στρατηγική του έχει φέρει αποτελέσματα. Όμως, η λεπτή αυτή ισορροπία θα μπορούσε εύκολα να ανατραπεί.
MITCHELL A. ORENSTEIN, καθηγητής και πρόεδρος του Τμήματος Πολιτικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο Northeastern και συνεργάτης τόσο του Κέντρου Ρωσικών και Ευρασιατικών Σπουδών Davis όσο και του Κέντρου Ευρωπαϊκών Σπουδών Minda de Gunzburg του Πανεπιστημίου Harvard.
PETER KREKÓ, διευθυντής τού Ινστιτούτου Political Capital, μιας δεξαμενής σκέψης με έδρα την Βουδαπέστη. Είναι επίκουρος καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Επιστημών Eotvos Lorand στην Βουδαπέστη.
ATTILA JUHÁSZ, ανώτερος αναλυτής στο Ινστιτούτο Political Capital και λέκτορας στο Πανεπιστήμιο της Παννονίας στο Veszprem της Ουγγαρίας.
hellasforce.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Το ιστολόγιο δεν υιοθετεί και δεν φέρει καμία ευθύνη για τα σχόλια των αναγνωστών του. Πλέον, οι αναγνώστες μπορούν να σχολιάζουν με το λογαριασμό τους στο facebook ή με λογαριασμούς από τα υπόλοιπα κοινωνικά δίκτυα. Τα ανώνυμα σχόλια θα παραμείνουν κλειστά όσο υπάρχουν άτομα που κρύβονται πίσω από την ανωνυμία για να προβοκάρουν και να επιτεθούν σε άλλους σχολιαστές για να επιβάλλουν τις απόψεις τους.