Για μία ακόμα φορά το γνωστό παπαγαλάκι των Σιωνιστών, το δήθεν έγκυρο και ανεξάρτητο BBC, πολεμά την Ελλάδα, παραχαράσσοντας την ιστορία και προσπαθώντας να αποδομήσει έναν πολιτισμό, ο οποίος έδωσε τα «φώτα» του σε ολόκληρη την ανθρωπότητα.
Καμία έκπληξη δεν προκαλεί ο σημερινός λίβελος. Είναι γνωστό ότι κάτω από το μανδύα δήθεν επιστημόνων και εντεταλμένων αρθρογράφων, το BBC προωθεί και στηρίζει τα ανθελληνικά και κοσμοκρατορικά Σιωνιστικά σχέδια.
Ας μην ξεχνάμε άλλωστε ότι πρόκειται για το ίδιο «έγκριτο» μέσο που χαρακτήριζε τρομοκράτες τους αντάρτες της ΕΟΚΑ, αποκαλούσε εξ αρχής «Μακεδόνες» τους Σκοπιανούς, ανέφερε τον μισέλληνα φονιά των αγνοουμένων Ραούφ Ντεκτάς ως τέως Πρόεδρο, διεκδικούσε και διεκδικεί τα μάρμαρα του Παρθενώνα ως βρετανική περιουσία..
Στο συγκεκριμένο άρθρο, το οποίο έχει τίτλο «Πόσοι από τους ελληνικούς θρύλους ήταν αληθινοί», το BBC, χρησιμοποιώντας έναν γιαλαντζί ακαδημαϊκό, εξαπολύει τόνους λάσπης και συκοφαντίας εναντίον της Ελλάδας.
Διαβάστε τις εμετικές απόψεις του δήθεν καθηγητή:
Για τον Δούρειο Ίππο:
Ο d’Angour ισχυρίζεται ότι έπειτα από 10 χρόνια πολιορκίας της Τροίας χωρίς επιτυχία, ο ελληνικός στρατός κατασκήνωσε έξω απ” τα τείχη της πόλης και οι στρατιώτες προσποιήθηκαν πως προετοιμάζονται για το ταξίδι του γυρισμού. Άφησαν πίσω τους το Δούρειο Ίππο, ένα τεράστιο ξύλινο άλογο, προσφορά στη θεά Αθηνά.
Οι Τρώες έβαλαν πανηγυρικά το δώρο μες την πόλη και όταν έπεσε η νύχτα οι Έλληνες που κρύβονταν έκαψαν την πόλη και έσφαξαν τους Τρώες. Οι αρχαιολόγοι έχουν βρει αποδείξεις πως η Τροία πράγματι κάηκε, όμως ο Δούρειος Ίππος, κατά τον Βρετανό κομπογιαννίτη, είναι ένα φανταστικό παραμύθι, ίσως εμπνευσμένο από την αρχαίο τρόπο πολιορκίας».
Για τον Όμηρο:
«Δεν είναι μόνο ο Δούρειος Ίππος ένα αποκύημα της πολύχρωμης φαντασίας αλλά και η ύπαρξη του Ομήρου έχει αμφισβητηθεί πολλές φορές, καθώς τίποτα δεν σίγουρο γι «αυτόν. Το μόνο που γνωρίζουμε είναι ότι, ακόμη και αν η Ιλιάδα και η Οδύσσεια διαδόθηκαν προφορικώς και όχι γραπτώς, κάποια στιγμή γράφτηκαν στην ελληνική γλώσσα, γιατί αυτό και έχουν επιζήσει».
Για το αλφάβητο:
«Οι Έλληνες γνώριζαν ότι η αλφάβητα τους προσαρμόστηκε από εκείνο των Φοινίκων. Σύμφωνα με την Ελληνική παράδοση αυτός που προσάρμοσε την ελληνική αλφάβητο ονομάζεται Παλαμήδης. Όμως το όνομα Παλαμήδης μπορεί απλώς να σημαίνει έξυπνος άνθρωπος των παλαιών. Ο Παλαμήδης επίσης λέγεται ότι έχει εφεύρει την καταμέτρηση, το νόμισμα, και τα επιτραπέζια παιχνίδια».
Για τον Πυθαγόρα:
«Είναι αμφίβολο αν ο Πυθαγόρας (570-495 π.Χ) ήταν πραγματικά μαθηματικός. Μπορεί οι μαθητές ακόμα να μαθαίνουν στο σχολείο το θεώρημα του αλλά οι Βαβυλώνιοι γνώριζαν αυτή την εξίσωση αιώνες νωρίτερα, και δεν υπάρχει καμία απόδειξη ότι ο Πυθαγόρας το ανακάλυψε ή το απέδειξε. Τα στοιχεία δείχνουν ότι ο Πυθαγόρας ήταν ένας μυστικιστής που πίστευε ότι οι αριθμοί αποτελούν τη βάση για τα πάντα».
