Η ασιατική κρίση του 1997 ανέδειξε το πρόβλημα της σύνδεσης των νομισμάτων πολλών ασιατικών κρατών με το δολάριο, μεταξύ των οποίων και η Κίνα, καθώς, στην προσπάθεια τους να εξασφαλίσουν τη νομισματική και χρηματοπιστωτική σταθερότητα που παρέχει ένας ισχυρός δεσμός με το παγκόσμιο, αμερικανικό, νόμισμα, παρέλειψαν να υπολογίσουν και να προετοιμαστούν για τον κίνδυνο επίθεσης εναντίον των νομισμάτων τους, στην περίπτωση που συμμετέχοντες στη νομισματική αγορά προσπαθούσαν να εκμεταλλευτούν την εμφάνιση σημαντικών αποκλίσεων μεταξύ των οικονομιών της Ασίας έναντι των ΗΠΑ, οι οποίες θα έπαυαν να δικαιολογούν τη διατήρηση της ισοτιμίας τους με το δολάριο σταθερή.
Με απλά λόγια, μία σταθερή με ένα νόμισμα ισοτιμία (ή ισοτιμία κυμαινόμενη εντός ενός στενού εύρους), πρέπει να συνοδεύεται από μία σταθερή και παράλληλη οικονομική πορεία των κρατών που συνδέονται νομισματικά, ειδάλλως το μικρότερο από τις ΗΠΑ κράτος που έχει συνδέσει το νόμισμα του στο δολάριο, είναι πιθανό, κάποια, στιγμή, να χρειαστεί να προβεί σε υποτίμηση ώστε να γίνει περισσότερο ανταγωνιστικό και να τονώσει την οικονομία του ή αν δεν το κάνει, είναι πιθανό συμμετέχοντες στην αγορά νομισμάτων να επιχειρήσουν να επιτεθούν στο νόμισμα επιδιώκοντας την υποτίμηση του με στόχο να κερδίσουν από αυτήν (ή να επιδιώξουν την ανατίμηση του, ανάλογα με την περίπτωση).
Τα ασιατικά κράτη, όπως η Ταϋλάνδη, η Ινδονησία, η Μαλαισία, το Χονγκ Κονγκ κλπ, δέχτηκαν ένα ισχυρό σοκ από την επίθεση εναντίον των νομισμάτων τους με στόχο την υποτίμηση τους και προσπάθησαν να τα προστατέψουν χρησιμοποιώντας τα αποθεματικά τους σε δολάριο, ήτοι χρησιμοποιώντας δολάρια για να αγοράσουν το κρατικό νόμισμα, ώστε να εξισορροπηθούν οι πιέσεις από τα διεθνή κεφάλαια που πουλούσαν τα ασιατικά νομίσματα. Ωστόσο, γρήγορα διαπίστωσαν πως τα αποθεματικά τους σε δολάρια δεν ήταν αρκετά και τελικά τα νομίσματά τους υποτιμήθηκαν, το χρέος τους αυξήθηκε προσαρμοζόμενο προς τα πάνω και κατέληξαν αντιμέτωπες με μία βαθιά κρίση.
Αποτέλεσμα αυτής της τραγικής νομισματικής εμπειρίας, ήταν τα ασιατικά κράτη να επιδοθούν στην αύξηση των αποθεματικών τους, με την Κίνα να παίζει το ρόλο του πρωταθλητή σε αυτόν τον τομέα, δημιουργώντας τη μεγαλύτερη αποθήκη δολαρίων στον κόσμο, η οποία, πέρα από το ίδιο το αμερικανικό νόμισμα περιλαμβάνει και τίτλους σε δολάρια, όπως τα αμερικανικά ομόλογα, κάνοντας τη χώρα το μεγαλύτερο δανειστή των ΗΠΑ. Καθώς, όμως, η Κίνα αναπτυσσόταν και αναδυόταν σε μία από τις μεγαλύτερες οικονομίες του κόσμου, δημιουργήθηκε ένα πρωτοφανές νομισματικό φαινόμενο, κατά το οποίο ένα κράτος πολύ μεγαλύτερο σε πληθυσμό από τις ΗΠΑ και με μία οικονομία μεγάλου μεγέθους και πολύ γρηγορότερα αναπτυσσόμενη από την αμερικανική, είχε συνδέσει το νόμισμα της στο δολάριο, έχοντας, ταυτόχρονα και τεράστια αποθεματικά εκφρασμένα σε αυτό (σε δολάριο), έτσι ώστε να ήταν αδύνατο να πέσει θύμα κερδοσκοπικής επίθεσης και να αναγκαστεί να αλλάξει την ισοτιμία χωρίς να το θέλει.
