Σάββατο 21 Μαρτίου 2015

Παρασκήνια της ρωσοτουρκικής προσέγγισης το 1921 και ο (μεγαλοποιημένος;) ρόλος των Ρώσων στην Μικρασιατική καταστροφή


Παρασκήνια της ρωσοτουρκικής προσέγγισης το 1921 και ο (μεγαλοποιημένος;) ρόλος των Ρώσων στην Μικρασιατική καταστροφή - διαφορές στην "αμυντική συμπεριφορά" Ελλήνων και Τούρκων το 1821 και το 1921 αντίστοιχα
Επιμέλεια - σχόλια: Γιώργος Ανεστόπουλος
Εάν κληθεί κάποιος να εντοπίσει μια ειδοποιό διαφορά μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων στα πολεμικά χαρακτηριστικά των δύο περιόδων, του 1821 και του 1921 θα έπρεπε να κυριαρχήσει μια βασική επισήμανση:

ο τρόπος αντίδρασης του αμυνόμενου στην δράση του επιτιθέμενου.
Το 1821, οι Τούρκοι κατακτητές υποτιμητικά ονόμαζαν τους Έλληνες επαναστάτες"τσόλια".
Τσόλια είναι στα τούρκικα τα "παλιόρουχα".
Τους αποκαλούσαν λοιπόν απαξιωτικά "κουρελήδες".

Να όμως που αυτοί οι "κουρελήδες" δεν χαμπάριαζαν από τακτική και αριθμητική ανωτερότητα ούτε κι από υπεροπλίες του Τουρκικού στρατού.
Επιτίθονταν και ξαναεπιτίθονταν αντάρτικα, "ανορθόδοξα" (ασύμμετρα), ξανά και ξανά μέχρι που χάρη στο πείσμα τους έγινε το θαύμα και ήρθε η απελευθέρωση.
(Χάρη στους συμμαχικούς στόλους στο Ναυαρίνο θα πουν κάποιοι κακεντρεχείς, αλλά θα τους θυμίσουμε πως ΚΑΝΕΙΣ ποτέ στην ιστορία δεν νίκησε ΟΛΟΜΟΝΑΧΟΣ. Την νίκη την δίνουν πάντα οι κατάλληλες "συμμαχικές στηρίξεις". Άλλωστε, και ο σουλτάνος εκείνη την εποχή - 1827 - κατέρρεε, δεν τα έβγαζε πέρα με τους Έλληνες και κάλεσε τον σύμμαχό του εξ' Αιγύπτου (και πάλι γαλλοτραφή και γαλλοεκπαιδευμένο) Ιμπραήμ να "καθαρίσει" στο Μοριά...απλά, ο σύμμαχος του ενός εξόντωσε τον σύμμαχο του άλλου).
Έτσι λοιπόν, τα "τσόλια" μετατράπηκαν στον "επίφοβο και τιμημένο Έλληνα ΤΣΟΛΙΑ"...
Αντιθέτως, τι έκαναν οι Τούρκοι εκατό χρόνια μετά όταν ήρθε η σειρά των Ελλήνων να "εισβάλλουν" στην Τουρκική ενδοχώρα;
Απλώς υποχωρούσαν ασταμάτητα επί δύο ολόκληρα χρόνια επειδή ως χαρακτηριστικό δείγμα επαγγελματιών θρασύδειλων αρνούνταν έντρομοι να κάτσουν και να πολεμήσουν έστω "αντάρτικα" - πλην μαζικά - εφόσον ο τακτικός τους στρατός ήταν διαλυμένος.
Χρειάστηκε να φτάσει ο Ελληνικός στρατός έξω από την Άγκυρα, να υποστεί χίλιες δυό στραβομάρες εξ' αιτίας των παθογενειών της Ελληνικής πολιτικής, να εγκαταλειφθούν οι Έλληνες από τους συμμάχους τους και αντίστοιχα να δεχτούν οι Τούρκοι από τους Ιταλογάλλους ισχυρότατες δόσεις "οικονομικοστρατιωτικής στήριξης" για ν' αποφασίσουν - αφού πρώτα τους έφτιαξαν με τα χίλια ζόρια τακτικό στρατό - να πολεμήσουν με τον - ιδιαιτέρως αποδυναμωμένο πλέον - Ελληνικό Στρατό...
Πάμε όμως να τα δούμε με την σειρά, με κεντρικό άξονα τον "περιβόητο Ρωσικό παράγοντα"...
....................
15 Μαΐου 1919, ο Ελληνικός Στρατός αποβιβάστηκε στη Σμύρνη.
Τέσσερις ημέρες μετά, στις 19 Μαΐου, ο Κεμάλ (Μουσταφά ακόμη) αποβιβάστηκε στη Σαμψούντα για να επιβάλλει (υποτίθεται) την «φιλοδυτική Σουλτανική πειθαρχία» στην αντιδραστική Ανατολία.
Άτακτοι οπλισμένοι τούρκοι (τσέτες) επιτίθονταν διαρκώς σε μη τουρκικούς πληθυσμούς (Έλληνες, Αρμένιους).
Τυπικά, ο Κεμάλ Μουσταφά πήγε για να "προστατέψει" αυτούς τους "μειονοτικούς πληθυσμούς" (άλλωστε η διαρκής γεννοκτονία τους από το 1908 ήταν το βαθύτερο αίτιο που έκανε επιβεβλημένη την Ελληνική στρατιωτική επιχείρηση στην Μικρά Ασία).
Με αυτό το "αιτιολογικό" συγκατατέθηκαν οι Συμμαχικές Δυνάμεις σ' αυτήν την αποστολή (οι Άγγλοι Αρμοστές κυρίως. Οι υπόλοιποι - Ιταλοί, Γάλλοι - έτσι κι αλλιώς αδιαφορούσαν παντελώς - μην πούμε πως "καλοκοίταγαν" από τότε στην "αντιδραστική Ανατολία").
Αμέσως δείχνει τον πραγματικό του ρόλο και τον πραγματικό λόγο που ζήτησε ο ίδιος να μετατεθεί εκεί.

Να εργαστεί κατά του ("συμβιβασμένου φιλοδυτικού") Σουλτάνου, των Δυτικών και των Ελλήνων.
Το μεγαλύτερο όπλο του πλέον ήταν η "ιστορική αντιμετάθεση του φονιά Τούρκου σε έναν πιο παθητικό ρόλο"...
Μετά τα αίσχη και το θανατικό που σκόρπισαν ξανά και ξανά στην αρρωστημένη ιστορία τους επί χίλια χρόνια, τόσο την παλαιότερη όσο και τη νεότερη, ξαφνικά είχαν μπει στο ρόλο του θύματος.

