Δευτέρα 17 Νοεμβρίου 2014

Το μεγάλο κρύο δεν ήρθε ακόμη...



Πέρασε πολύς καιρός, που είχα να ανέβω πάνω στο βουνό, στα Πομακοχώρια, για να πιω έναν καφέ με τον φίλο μου τον Αλή. Αλλά, δεν μπορούσα να κάνω κι αλλιώς, αφού οι επισκέψεις μου στο σπίτι του, είχαν γίνει η αιτία να βρεθεί για αρκετό καιρό άνεργος, επειδή θεωρήθηκε από το «δοβλέτι» ως φίλος "γκιαούρη" (Έλληνα)…
Τηλεφωνηθήκαμε και μου ζήτησε να βρεθούμε σπίτι του, για να τα πούμε. Και όταν ένας φίλος σαν τον Αλή σε προσκαλεί σπίτι του, είναι κάτι περισσότερο από αγένεια να του αρνηθείς.
Πήρα την τελευταία στροφή και μπροστά μου εμφανίστηκε το χωριό του. Η βαριά συννεφιά και το λιγοστό φως του ήλιου έκρυβαν τα χρώματα που το πλημμυρίζουν τις καλές ηλιόλουστες ημέρες.

Έφτασα στο σπίτι του. Στους δρόμους δεν υπήρχαν παρά μόνο κάτι παιδιά που έπαιζαν με τα ποδήλατά τους. Χτύπησα την πόρτα και μου άνοιξε ο ίδιος. Αγκαλιαστήκαμε όχι σαν φίλοι, αλλά σαν αδελφοί. Με κοίταξε ευθεία μέσα στα μάτια και με ένα αληθινό χαμόγελο με οδήγησε στο καθιστικό του σπιτιού. Η γυναίκα του μαγείρευε ήταν στην κουζίνα και μαγείρευε, αφήνοντας τις μυρωδιές να πλανιώνται μέσα στο ζεστό από την ξυλόσομπα σπίτι. Τα παιδιά διάβαζαν τα μαθήματά τους, αλλά ήρθαν να με καλωσορίσουν μαζί με τη μητέρα τους.
Καθίσαμε μαζί με τον Αλή, ο ένας απέναντι στον άλλο. Μείναμε για λίγο σιωπηλοί. Πέρασε καιρός που είχαμε να τα πούμε. Και η αλήθεια είναι πως συνέβησαν πολλά σε όλο αυτό το διάστημα. Αρκετά από όσα έγιναν όμως, ήταν κοινά, όπως τα προβλήματα που έφερε η κρίση.
- Πώς πας από δουλειά και από υγεία; Πώς πηγαίνουν τα παιδιά στο σχολείο; Τι λέει ο μεγάλος σου γιός με τις σπουδές του; Τον ρώτησα, ξέροντας πως θα ακολουθούσε ένας καταρράκτης…
- Φίλε μου, αν σου πω ότι όλα πάνε καλά. Θα σου πω ψέματα. Στη δουλειά ίσα που τα φέρνω πέρα. Βλέπεις, δουλειά υπάρχει, αλλά χωρίς ένσημο. Δεν με έχουνε εγκρίνει για να μου βάλουν το ένσημο. Δεν είναι σίγουροι ότι είμαι «δικός τους». Και ξέρεις ότι λέω γι αυτούς που ήρθανε εδώ πέρα και μας λένε ότι είμαστε Τούρκοι. Και με τα λεφτά τους πήρανε όλες τις εργολαβίες. Εγώ είμαι οικοδόμος. Αυτή τη δουλειά κάνω, αλλά με 10 μεροκάματα το μήνα και αυτά χωρίς ασφάλιση, με κάνουν και ανησυχώ. Τι θα γίνει, τι θα κάνω, αν –μακριά από δω- υπάρξει μια αρρώστια; Αναγκαστικά θα τρέξω σε αυτούς για να μου δώσουν λεφτά, για να με βοηθήσουν, για να τους πω κι ευχαριστώ επειδή δεν μου βάζουνε ένσημα και στην δύσκολη στιγμή θα έχω βρεθεί ανήμπορος, να περιμένω την ελεημοσύνη τους.
- Γιατί δεν βγαίνεις στο εξωτερικό για μερικούς μήνες; Να αφήσεις τη γυναίκα σου στον πατέρα σου και να πας για μερικούς μήνες να μαζέψεις λεφτά, αφού εδώ δεν υπάρχει δουλειά…
- Μα, για να πάω έξω, θα πρέπει να μπω σε κάποια ομάδα.