Για πρώτη φορά στη νομισματική ιστορία το παγκόσμιο νόμισμα (δολάριο), στο οποίο ένα άλλο κράτος, χωρίς παγκόσμιο νόμισμα, συνέδεε το δικό του (Κίνα), μετατράπηκε σε δίκοπο μαχαίρι, η μία κόψη του οποίου μπορούσε να πληγώσει το ίδιο (τις ΗΠΑ). Έτσι, όσο οι ΗΠΑ άφηναν το δολάριο να διολισθήσει προσπαθώντας να τονώσουν την οικονομία τους μέσα στο περιβάλλον ύφεσης της δεκαετίας του 2000, έβλεπαν να διολισθαίνει και το κινέζικο νόμισμα κάνοντας την Κίνα όλο και πιο φθηνή και ανταγωνιστική και συνδράμοντας στην αύξηση του ρυθμού ανάπτυξης της και στη μεγέθυνση της οικονομίας της, η οποία έκλεινε όλο και περισσότερο την ψαλίδα με την αμερικανική.
Αυτό δημιούργησε έναν πονοκέφαλο ασύλληπτων διαστάσεων στις ΗΠΑ, οι οποίες δέχονταν ασταμάτητα και τα πυρά της Ευρώπης αλλά και της Ιαπωνίας , της Ρωσίας και των κρατών της Νοτίου Αμερικής, καθώς η εμμονή τους στη επιλογή νομισματικής πολιτικής με στόχο τη διολίσθηση του δολαρίου, ενίσχυε όλο και περισσότερο την κινεζική οικονομία εις βάρος τους αλλά και εις βάρος όλου του υπολοίπου κόσμου, δημιουργώντας ένα παντοδύναμο οικονομικό μεγαθήριο, το οποίο και τελικά, το 2009, ξεπέρασε τη Γερμανία ως μεγαλύτερη εξαγωγική χώρα στον κόσμο, καταλαμβάνοντας την πρώτη θέση στη σχετική λίστα και ανεβαίνοντας άλλο ένα σκαλάκι προς την κατάκτηση και άλλων οικονομικών πρωτιών, με απώτερη προοπτική την μετατροπή της στη μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου.
Ο μόνος τρόπος για να επιβραδυνθεί (όχι να αποφευχθεί) αυτή η εξέλιξη ήταν η αποσύνδεση του κινεζικού γουάν από το δολάριο, κάτι το οποίο οι ΗΠΑ επιδιώκουν με κάθε μέσο εδώ και 10 χρόνια. Ωστόσο, το γεγονός πως η Κίνα αποτελεί το μεγαλύτερο δανειστή των ΗΠΑ, έχει υπάρξει καταλυτικός αποτρεπτικός παράγοντας της κήρυξης ενός ουσιαστικού εμπορικού ή διπλωματικού πολέμου εναντίον της, με αποτέλεσμα η τελευταία να έχει αδιαφορήσει θεαματικά για τις αμερικανικές πιέσεις, εκμεταλλευόμενη στο έπακρο τις διεθνείς νομισματικές και χρηματοπιστωτικές συγκυρίες, ώστε να αποκτήσει ταχύτητα μία ηγετική θέση στο παγκόσμιο οικονομικό σκηνικό.