Πλέον ο κατακτητής ήταν ο Έλληνας.



Κι αυτό θα το χρησιμοποιούσαν στην αρχή για να επιβιώσουν και στην συνέχεια για να μετατραπούν - ξανά - σε επίφοβη περιφερειακή γεωπολιτική δύναμη.

Ακόμη και σήμερα, έξω από την Σχολή Αξιωματικών Στρατού της Άγκυρας υπάρχει μεγάλη πινακίδα που λέει:
"Θυμίσου πως οι μεγαλύτεροι εχθροί σου είναι ο Ρώσος και ο Έλληνας".
Οι δύο μεγαλύτερες εθνικές εορτές των Τούρκων είναι η Άλωση της Πόλης το 1453 και ο Διωγμός των Ελλήνων "Κατακτητών" το 1922.
Και οι δύο αναφέρονται στους Έλληνες...
Ιδίως η δεύτερη είναι μια γιορτή "Φόβου"..."Τρόμου" για τον Έλληνα Κατακτητή...που μονίμως "καραδοκεί για την αναβίωση της Αυτοκρατορίας των Ρωμιών (όπως το λένε)...και που το 1919 - 1921 σχεδόν το "άγγιξε"...
Ένιωσαν την ανάσα του στο σβέρκο τους...και το λεπίδι στο λαιμό τους...
Στα 900 περίπου χρόνια που κατέχει την Μικρά Ασία ο Τούρκος και εξαιρώντας την εισβολή του Ταμερλάνου καθώς κι εκείνος κι ο στρατός του τουρκικά φύλα ήταν, οι Έλληνες το 1919 - 22 ήταν ο ΜΟΝΟΣ στρατός που εισέβαλλε και κατέλαβε τα 2/3 της Τουρκίας επί σειρά μηνών - και μάλιστα χωρίς ΚΑΜΙΑ οικονομικοστρατιωτική βοήθεια από συμμάχους...
Αντίθετα, οι Τούρκοι για όσο δεν είχαν οικονομική και στρατιωτική βοήθεια υποχωρούσαν διαρκώς - επί δυόμισυ συναπτά έτη - φοβούμενοι να πολεμήσουν στα σοβαρά...
Την..."τιμή των τουρκικών όπλων" έσωσαν επί δύο χρόνια όχι τούρκοι αλλά τσερκέζοι τσέτες...που με ανώδυνες (κατ' ουσίαν) καταδρομικές παρενοχλούσαν (απλώς) τον Ελληνικό Στρατό επί δύο χρόνια.
Κι αν δεν είχαν την "πισώπλατη στήριξη" των Ιταλών από την πρώτη στιγμή δεν θα υπήρχαν ούτε κι αυτές οι παρενοχλήσεις.
Εξ' αιτίας αυτής της διαρκούς υποχώρησης των τούρκων, κατηγορήθηκε - ο Κεμάλ Μουσταφά - πολλές φορές στην Τουρκική εθνοσυνέλευση της Άγκυρας.

Να σημειωθεί πως ο "περιβόητος Κεμάλ" ΠΟΤΕ του δεν έδωσε μάχη που δεν υπήρχαν "εγγυήσεις" πως μπορεί να επικρατήσει. Σε όλη του την καριέρα.

Ήταν ένας "δειλός των μαχών" που πολεμούσε ΜΟΝΟΝ όταν είχε "σαφή υπεροπλία" και ικανή θωράκιση...όπως ακριβώς στην Καλλίπολη (που του έφτιαξε το "όνομα")...
Το ηθικό  τους άργησε πολύ ν' ανέβει παρ' ότι όσο περνούσε ο καιρός τους στήριζαν όλο και περισσότεροι (που αντίστοιχα ποτέ τους δεν στήριξαν την Ελλάδα, ούτε ακόμη κι όταν ήταν - τυπικά τουλάχιστον - σύμμαχοί της)...
Πρωτοστάτησαν βεβαίως οι Ιταλοί (πρώτοι απ' όλους κι από πολύ πολύ νωρίς μάλιστα), οι Γερμανοαυστριακοί ποτέ τους δεν σταμάτησαν να κάνουν κι αυτοί το "κατά δύναμιν", ακολούθησαν Γάλλοι, Αμερικανοί, τα απανταχού ισλαμικά (αποικιακά και μη) κράτη (αφού με αφορμή εκείνα τα "δρώμενα" ξεκίνησε ΕΚΕΙΝΗ ακριβώς την εποχή η "διεθνής του ισλαμικού τζιχαντισμού") και στο ΤΕΛΟΣ και οι Ρώσοι.
Μια βοήθεια - η ρωσική - που ουσιαστικά δόθηκε για πολύ μικρό χρονικό διάστημα (ιδίως σε σχέση με την Γαλλοϊταλική - με τέτοιους σύμμαχους τι τους θέλεις τους εχθρούς;) και που, όπως θα δούμε, οι Ρώσοι προσπάθησαν να την διακόψουν σχετικά έγκαιρα - όταν είδαν τους πρώην συμμάχους της Ελλάδας να στηρίζουν πλέον τους Τούρκους - και να "ισορροπήσουν" το δυνατόν την κατάσταση προσφέροντας πλέον την οικονομική/στρατιωτική/διπλωματική στήριξή τους στην Ελλάδα.
Πρόταση που - δυστυχώς - οι ηλίθιοι (και όπως πάντα πουλημένοι) πολιτικοί της εποχής αρνήθηκαν...ενώ έβλεπαν την καταστροφή να έρχεται...καταδικάζοντας έτσι την χώρα στην "Μικρασιατική Καταστροφή"...
Αυτά βεβαίως τις δεκαετίες που ακολούθησαν αποσιωπήθηκαν. Δόθηκε βάρος στην "ενοχή" της Ρωσίας για την Μικρασιατική καταστροφή. Και πως θα μπορούσε να γίνει αλλιώς; Ήταν βλέπεις ο "κακός" της υπόθεσης...Ο σοβιετικός...Πως γίνεται να έχουν την ευθύνη αυτής της Μεγίστης Καταστροφής οι "καλοί μας οι σύμμαχοι"; Πως θα μπορούσε ποτέ να είναι δυνατόν κάτι τέτοιο;
Εξάλλου, την ιστορία δεν την γράφει πάντα ο ισχυρός;
Ποιός έλεγχε την βιβλιογραφία στην Ελλάδα - και όχι μόνον - όλες αυτές τις δεκαετίες;
Οι "καλοί μας φίλοι" οι Δυτικοί που μας στηρίζουν και σήμερα...αυτοί που μας έφτιαξαν από τότε - και πολύ πριν το τότε - με κάτι τέτοιες "υποστηρικτικές διεθνείς δράσεις" όπως τότε, αυτό το "θεσπέσιο παρόν" που βιώνουμε σήμερα...
Ποιές διαδρομές λοιπόν ακολούθησε αυτή η τότε "Ρωσική στήριξη" προς τον (επίσης για τους Ρώσους ιστορικό εχθρό) Τούρκο;
Ας δούμε τα γεγονότα μέσα από κάποια βιβλία που αναφέρονται στον Ρωσικό παράγοντα της Μικρασιατικής Καταστροφής...
Πως άνοιξε ο δρόμος για τη συνεργασία Ρώσων (Σοβιετικών/μπολσεβίκων) - Τούρκων
(με στοιχεία από το «Η Μικρασιατική καταστροφή», εκδ. εφημ. Τα Νέα)