- Τι εννοείς; τον ρώτησα. Τι ομάδα;
- Ομάδα, που θα έχει εγκρίνει από δω «κάποιος». Θα πάω για μερικούς μήνες, το πολύ έξι και θα γυρίσω. Θα πρέπει να πάω μαζί με άλλους συστημένος, σε εργολάβο, τούρκο, που θα μας περιμένει. Λεφτά όχι πολλά. Όσα θα έβγαζα εδώ αν υπήρχε κανονική δουλειά. Αλλά με επιστροφή γρήγορη, επειδή έχουν να «τακτοποιήσουν» πολλούς. Κι αν δεν συμπεριφερθώ εκεί που θα πάω όπως «πρέπει», τότε θα κλείσει οριστικά η πόρτα για δουλειά στο εξωτερικό.
- Τι εννοείς, αν συμπεριφερθείς όπως πρέπει, τον ρώτησα.
- Θα πρέπει να ακολουθώ όσα μου λένε. Και δεν μιλάω μόνο για τη δουλειά ή για το τζαμί. Μιλάω και για άλλα πράγματα. Για κάποιες συγκεντρώσεις, για κάποιες ομιλίες που γίνονται εκεί. Και αυτές οι ομιλίες γίνονται από κάποιους τούρκους, οργανωμένους…
Έσκυψα το κεφάλι. Τι να του πω; Πλησίασα τα χέρια μου στη σόμπα… Η Φατμέ ακούμπησε δίπλα μας από ένα μικρό τραπεζάκι και μας έφερε τον καφέ και τον τακτοποίησε σε μαζί με κουλουράκια. Χαμογελαστή, αλλά σιωπηλή, αποχώρησε αθόρυβα…
- Θέλω, ακόμα, να σου πω ότι εδώ πάνω όλες οι οικογένειες σχεδόν στέλνουν τους άντρες τους για δουλειά στο εξωτερικό. Έτσι, έχουν λεφτά, από 10 έως 15 χιλιάδες το χρόνο, αν δουλεύουν δύο άντρες από το σπίτι, αλλά έχουν και διπλή υποχρέωση σε εκείνους που τους δίνουν τη δουλειά και σε εκείνους που προσέχουν την οικογένεια επειδή οι άντρες λείπουν σχεδόν το μισό χρόνο. Μην ακούς εκείνους που κλαίγονται. Λεφτά έχουν. Τους έχει λείψει όμως η περηφάνεια τους. Αλλά και δεν μπορούν να κάνουν αλλιώς. Προσαρμόζονται, προσαρμοζόμαστε, στη νέα κατάσταση με τον τούρκο στο κεφάλι μας. Και γι αυτό δεν φταίμε εμείς, αλλά εκείνοι που μας εγκατέλειψαν στα χέρια αυτών, των τούρκων. Σιχαίνομαι όταν βλέπω Πομάκους να τρέχουν να χαιρετήσουν τους ανθρώπους από το δοβλέτι ή άλλους να σκύβουν να φιλήσουν το χέρι τουρκο-αφεντάδων. Αλλά, ή θα πρέπει να κάνουμε αυτό ή να πάρουμε ένα τσεκούρι και να τους κυνηγήσουμε… για να καταλήξουμε στη φυλακή από το ελληνικό κράτος, επειδή κυνηγήσαμε κάποιους που θέλουν να τουρκέψουν εμάς και τα παιδιά μας.
Άκουγα τον Αλή πίνοντας τον καφέ μου. Με είχε αφοπλίσει, για μία ακόμη φορά με την σκληρή πραγματικότητα και την ειλικρίνειά του. Άρχισα να ζεσταίνομαι πολύ και δεν έφταιγε η ζέστη από τη σόμπα. Ήταν ο θυμός που ένιωσα από την εγκατάλειψη αυτών των ανθρώπων.
Κατάλαβε ότι «άναψα», ρούφηξε τον καφέ του και σηκώθηκε καλώντας με να βγούμε στην αυλή, στο πίσω μέρος του σπιτιού. Βγήκαμε και η θέα ήταν τρομακτικά υπέροχη. Τα σύννεφα χαμηλά, αγκάλιαζαν και έκρυβαν το μισό από το απέναντι βουνό. Καθίσαμε πάνω σε δύο ξύλινους κομμένους κορμούς, κάτω από το στέγαστρο που στηριζόταν στο σπίτι του.
- Ήθελα να καθίσουμε εδώ, μου είπε. Θέλω να αναπνέω αέρα. Πολλές φορές νιώθω ότι κάποιος μου παίρνει τον αέρα. Εδώ καθόμουνα και πριν, δίπλα στη φωτιά (ένα μικρό ανοιχτό τζάκι πάνω στο οποίο έκαιγαν δύο μεγάλα ξύλινα κούτσουρα).