Φτάνοντας στο 2010, ωστόσο, η Κίνα τρέχει με φρενήρεις ρυθμούς ανάπτυξης και έχει να αντιμετωπίσει, μεταξύ άλλων, μία τεραστίων διαστάσεων φούσκα ακινήτων, με αποτέλεσμα να χρειάζεται άμεσα αντιπληθωριστική νομισματική πολιτική, πριν η οικονομία της τιναχτεί στον αέρα. Για να γίνει αυτό πιο κατανοητό, αρκεί να σκεφτούμε την ανάπτυξη ως ένα πολύ ισχυρό μείγμα βιταμινών και δυναμωτικών ουσιών, τα οποία τροφοδοτούνται σε ολοένα και μεγαλύτερες ποσότητες σε έναν αθλητή, με τρόπο τέτοιο, που τελικά τον ωθούν πέραν των φυσικών του ορίων, με κίνδυνο να του προκαλέσουν έμφραγμα. Η ανάπτυξη δηλαδή, είναι κάτι το οποίο πρέπει να γίνεται με μέτρο, ειδάλλως μπορεί να αποβεί καταστροφική και αυτό κινδυνεύει να πάθει η Κίνα σήμερα.
Το αποτέλεσμα είναι να την εξυπηρετεί η ανατίμηση του νομίσματος της, (κάτι το οποίο και συνέβη εν μέρει εξαιτίας της ανατίμησης του δολαρίου μετά το ξέσπασμα της ελληνικής και της ευρωπαϊκής κρίσης) αλλά και να τη συμφέρει, για πρώτη φορά, να επιτρέψει την αύξηση των ορίων διακύμανσης του νομίσματος της έναντι του δολαρίου, επιτρέποντας, δηλαδή, την χαλάρωση της σύνδεσης του με αυτό. Μέσα σε αυτά τα πλαίσια ελήφθη η πρόσφατη σχετική απόφαση από τους Κινέζους ιθύνοντες, η οποία, μάλιστα, έλαβε χώρα νωρίς ώστε να προλάβει ενδεχόμενη σκληρή κριτική από το επερχόμενο συνέδριο των G20, στο οποίο αναμενόταν να ζητηθεί η λήψη μέτρων απέναντι στην κινέζικη νομισματική πολιτική.
Έτσι, η Κίνα δεν αποσύνδεσε το νόμισμα της από το δολάριο αλλά αύξησε τα όρια διακύμανσης του με αυτό, χωρίς, βέβαια, να δεσμευτεί ότι δεν πρόκειται ποτέ στο μέλλον να επιστρέψει σε στενότερα όρια, αν κρίνει πως κάτι τέτοιο θα εξυπηρετούσε τα συμφέροντα της. Προς το παρόν, λοιπόν, οι ΗΠΑ και ο υπόλοιπος κόσμος έλαβαν μία τονωτική ένεση για τις οικονομίες τους, καθώς το γουάν αναμένεται να ανατιμηθεί έτσι που να κάνει την Κίνα περισσότερο ακριβή και λιγότερο ανταγωνιστική. Στην ουσία, όμως, αυτό που έχει διαφανεί ξεκάθαρα, είναι πως έχει χαθεί η παντοδυναμία του δολαρίου, με την αμερικανική οικονομία, πλέον, να έχει συνδέσει τη μοίρα της με αυτήν της κινεζικής, με τρόπο που πριν από μερικές δεκαετίες φαινόταν αδιανόητος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Το ιστολόγιο δεν υιοθετεί και δεν φέρει καμία ευθύνη για τα σχόλια των αναγνωστών του. Πλέον, οι αναγνώστες μπορούν να σχολιάζουν με το λογαριασμό τους στο facebook ή με λογαριασμούς από τα υπόλοιπα κοινωνικά δίκτυα. Τα ανώνυμα σχόλια θα παραμείνουν κλειστά όσο υπάρχουν άτομα που κρύβονται πίσω από την ανωνυμία για να προβοκάρουν και να επιτεθούν σε άλλους σχολιαστές για να επιβάλλουν τις απόψεις τους.