23 Ιουλίου 1919 ο Κεμάλ Μουσταφά συμμετέχει στο Συνέδριο του Ερζερούμ μαζί με άλλους 60 αντιπροσώπους των ανατολικών επαρχιών της Τουρκίας, όπου και εκλέγεται Πρόεδρος της αντιπροσωπευτικής επιτροπής που θα βγει απ’ το συνέδριο.
Τα βασικά σημεία της ομιλίας του (που θα του ανοίξουν δρόμους «αποδοχής και στήριξης», τόσο μέσα στην Τουρκία όσο και διεθνώς είναι:

Κατ’ αρχήν το Πατριωτικό: ο πολεμικός αγώνας των Τούρκων πλέον και για πρώτη φορά στην ιστορία τους μετατρέπεται σε «εθνικοαπελευθερωτικό».
Δεύτερον, Θρησκευτικό: διακηρύσσει την επιτακτική υπεράσπιση της Θρησκείας (Ισλάμ) και του Σουλτάνου/Χαλίφη έναντι των άπιστων. Καλεί δε σε συστράτευση όλα τα παρακλάδια του Ισλαμ. Σουνίτες, Αλεβίτες (Σιίτες), Μπεκτασήδες/Δερβίσηδες.

 Αυτό του ανοίγει το δρόμο της αποδοχής από μέρους όλου του Ισλαμικού κόσμου.
Τρίτο σημείο, Αντιαποικιακό: έχει ανάγκη την ηθική και υλική υποστήριξη των μουσουλμάνων του αποικιοκρατούμενου κόσμου, του οποίου η αντιαποικιακή συνείδηση εκφράζεται μέσα από την αγανάκτηση εναντίον της «χριστιανικής δύσης» και της πολιτικής της απέναντι στον χαλίφη.
 Ήδη από το 1919 οι αντιδράσεις του μουσουλμανικού κόσμου, από το Μαρόκο ως τη Συρία, την Αίγυπτο μέχρι την Ινδία, είναι έντονες. Στο πανινδικό συνέδριο για το Χαλιφάτο που πραγματοποιείται στην Ινδία μεταξύ 23 και 24 Νοεμβρίου 1919 η  φωνή των μουσουλμάνων εναντίον της «χριστιανικής Δύσης» συναντιέται με τη φωνή του αποικιοκρατούμενου κόσμου εναντίον της ιμπεριαλιστικής Δύσης.
Κι αυτό ήταν το τέταρτο σημείο: το αντιϊμπεριαλιστικό. Στο συνέδριο συμμετέχουν και εκπρόσωποι Ιντού – μεταξύ των οποίων και ο Νεχρού – ενώ πρόεδρος εκλέγεται ένας άλλος Ιντού – ο Γκάντι.

Ο Τύπος του αποικιοκρατούμενου κόσμου – στην Βομβάη, την Αίγυπτο, κλπ – αρχίζει να μεταδίδει οποιαδήποτε είδηση αφορά αυτόν τον νέο άνθρωπο – τον Κεμάλ – που αντιστέκεται στους αποικιοκράτες (σ.92).

Μάρτιο – Απρίλιο 1920 γίνονται εκλογές στην Ανατολία και υπάρχει πλέον η Μεγάλη Εθνοσυνέλευση της Άγκυρας που λειτουργεί ως «επαναστατική κυβέρνηση» αφού συγκεντρώνει όλες τις εξουσίες:νομοθετική και εκτελεστική.
 Η συγκέντρωση των εξουσιών από την εθνοσυνέλευση  είναι ένα κράμα ισλαμικής παράδοσης και μίμησης των σοβιέτ (σ.91).
Τακτικός τουρκικός στρατός κατ’ ουσίαν δεν υπάρχει.
Μόνον διάφορες ομάδες «ατάκτων» (τσέτες αποκαλούνταν από τους τούρκους) οι οποίοι άλλοτε συγκρούονταν (στην βορειοδυτική ανατολία) με τις αντίστοιχες ομάδες τσετών που ήταν αφοσιωμένες στην Κωνσταντινούπολη του Σουλτάνου και άλλοτε παρενοχλούσαν (χωρίς σοβαρά αποτελέσματα) την προέλαση του ελληνικού στρατού.
Το καλοκαίρι του 1920, όταν ο ελληνικός στρατός προωθείται με ταχύτητα σε μια ακτίνα 400 χιλιομέτρων, η κυριαρχία της Άγκυρας δοκιμάζεται σκληρά.
Ο (κατ’ ευφημισμόν) τακτικός στρατός του τουρκικού κινήματος αποδεικνύεται ανίκανος να αντιμετωπίσει τον ελληνικό που οι ικανότητές του έχουν πάρει μυθικές διαστάσεις στην Ανατολία.
Ο πληθυσμός της αντιδρά εναντίον της Άγκυρας για την αμείλικτη στρατολόγηση και τη βαριά φορολογία που επιβάλλει.
Όσο το κύρος των τσετών που αντιστέκονται με ανταρτοπόλεμο στον ελληνικό στρατό μεγαλώνει, τόσο αμφισβητείται η Άγκυρα (και ο Κεμάλ που διαρκώς αποφεύγει την σύγκρουση με τον ελληνικό στρατό και διατάσσει διαρκώς υποχώρηση) και ο συγκεντρωτισμός που επιβάλλει.
Τοπικοί γαιοκτήμονες καθώς και φυλές Κούρδων αρνούνται να υποταχθούν και ξεσηκώνονται. Αυτές οι εξεγέρσεις ενδυναμώνουν τη θέση των τσετών στους οποίους προσφεύγει η Άγκυρα (ο Κεμάλ) για να τις καταπνίξει.
Οι τσερκέζοι έχουν μεγίστη συμμετοχή στις ομάδες των τσετών.
Ο Τσερκέζ Ετέμ, κυριότερος αρχηγός αυτών των ομάδων γίνεται πανίσχυρος (σ.93)
Σε αυτή την κρίσιμη για το κίνημα περίοδο του δεύτερου μισού του 1920, ο Κεμάλ επικεντρώνει τις δυνάμεις του σε ένα σκοπό: στη σύναψη συμμαχίας με τους Μπολσεβίκους. Τη σημασία μιας τέτοιας συμμαχίας την έχει αντιληφθεί από το 1919, το 1920 ωστόσο είναι πλέον πεπεισμένος.
 Οι διαπραγματεύσεις αρχίζουν τον Ιούλιο του 1920, καθυστερούν ωστόσο εξαιτίας της Αρμενίας στην οποία είχαν παραχωρηθεί με τη Συνθήκη των Σεβρών οι επαρχίες Καρς, Βατούμ και Αρδαχάν.