Για το χρήμα στην αρχαία Ελλάδα:
«Μπορεί να φαίνεται προφανές για μας ότι οι εμπορικές επιταγές θα έχουν γνώμονα την εφεύρεση του χρήματος αλλά τα ανθρώπινα όντα διεξήγαγαν το εμπόριο για χιλιάδες χρόνια χωρίς νομίσματα. Δεν είναι βέβαιο ότι η πρώτη νομισματοποιημένη οικονομία στον κόσμο προέκυψε από την αρχαία Ελλάδα. Ο κλασικιστής Richard Seaford υποστήριζε ότι η εφεύρεση του χρήματος προέκυψε από τη ελληνική ψυχή. Η Σπάρτη ήταν καχύποπτη με την έννοια του χρήματος και αντιστάθηκε στην εισαγωγή του.»
Για τους Σπαρτιάτες:
«Ο θρυλικός Σπαρτιάτης νομοθέτης Λυκούργος αποφάσισε ότι οι Σπαρτιάτες θα πρέπει να χρησιμοποιούν μόνο σίδηρο για νόμισμα, έτσι και ένα μικρό ποσό θα έπρεπε να μεταφερόταν από βόδια. Αυτή είναι η εξιδανικευμένη ιστορία που τους θέλει να είναι πολεμιστές με στρατιωτική υπεροχή. Όμως η Σπάρτη ενώ δεν έκοψε δικά της νομίσματα χρησιμοποιούσε ξένο ασήμι, και ορισμένοι ηγέτες των Σπαρτιατών ήταν εμφανώς επιρρεπείς στη δωροδοκία. Ο Αθηναίος μπον βιβέρ Αλκιβιάδης κατά τη διάρκεια του πολέμου με την Αθήνα στα τέλη του 5ου αιώνα, υιοθέτησε τη διατροφή τους, το σκληρό τρόπο κατάρτισης τους, τα χοντρά τους ρούχα και τις Λακωνικές τους εκφράσεις. Αλλά τελικά το πάθος του επεκτάθηκε και στη σύζυγο του βασιλιά της Σπάρτης και έτσι αυτή έμεινε και έγκυος και ο Αλκιβιάδης επέστρεψε στην Αθήνα για να γλιτώσει τις συνέπειες».
Για τον Σωκράτη:
«Ο Σωκράτης (469 -399 π.Χ.) μπορεί να ονειροβατούσε και ο Αριστοφάνης να παρουσιάζει τις ιδέες του ως διασκεδαστικές και ως επιστημονικά παράλογες.
Η εικόνα αυτή του φιλοσόφου έρχεται σε αντίθεση με τα βιογραφικά δεδομένα που υπάρχουν για τον Σωκράτη, στα γραπτά των μαθητών του Πλάτωνα και του Ξενοφώντα. Και οι δυο τελευταίοι τον αντιμετώπιζαν με μεγάλο σεβασμό ως έναν άνθρωπο που έβαζε ηθικά ερωτήματα.
Στην πραγματικότητα, η πρώτη περιγραφή του Σωκράτη χρονολογείται στα 30 του, και τον παρουσιάζει ως έναν άνθρωπο της δράσης. Συμμετείχε σε μια στρατιωτική εκστρατεία στη βόρεια Ελλάδα το 432 π.Χ. και κατά τη διάρκεια μιας βίαιας μάχης έσωσε τη ζωή του αγπημένου του νεαρού φίλου Αλκιβιάδη. Στη συνέχεια επέστρεψε στην Αθήνα από όπου δεν έφυγε ποτέ και ξόδεψε όλο του το χρόνο προσπαθώντας να κάνει τους Αθηναίους να αναλογιστούν τις ζω και τις σκέψεις τους.
Θα μπορούσαμε να υποθέσουμε ότι ο Σωκράτης έπαιζε με την επιστήμη και την πολιτική στα νεανικά του χρόνια μέχρι που μια εμπειρία ζωής και θανάτου τον έκανε να αφιερώσει όλη την υπόλοιπη ζωή του στην έρευνα και τη φιλοσοφία.
Καθώς ο ίδιος δεν έγραψε τίποτα μόνος του, ότι στοιχεία υπάρχουν για αυτόν προέρχονται από τους από τους διαλόγους με τον μαθητή του Πλάτωνα».
Για τον Μέγα Αλέξανδρο:
«Ο Αλέξανδρος (356-323 π.Χ) έμελλε να γίνει ένα από τους μεγαλύτερους στρατηγούς που έχει δει ο κόσμος. Σύμφωνα με τις αρχαίες πηγές σωματικά δεν ήταν και τόσο μεγάλος, ήταν κοντός, παρορμητικός μέθυσος, με κοκκινωπή όψη και ενοχλητική χροιά φωνής», αναφέρει ο “καθηγητής”.
hellasforce.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Το ιστολόγιο δεν υιοθετεί και δεν φέρει καμία ευθύνη για τα σχόλια των αναγνωστών του. Πλέον, οι αναγνώστες μπορούν να σχολιάζουν με το λογαριασμό τους στο facebook ή με λογαριασμούς από τα υπόλοιπα κοινωνικά δίκτυα. Τα ανώνυμα σχόλια θα παραμείνουν κλειστά όσο υπάρχουν άτομα που κρύβονται πίσω από την ανωνυμία για να προβοκάρουν και να επιτεθούν σε άλλους σχολιαστές για να επιβάλλουν τις απόψεις τους.