Σηκώθηκε, και πήγε στο τζάκι. Γρήγορα γύρισε κρατώντας ένα μία πετσέτα. Την άνοιξε και είδα ότι μέσα της υπήρχαν φρεσκο-ψημένα κάστανα. Πήρα μερικά και τα ακούμπησα στην άκρη του ξύλου που καθόμουνα. Ο Αλή μου έδωσε κι ένα μαχαίρι…
- Κόψε και φάε, μου είπε χαμογελώντας. Μπορεί άλλοι να μας παίρνουν ότι έχουμε, αλλά ο Θεός μας τα δίνει αυτά τζάμπα.
- Τα παιδιά πως πάνε στο σχολείο; τον ρώτησα.
- Κοίταξε, τα μικρά πάνε καλά. Αν και δυσκολεύονται πολύ με τα τούρκικα. Και το πρόβλημα είναι μεγάλο, επειδή ούτε εγώ ούτε η Φατμέ ξέρουμε τούρκικα και δεν μπορούμε να τα βοηθήσουμε.
- Με τα μαθήματα στο Κοράνι τι κάνουν; Τελείωσαν;
- Εδώ να σου πω, υπάρχει πρόβλημα. Τα έστειλα και τα δύο να πάνε. Αλλά, ρωτώντας τα, έμαθα πως εκεί ο χότζας εκτός από Κοράνι έλεγε και άλλα πολλά στα παιδιά. Έτσι, αποφάσισα να τα σταματήσω κι όταν έρθει η ώρα, να κάνουν τα μαθήματα για το Κοράνι στο σχολείο. Δεν θέλω να «πιπιλίζουν» το μυαλό των παιδιών μου πληρωμένοι από τον τούρκο δάσκαλοι. Τα μαθήματα για το Κοράνι έχουν να κάνουν με τη θρησκεία και όχι με την πολιτική, ούτε και με την Τουρκία.
- Ο μεγάλος τι κάνει; Πως πάει στις σπουδές του;
- Ο μεγάλος θέλει να σταματήσει. Είναι στον τρίτο χρόνο, χρωστάει 5-6 μαθήματα. Διαβάζει πολύ, αλλά θέλει να σταματήσει. Τον ρώτησα γιατί και μου είπε, «πατέρα δεν μπορώ να τρώω έτοιμα λεφτά και να ξέρω ότι εσύ ταλαιπωριέσαι. Θα σταματήσω για να σε βοηθήσω και όποτε μπορέσω θα συνεχίσω τη σχολή μου». Εγώ πάλι ξέρω πως αν τον αφήσω να έρθει πίσω, δεν θα γυρίσει ποτέ. Άσε που, εγώ γι αυτόν δουλεύω. Για να τον δω να βγαίνει μακριά από την δικιά μου την κούραση, για να τον δω να προοδεύει και, αν είμαι καλός γονιός και εκτιμήσει όσα κάνω, να με κοιτάξει στα γεράματά μου, εμένα και τη μάνα του, την Φατμέ.
Γύρισε κοίταξε στο κάτω μέρος της αυλής. Σηκώθηκε και φτάνοντας κάπου στη γωνιά της, πήρε ένα σκεπάρνι και άρχισε να σκάβει.
- Τι κάνεις εκεί; Τον ρώτησα απορημένος…
- Περίμενε, θα δεις. Δεν σου είπα ότι ο Θεός μας ταΐζει; Ε, περίμενε…
Αφού έσκαψε λίγο ακόμη, έβγαλε μέσα από το χώμα που άχνιζε και πήρε στη χούφτα δύο μεγάλες πατάτες.
- Τις έβαλα από πριν. Έβαλα μερικά αναμμένα κάρβουνα σε ένα λάκκο, τα σκέπασα με χώμα, έβαλα και τις πατάτες από πάνω και σκέπασα τον λάκκο. Οι πατάτες είναι δικές μου. Χωρίς φάρμακα, μου είπε και μου πρόσφερε τη μία…
- Κόψε την στη μέση, βάλε και λίγο αλάτι, μου είπε χαμογελώντας…
Έκοψα στην μέση την πατάτα που έκαιγε και έβαλα λίγο αλάτι στο εσωτερικό της. Πήρα το κουτάλι που μου έδωσε ο Αλή και γεύτηκα την πιό όμορφη και γευστική τροφή που υπάρχει...
Ο Αλή με κοίταζε ευχαριστημένος διαπιστώνοντας την ικανοποίησή μου από την προσφορά του.
- Μακάρι να είναι όλα τόσο όμορφα στη ζωή μας από δω και πέρα, μου είπε. Μακάρι, να δώσει ο Θεός η ζωή όλων να είναι γλυκιά, τρυφερή και ζεστή όπως αυτή η πατάτα...