Ο Κιαζίμ Καραμπεκίρ (τούρκος στρατηγός του Κεμάλ) πολεμά εναντίον της για τις περιοχές Βαν και Μπιτλις, τις οποίες ωστόσο οι Μπολσεβίκοι διεκδικούν να τους παραχωρηθούν.
Ο Κιαζίμ πασάς δεν συναινεί και μπλοκάρει τις διαπραγματεύσεις. Η ήττα της Αρμενίας από τις δυνάμεις του Κιαζίμ πασά και η υπογραφή, ανάμεσα στην κυβέρνηση της Άγκυρας και την ανεξάρτητη Αρμενία, της συνθήκης ειρήνης στο Αλεξαντροπόλ – Γκιουμρού στις 2 Δεκεμβρίου 1920, λύνουν το στρατιωτικό τουρκο-αρμενικό πρόβλημα.
Ωστόσο στις 4 Δεκεμβρίου, το ράδιο της Μόσχας κηρύσσει την «ίδρυση της σοβιετικής Δημοκρατίας της Αρμενίας», και το πρόβλημα καθίσταται πολιτικό, τουρκο – σοβιετικό.
Στις αρχές του 1921 οι διαπραγματεύσεις με την Άγκυρα ξαναρχίζουν. Το σύμφωνο φιλίας που υπογράφεται στις 16 Μαρτίου 1921 ανάμεσα στους Μπολσεβίκους και την Άγκυρα, σύμφωνα με το οποίο η Άγκυρα παραχωρεί το Ναχισεβάν και το Βατούμ και η Μόσχα δεσμεύεται για στρατιωτική και οικονομική βοήθεια, αξίζει για τον Κεμάλ όσο όλα τα εδάφη του κόσμου.
Οι συνέπειες από τη σύναψη του συμφώνου είναι τεράστιες καταρχάς για την εξέλιξη του ελληνοτουρκικού πολέμου.
Επιτρέπει στην Άγκυρα να μεταφέρει τις μοναδικές ισχυρές στρατιωτικές δυνάμεις (Κιαζίμ πασάς) που διέθετε από το ανατολικό στο δυτικό μέτωπο, εναντίον του ελληνικού στρατού, καθώς και να εκσυγχρονίσει τον στρατό με εξοπλισμό και τροφοδοσία.
Δεύτερον, για τη θέση της Άγκυρας στο διεθνές περιβάλλον. Το κίνημα των εθνικιστών αποκτά διεθνή νομιμοποίηση.
Βέβαια, το «άνοιγμα» στους Μπολσεβίκους έχει επιπτώσεις και στην πολιτική ζωή της Ανατολίας.
Οι κομμουνιστικές ιδέες και κυρίως ένας ιδιότυπος συγκερασμός σοσιαλισμού, κορπορατισμού, αντιϊμπεριαλισμού και «αντιστασιακού Ισλάμ», μέσα από τον οποίο επιδιώκεται η ταυτόχρονη κοινωνική ανάπτυξη με την εθνική ανεξαρτησία, κυκλοφορούν ευρέως στην Ανατολία και κερδίζουν συνεχώς έδαφος στη Μεγάλη Εθνοσυνέλευση.
Το Μάιο του 1920 ιδρύεται ο Πράσινος Στρατός (Γεσίλ Ορντού), η πρώτη σοβαρή πολιτική έκφραση του σοσιαλισμού – κορπορατισμού-ισλαμισμού και αντίπαλος του «Στρατού του Χαλίφη», που συντηρητικές ομάδες της Ανατολίας έχουν δημιουργήσει. Η προσχώρηση του Τσερκέζ Ετέμ στην οργάνωση κινητοποιεί τον Κεμάλ που διαβλέπει την απειλή που εγκυμονεί η αυξανόμενη πολιτική επιρροή του Ετέμ και του Πράσινου Στρατού.
 Στα «όπλα» που χρησιμοποιεί για να αντιμετωπίσει την απειλή αποτυπώνονται τα πρώτα δείγματα του κεμαλισμού: συγκυριακή υιοθέτηση στοιχείων της ιδεολογίας του αντιπάλου και της κεμαλικής αντίληψης περί δημοκρατίας: ηθική και φυσική εξόντωση του αντιπάλου.
 Ο Μουσταφά Κεμάλ «γίνεται αριστερός».
Αφού διαλύει (Ιούλιος 1920) την οργάνωση, επεξεργάζεται την ιδέα δημιουργίας ενός «αριστερού κόμματος» με το οποίο θα αποδείκνυε στη Μόσχα τις σοσιαλιστικές του ιδέες και θα περιθωριοποιούσε όλες τις φυγόκεντρες, «αριστερές» δυνάμεις που του αμφισβητούσαν ανοιχτά την πρωτοκαθεδρία.
Όταν στην Εθνοσυνέλευση συγκροτείται από στοιχεία που ανασυντάσσονται μετά τη διάλυση του Πράσινου Στρατού η Λαϊκή Ομάδα (Χαλκ Ζουμρεσί), ο Κεμάλ αντεπιτίθεται. Υιοθετεί παραφρασμένες τις ιδέες του προγράμματος της Λαϊκής Ομάδας και προλαβαίνοντάς την, ιδρύει το Κομμουνιστικό Κόμμα Τουρκίας. Σοσιαλιστές, όπως ο Ναντί, ο Μπεχίτς και άλλοι βρίσκονται περικυκλωμένοι από κάποιους περίεργους  «σοσιαλιστές», όπως ο Ισμέτ Τζελάλ, ο Φουάτ, ο Ρεφέτ, στρατιωτικοί, άνθρωποι του άμεσου περιβάλλοντος του Κεμάλ.
 Η απειλή ωστόσο δεν εξουδετερώνεται.

 Καταρχάς η Τρίτη Διεθνής δεν αναγνωρίζει το «κομμουνιστικό κόμμα» του Μουσταφά Κεμάλ, αφού επίσημα αναγνωρισμένο είναι το τουρκικό κομμουνιστικό κόμμα που ο Μουσταφά Σουπχί, εγκατεστημένος στη Ρωσία από το 1914, έχει ιδρύσει στο Μπακού την άνοιξη του 1920.
 Από την άλλη μεριά κάποιοι από τη Λαϊκή Ομάδα, όπως ο Τσερκέζ Ετέμ, μαζί με υποστηρικτές του Σουπχί ιδρύουν στην Άγκυρα τον Νοέμβριο του ’20 το Λαϊκό Σοσιαλιστικό Κόμμα.
 Αυτό αποκτά επιρροή στην Ανατολία τόσο λόγω της συμμετοχής του λαϊκού ήρωα Τσερκέζ Ετέμ, όσο και λόγω της άφιξης του ίδιου του Σουπχί στην Ανατολία.  Ο Μουσταφά Κεμάλ και οι άνθρωποί του αποφασίζουν να δράσουν δυναμικά και να λύσουν οριστικά το πρόβλημα.
Καταρχάς εξουδετερώνουν τον κίνδυνο «Τσερκέζ Ετέμ».
Μετά την άρνηση του Ετέμ να προσχωρήσει στον τακτικό στρατό, ο Κεμάλ στέλνει δυνάμεις εναντίον του και συλλαμβάνει τους περισσότερους από την ομάδα του.
Ο ίδιος ο Ετέμ γλιτώνει τη σύλληψη και προσχωρεί στον ελληνικό στρατό.
 Το Λαϊκό Σοσιαλιστικό Κόμμα διαλύεται. Σειρά έχει ο κίνδυνος «Σουπχί». Τη νύχτα μεταξύ 28 – 29 Ιανουαρίου ο Μουσταφά Σουπχί, η σύζυγός του και οι σύντροφοί του πνίγονται ανοιχτά της Τραπεζούντας. Η ευθύνη για τον πνιγμό των κομμουνιστών βαραίνει τις εθνικιστικές αρχές της Τραπεζούντας υπό τον τρομερό Γιαχιά Καγιά, η εντολή ωστόσο δόθηκε από την Άγκυρα, έστω κι αν δεν υπάρχουν στοιχεία ότι την έδωσε ο ίδιος ο Κεμάλ.

Η Σοβιετική Ρωσία παρ’ όλα αυτά δεν διακόπτει τις διαπραγματεύσεις με τον Κεμάλ.
Τον θάνατο του Σουπχί τον θρήνησε σε ένα από τα ποιήματά του ο νεαρός τότε Ναζίμ Χικμέτ που, εμπνευσμένος από τον αγώνα κατά των ιμπεριαλιστών, είχε επιστρέψει στην Άγκυρα, αλλά λίγο αργότερα απογοητευμένος ξαναέφυγε για τη Σοβιετική Ρωσία.
Ο κίνδυνος της δράσης στην Ανατολία ομάδων με κομμουνιστικό προσανατολισμό δεν εκλείπει.
 Ο άλλοτε ισχυρός άνδρας των Νεότουρκων, Ενβέρ, με ισχυρή ακόμη την επιρροή του τόσο μέσα στον τουρκικό στρατό όσο και σε τοπικές εθνικιστικές ομάδες (κυρίως της Τραπεζούντας), συμμετέχει στο «Συνέδριο των Λαών της Ανατολής» στο Μπακού τον Σεπτέμβριο του 1920.

Το Κόμμα των Σοβιέτ του Λαού που ιδρύει αμέσως μετά, με πρόγραμμα ριζοσπαστικό αλλά και ισλαμικό, έχει επίδραση στην Ανατολία όπου ο ίδιος υπολογίζει να μεταβεί το καλοκαίρι του 1921 μαζί με στρατό που προτίθεται να συγκροτήσει στον Καύκασο, με την υποστήριξη των Μπολσεβίκων.
Η κορύφωση του ελληνοτουρκικού πολέμου τον προλαβαίνει.
Η συμφωνία ωστόσο με την Σοβιετική Ένωση συμβάλλει στη συγκρότηση κι ενός «δεξιού», συντηρητικού μετώπου.
Βουλευτές της Εθνοσυνέλευσης, που είχαν πρωτοστατήσει στα συνέδρια για τη συγκρότηση εθνικού κινήματος στην Ανατολία, ιδρύουν το Μάρτιο του 1921 την Επιτροπή για τη διατήρηση των Ιερών Θεσμών, με στόχο την υπεράσπιση της θρησκείας εναντίον του κομμουνισμού.
Ο Μουσταφά Κεμάλ γίνεται «δεξιός» και ιδρύει το Μάιο του 1921 την Ομάδα για την Υπεράσπιση των Δικαιωμάτων. Μέλη της είναι κάποιοι από τους πιο έμπιστους ανθρώπους οι οποίοι έχουν υπό στενή επιτήρηση την Επιτροπή για τη Διατήρηση των Ιερών Θεσμών...» (σ.93 – 98) .
Ο Ρωσικός παράγοντας στην Μικρασιατική Καταστροφή
(Από την οπτική της "τουρκικής βιβλιογραφίας" - αποσπάσματα από το βιογραφικό βιβλίο των Βολκαν & Ιτσκοβιτς, Κεμάλ Ατατουρκ, εκδ. Καστανιώτη)
Λίγο μετά την αποβίβασή του στη Σαμψούντα, ο Μουσταφά Κεμάλ μεταφέρθηκε 60 χλμ ενδότερα στην Ανατολία, στη Χάβζα.
«...Όσο ήταν στη Χάβζα, ο Μουσταφά Κεμάλ δέχτηκε μια αντιπροσωπεία Ρώσων μπολσεβίκων. Παρά το ότι απέκρουσε τις προσπάθειές τους να τον προσηλυτίσουν στη φιλοσοφία τους, ανάμεσά τους σφυρηλατήθηκε ένας σημαντικός δεσμός, ο οποίος αργότερα θα αποδεικνυόταν ανεκτίμητος...». (σ.223)
«...Η Ανατολία γνώρισε επίσης και μια σειρά κομμουνιστικών κινημάτων. Γρήγορα μετά την αποβίβαση στη Σαμψούντα, ο Μουσταφά Κεμάλ δέχτηκε την επίσκεψη ενός αντιπροσώπου από την Ρωσία.....Αντίθετος με τους κομμουνιστές για λόγους αρχής, ο Μουσταφά Κεμάλ καταλάβαινε εντούτοις ότι είχε ανάγκη την βοήθειά τους.