Η ευχή του αυτή ακούστηκε μέσα στην ησυχία του βουνού σαν ευλογία...
- Ξέρεις, μου είπε, δεν άλλαξες καθόλου, και χαίρομαι γι αυτό. Στο λέω, επειδή τελευταία, με αυτά που κάνουν αυτοί οι εγκληματίες στη Συρία και στο Ιράκ, κάποιοι νομίζουν ότι κι εμείς οι Πομάκοι είμαστε εγκληματίες, επειδή είμαστε μουσουλμάνοι. Και δεν είναι ότι τολμάνε να μας το πούνε. Φαίνεται στον τρόπο που μας κοιτάζουν. Κρίμα, γιατί αν για εσάς τους χριστιανούς αυτοί είναι εγκληματίες, για εμάς τους μουσουλμάνους είναι 100 φορές εγκληματίες. Γιατί δεν ντροπιάζουν μόνο τον εαυτό τους και την πίστη τους στον Θεό. Λερώνουν και την δικιά μας την πίστη, επειδή πιστεύουμε στον ίδιο Θεό. Κι αυτό ήθελα να σου το πω. Να πεις σε όσους ξέρεις πως αν ήταν στο δικό μας χέρι, αυτοί οι φονιάδες θα είχαν εξαφανιστεί, γιατί όλα όσα κάνουν είναι ντροπή, γιατί έτσι σκοτώνουν την αγάπη, για να κάνουν το θέλημα των μεγάλων. Και είναι πολύ βαρύ για εμάς τους Πομάκους. Μέχρι σήμερα θέλανε να μας κάνουν Τούρκους. Και τον τελευταίο καιρό θέλουν να μας εμφανίσουν και σαν εγκληματίες. Και όλα αυτά επειδή είμαστε μουσουλμάνοι...
Αυτά τα είπε με παράπονο ο Αλή. Με πόνο ψυχής, και είχε απόλυτο δίκιο.
Μείναμε αμίλητοι γι αρκετή ώρα. Δεν χρειαζόταν την συγκατάβασή μου για να ξέρει ότι είμαι στο πλευρό του και ότι του δίνω δίκιο. Μείναμε να κοιτάζουμε τα παιχνίδια που κάνανε τα σύννεφα στην απέναντι πλευρά του βουνού. Ήταν μία από εκείνες τις στιγμές που η σιωπή τα λέει όλα...
Σηκώθηκα όρθιος και πλησίασα τον Αλή. Είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει. Τον αγκάλιασα σαν αδερφό.
- Μην στεναχωριέσαι, του είπα. Οι άνθρωποι είναι γεννημένοι για να κάνουν λάθη, αλλά η αλήθεια και το δίκιο ποτέ δεν κρύβονται, ό,τι κι αν γίνει.
Γυρίσαμε προς το σπίτι. Ήρθε η Φατμέ, και τα παιδιά. Κάθισα λίγο μαζί τους να τα βοηθήσω, επειδή είχαν κάποιες απορίες στα μαθήματά τους. Η θαλπωρή αυτού του σπιτιού με κάνει να νιώθω σαν το σπίτι μου.
Αποχαιρετηθήκαμε. Ήδη είχε σκοτεινιάσει.
- Καλό ξημέρωμα να έχουμε Αλή. Θα περάσει η νύχτα και αύριο θα είναι μία άλλη, καινούργια ημέρα.
- Καλό χειμώνα να έχουμε και να δώσει ο Θεός όλα να γίνουν καλά και όπως πρέπει, μου είπε ο Αλή...
Πήρα τον κατήφορο οδηγώντας μέσα από έναν δρόμο γεμάτο στροφές. Η νύχτα έπεσε για τα καλά παντού, εκτός από τις καρδιές ανθρώπων όπως εκείνη του Αλή... Και το μεγάλο κρύο του χειμώνα δεν ήρθε ακόμη...
Πηγή "Ας Μιλήσουμε Επιτέλους!"

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Το ιστολόγιο δεν υιοθετεί και δεν φέρει καμία ευθύνη για τα σχόλια των αναγνωστών του. Πλέον, οι αναγνώστες μπορούν να σχολιάζουν με το λογαριασμό τους στο facebook ή με λογαριασμούς από τα υπόλοιπα κοινωνικά δίκτυα. Τα ανώνυμα σχόλια θα παραμείνουν κλειστά όσο υπάρχουν άτομα που κρύβονται πίσω από την ανωνυμία για να προβοκάρουν και να επιτεθούν σε άλλους σχολιαστές για να επιβάλλουν τις απόψεις τους.