 Τα περισσότερα από τα όπλα που θα χρησιμοποιούσαν αργότερα στον πόλεμο της ανεξαρτησίας θα τα έπαιρναν από τη Ρωσία.

(σημ. Γ.Α: έτσι λέει ο Τούρκος βιογράφος του Κεμάλ, αλλά τα στοιχεία της εξέλιξης της "Τουρκικής Αντίστασης ενάντια στον Έλληνα Εισβολέα" (χα! καλό ακούγεται, θα το χρησιμοποιώ συχνά!) δείχνουν πως την μεγαλύτερη στήριξη την πήραν από τους Δυτικούς και όχι από τους Ρώσους...
Για κάποιον αδιόρατο διπλωματικό λόγο αρνούνται όμως να το παραδεχτούν δημόσια μέχρι και σήμερα...Ίσως να μην έπρεπε να το παραδεχτούν για να μην αποδυναμώσουν την διαπραγματευτική τους ισχύ στην Λωζάνη το 1923 - ότι τάχαμου δεν είχαν ανάγκη τους Δυτικούς για να τα βγάλουν πέρα με τους Έλληνες και πως είναι αρκετά ισχυροί οι Τούρκοι ώστε να μην τους κάνουν ότι θέλουν οι Δυτικοί στην "μοιρασιά των προνομίων" πχ πετρέλαια της Μοσούλης, Στενά Δαρδανελίων, Αλεξανδρέτα, κλπ -  κι από τότε "τους έμεινε")...
Το 1920 οι Τούρκοι κομμουνιστές ενώθηκαν με την παλιά ομάδα για την Ενότητα και την Πρόοδο και συγκρότησαν το Λαϊκό Κομμουνιστικό Κόμμα. Λίγο μετά δημιουργήθηκε ένα ακόμα κομμουνιστικό κόμμα, με τις ευλογίες του Μουσταφά Κεμάλ και, διαφορετικά από ότι το πρώτο, κάπως κάτω από τον έλεγχό του.
Λέγεται ότι η ίδρυση του δεύτερου κομμουνιστικού κόμματος ήταν μέρος μιας πολιτικής διαίρει-και-βασίλευε στημένης από τον Μουσταφά Κεμάλ.
Όταν οι δραστηριότητες της πρώτης ομάδας άρχισαν να διευρύνονται στην Ανατολία, ο Μουσταφά Κεμάλ άρχισε να ασκεί ανοιχτή κριτική στον κομμουνισμό και μάλιστα οδήγησε κάποιους από τους κομμουνιστές ηγέτες σε δίκη.
 Αυτό, αν και εξόργισε τους Ρώσους, δεν τους απέτρεψε από το να υπογράψουν τον Μάρτιο του 1921 μια συνθήκη η οποία εξασφάλιζε στους Τούρκους σταθερή προμήθεια ρωσικών όπλων.
Μετά από την υπογραφή της συνθήκης οι Τούρκοι κομμουνιστές ηγέτες καταδικάστηκαν με σχετικά ελαφρές ποινές...» (σ.270)
«Ατατούρκ: εκείνη την εποχή – Νοέμβριο του 1920 – είχαμε θεωρήσει σωστό να σταλεί μια διπλωματική αποστολή στη Μόσχα. Και τώρα είχαμε την ευκαιρία να στείλουμε τον Αλί Φουάτ ως πρεσβευτή μας εκεί» (σ. 282)
«...Σκληρά πιεσμένος στα δυτικά από τους Έλληνες και στα ανατολικά από την ίδρυση ενός αρμενικού κράτους, ο Μουσταφά Κεμάλ έψαχνε να βρει πιθανές πηγές ανεφοδιασμού.

 Αρκετά κοντά, από πλευράς απόστασης και διατεθειμένοι να βοηθήσουν, τόσο για ιδεολογικούς όσο και για πρακτικούς λόγους, οι Σοβιετικοί εμφανίζονταν στον Μουσταφά Κεμάλ ως η καλύτερη δυνατότητά του.
 Τον Μάιο του 1920 έστειλε στη Μόσχα μια αποστολή, επικεφαλής της οποίας ήταν ο Μπεκίρ Σαμί, ο γιός ενός πρώην τσαρικού αξιωματικού, ο οποίος τα είχε χαλάσει με τους ανωτέρους του και είχε βρει καταφύγιο στην Οθωμανική Αυτοκρατορία.
 Ο Μπεκίρ Σαμί, ο οποίος αργότερα, το Φεβρουάριο του 1921, θα αντιπροσώπευε την κυβέρνηση της Άγκυρας στη συνδιάσκεψη του Λονδίνου, μετά από ένα μακρύ κι επίπονο ταξίδι μέσα από τις περιοχές της Ρωσίας οι οποίες είχαν ρημαχτεί από τις μάχες με τα τμήματα του Λευκού Στρατού του Ντενίκιν και του Βράγκελ, τον Ιούλιο του 1920 έφτασε στη Μόσχα. Μετά από κάποια καθυστέρηση ο Τσιτσέριν δέχτηκε την τουρκική αποστολή.

Δεν είχε καμιά αυταπάτη σχετικά με το αν ο Μουσταφά Κεμάλ ήταν σοσιαλιστής ή κομμουνιστής ή όχι, αλλά κάτω από αυτές τις περιστάσεις η βοήθεια προς την κυβέρνηση της Άγκυρας ήταν μια κίνηση που ταίριαζε με την πολιτική των Σοβιετικών.

 Μπαίνοντας σε αυτήν τη συμβολική σχέση, ο Μουσταφά Κεμάλ ήταν προετοιμασμένος να κάνει ότι καλύτερο μπορούσε γι’ αυτήν, καθώς αυτό που τον ένοιαζε ήταν τα σοβιετικά όπλα και το χρυσάφι.
    Τον Μουσταφά Κεμάλ και τους Σοβιετικούς τους ένωνε επίσης η αντίθεσή τους με την ίδρυση ενός ανεξάρτητου αρμενικού κράτους.

 Καταλαβαίνοντας ότι οι Σοβιετικοί είχαν σχέδιο να πάρουν όσο μεγαλύτερο μέρος γινόταν από την αρμενική περιοχή, ο Μουσταφά Κεμάλ αποφάσισε να προχωρήσει με το στρατό που υπήρχε στο ανατολικό μέτωπο της Τουρκίας και να επεκταθεί ούτως ώστε να μπορέσει, απέναντι σε μια πιθανή σοβιετική επέκταση, να τους περιορίσει στα δικά τους σύνορα.
 Οι Ρώσοι είχαν ήδη δείξει ενδιαφέρον για τις περιοχές της Βαν και του Μπιτλίς.
Για να τους προλάβει ο Μουσταφά Κεμάλ έστειλε τελικά το στρατό του Καζίμ να καταλάβει το Καρς, το Αρνταχάν και το Βατούμ, περιοχές οι οποίες είχαν χαθεί με το τέλος του Α΄ παγκοσμίου πολέμου.
Οι δυνάμεις του Καζίμ άρχισαν την προέλασή τους αργά το Σεπτέμβριο και γρήγορα είχαν πάρει το Καρς.
Εγκαταλειμμένοι στη μοίρα τους από τους συμμάχους και με την Αμερική ανίκανη να αναλάβει την προτεινόμενη εντολή, οι Αρμένιοι έβλεπαν τα όνειρά τους για ένα ανεξάρτητο κράτος να χάνονται.
Στις 3 Δεκεμβρίου το νεοσύστατο αρμενικό κράτος και η κυβέρνηση της Άγκυρας υπέγραψαν τη συνθήκη της Αλεξανδρούπολης. Το ανατολικό σύνορο της Τουρκίας καθορίστηκε στο παραδοσιακό όριο των ποταμών Άρπα Τσάι και Αράς.
 Ακολούθησαν μάχες οι οποίες έφεραν στους Τούρκους το Αρνταχάν και το Αρτβίν, αλλά οι Ρώσοι κατέβαλαν μια επίμονη προσπάθεια και πήραν το Βατούμ.

(σημ. Γ.Α: να τονίσουμε εδώ πως το τετράμηνο πριν την Ρωσοτουρκική συνθήκη φιλίας/ειρήνης και ρωσικής στήριξης προς την Τουρκία, τα δύο κράτη ΠΟΛΕΜΟΥΝ μεταξύ τους στα τουρκοαρμενικά σύνορα! Γι' αυτό και είναι ανούσιο διπλωματικά το ότι η Ελλάδα το 1919 συμμετείχε στην εκστρατεία της Ουκρανίας κατά των Μπολσεβίκων...Είναι αστείο επιχείρημα ότι τάχαμου αυτός ήταν ο λόγος που οι Ρώσοι στήριξαν τους Τούρκους, την στιγμή που σχεδόν ταυτόχρονα πολεμούσαν ΚΑΙ με τους Τούρκους).
 Στις 16 Μαρτίου 1921 υπογραφόταν μεταξύ της Σοβιετικής Ένωσης και της εθνικιστικής κυβέρνησης η συνθήκη της Μόσχας, όπου περιγράφονταν οι εδαφικοί διακανονισμοί μεταξύ των δύο χωρών.

Οι σύμμαχοι είχαν ελπίσει ότι τα προβλήματα στην Ανατολή θα απασχολούσαν τόσο τον Μουσταφά Κεμάλ που θα τον εμπόδιζαν να αντιμετωπίσει με αποτελεσματικότητα τους Έλληνες, αλλά για μια ακόμα φορά είχαν κρίνει την κατάσταση λανθασμένα.
 Ο Μουσταφά Κεμάλ είχε την δυνατότητα να παρακολουθεί την κατάσταση και στη Δύση.
(Σημ.Γ.Α: Είναι, επιεικώς, "απορίας άξιον" πως κατόρθωσε ο "ανύπαρκτος εξαθλιωμένος Τουρκικός Στρατός" από τη μια στιγμή στην άλλη, εκεί που αδυνατούσε και απέφευγε να αντιπαρατεθεί διαρκώς επί σωρεία μηνών με τον Ελληνικό Στρατό ξαφνικά την ίδια περίοδο (1ο τρίμηνο 1921) να κατορθώνει να "νικάει" ταυτόχρονα τον Αρμενικό και τον Σοβιετικό (κυρίως!) στρατό! Και όχι μόνον! 10/01/21 για πρώτη φορά "ανέκοψαν" την προέλαση του Ελληνικού Στρατού στο Ινονού. Κι επειδή τέτοια "θαύματα" (ιδίως με αποδεδειγμένα δειλούς στρατούς και ηγέτες) δεν συμβαίνουν, δικαιούμαστε να συμπεράνουμε πως, ΠΡΟΦΑΝΩΣ, "κάποιοι" (Δυτικοί) είχαν "στηρίξει" επί μακρόν κι επιστάμενα τον τουρκικό στρατό της Ανατολίας - με τέτοιους σύμμαχους τι τους θέλεις τους εχθρούς;
Στο συνέδριο του Λονδίνου ανοιχτά πλέον οι Γαλλία - Ιταλία αμφισβητούν την Ελλάδα. Μάρτιο '21 - που ξεκίνησε ΚΑΙ η Ρωσική στήριξη στην Τουρκία, ανέκοψαν δεύτερη φορά τον Ελληνικό στρατό και πάλι στο Ινονού. Ακολούθησε τον Αύγουστο '21 η τραγωδία του Σαγγάριου και η αρχή του τέλους. Τον Οκτώβριο '21 ΚΑΙ η Γαλλία υπέγραφε επίσημα συμμαχία με την Τουρκία).
Αρχές του 1921 - σύμφωνα πάντα με τον τούρκο βιογράφο του Κεμάλ Μουσταφά - στρατιωτικά, η τουρκική θέση είχε χειροτερέψει, αλλά η ελληνική πολιτική κατάσταση είχε δραστικά εκφυλιστεί.
 Ο Βενιζέλος είχε διωχθεί από την εξουσία με ένα εκλογικό αποτέλεσμα που έδειχνε ότι οι Έλληνες είχαν κουραστεί από τις μαζικές στρατολογήσεις, οι οποίες δεν είχαν φέρει κάποια μόνιμη νέα εδαφική κτήση....» (σ. 285)
10 Ιουνίου 1921 ο Ελληνικός Στρατός με νίκη μετακινεί το μέτωπο στη γραμμή Εσκί Σεχίρ – Αφιόν Καραχισάρ.
27 Ιουλίου αποφασίζει να συνεχίσει την επίθεσή του ως την Άγκυρα.
Ο Κεμάλ Μουσταφά παίρνει την απόφαση για γενική υποχώρηση του Τουρκικού Στρατού πίσω από τον Σαγγάριο.
Οι πολιτικές αντιδράσεις εναντίον του είναι μεγάλες.
Επιβιώνει και κατορθώνει να τις αντιπαρέλθει.
Οι τουρκικές νίκες στο Ινονού είχαν ανεβάσει το ηθικό των Τούρκων για πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια διαρκούς ήττας.
Ο Ατατούρκ κατορθώνει να μεταστρέψει την πτώση του ηθικού τους ένεκα της υποχώρησης πίσω από το Σαγγάριο.

«...οι τότε ταινίες των επικαίρων της εποχής δείχνουν τους Τούρκους να δουλεύουν σαν μυρμήγκια προετοιμάζοντας την άμυνά τους. Οι προμήθειες από τη Ρωσία δεν επαρκούσαν για να καλύψουν τις τεράστιες ανάγκες που υπήρχαν και έτσι τα πρωτόγονα τουρκικά εργοστάσια δούλευαν χωρίς ωράριο και οι άνθρωποι κάλυπταν με τη σωματική τους δύναμη και τον ιδρώτα τους ότι έλειπε σε υλικό...» (σ. 291)
23 Αυγούστου 1921 ξεκίνησε η μάχη του Σαγγάριου. Έληξε στις 13 Σεπτεμβρίου.
 Οι Έλληνες αναδιπλώθηκαν πίσω από το Σαγγάριο. Οι Τούρκοι με ανεβασμένο το ηθικό ξεκίνησαν τις προετοιμασίες για την δική τους επίθεση...
Ταυτόχρονα φούντωναν και οι... «πολιτικές αναδιπλώσεις» των δυτικών...
Η διπλωματική κοινότητα της Άγκυρας μεγάλωνε μέρα τη μέρα.
«...Η κοινωνική ζωή στην Άγκυρα, ιδιαίτερα αυτή που είχε ως επίκεντρό της την αναπτυσσόμενη διπλωματική κοινότητα, ανθούσε. Οι συχνές παρουσίες του Γαζή (πλέον) Μουσταφά Κεμάλ στους χορούς της πρεσβείας της Σοβιετικής Ένωσης και των δορυφόρων της δημοκρατιών είχαν γίνει αντικείμενο επικρίσεων εκ μέρους των ορθόδοξων μουσουλμάνων και των πολιτικών του αντιπάλων. Τα χαρακτηριστικά αυτών των χορών ήταν η βότκα, το κρασί και οι γυναίκες και το γεγονός ότι ο Μουσταφά Κεμάλ καταφανώς απολάμβανε αυτές τις χαρές εξόργιζε ένα σημαντικό μέρος της κοινής γνώμης. (σ.301)
Η παρουσία του Μουσταφά Κεμάλ εντούτοις σε αυτές τις δημόσιες εκδηλώσεις των Ρώσων ήταν παρεπόμενο της εξάρτησης των εθνικιστών από τη σοβιετική βοήθεια.
 Ο Γαζής είχε έρθει πολύ κοντά στον Αράλοφ, τον Σοβιετικό πρεσβευτή, τον οποίο του άρεσε να πειράζει με το να γίνεται δηκτικός σε σχέση με το κομμουνιστικό δόγμα.
Σε ένα χορό της σοβιετικής πρεσβείας μάλιστα ο Μουσταφά Κεμάλ, θέλοντας να προκαλέσει τον Αράλοφ, του είπε ότι, αν η σοβιετική επανάσταση σήμαινε πραγματική ισότητα, τότε στις γιορτές της πρεσβείας θα έπρεπε να συμμετέχουν και οι μάγειροι και το υπόλοιπο υπηρετικό προσωπικό.
 Ο Αράλοφ, αποδεχόμενος την πρόκληση του Γαζή, κάλεσε όλο το προσωπικό στο χορό. Πιθανώς σε μια προσπάθεια ανταπόδοσης στον Αράλοφ, ο οποίος πίεζε τον απρόθυμο Μουσταφά Κεμάλ να πολιτικοποιήσει το στρατό, σε μια επίσκεψή του στο μέτωπο, ο Γαζής έβγαλε ένα λόγο στον τουρκικό στρατό όπου επαινούσε την ένδοξη μπολσεβικική επανάσταση. (σ. 302)

Μια άλλη σημαντική αντιπροσωπεία που είχε έρθει στην Άγκυρα ήταν αυτή της Ουκρανίας, της οποίας επικεφαλής ήταν ο στρατηγός Φρούνζε. Οι σύμμαχοι είχαν θεωρήσει αυτήν την αποστολή ως μέρος κάποιας σοβιετικής συνωμοσίας η οποία αποσκοπούσε στην επιστροφή του Εμβέρ Πασά στην Άγκυρα (ο – εξόριστος – Εμβέρ εκείνη την εποχή είχε στραφεί προς τη Ρωσία) προκειμένου να πάρει τη θέση του Γαζή. (σ. 302)
«...Η επίσκεψη του στρατηγού Φρούνζε πρόσφερε την ικανοποίηση να βρεθούν ο Μουσταφά Κεμάλ και η σκονισμένη πόλη της Άγκυρας υπό το φως της δημοσιότητας. Στις 4 Ιανουαρίου 1922, λίγο μετά την επιστροφή του Φρούνζε στην Ουκρανία, ο Γαζής έγραψε στον Λένιν, εξυμνώντας τον στρατηγό Φρούνζε για τη συμπάθειά του προς τον τουρκικό αγώνα.
 Συνέχιζε συγκρίνοντας τους Τούρκους με τους Ρώσους και τις επαναστάσεις τους, λέγοντας ότι το πραγματικό νόημα αυτών των δύο επαναστάσεων η Δύση δεν θα μπορούσε να το καταλάβει, γιατί είχαν ξεκινήσει ως απάντηση σε ιμπεριαλιστικές επιθέσεις ξένων δυνάμεων.

(σημ.Γ.Α: ο Κεμάλ Μουσταφά συστηματικά εκείνη την εποχή χρησιμοποιεί την ρητορική του "αμυνόμενου" απέναντι στους ιμπεριαλιστές και στον Έλληνα κατακτητή)
Το γράμμα συνέχιζε αναφερόμενο στα συνέδρια του Ερζερούμ και της Σεβάστειας, όπου ο λαός είχε αποφασίσει για τη μοίρα του όπως είχαν αποφασίσει να κάνουν, οδηγημένοι από τον Λένιν, οι λαοί της Σοβιετικής Ένωσης μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Αναγνωρίζοντας τους ανταγωνισμούς που υπήρξαν ανάμεσα στους Τούρκους και τους Ρώσους κατά το παρελθόν, ο Μουσταφά Κεμάλ μιλούσε για μια νέα φιλία ανάμεσα στα δύο έθνη.
 Φιλία που θα ήταν μια μεγάλη έκπληξη για την επεκτατική Δύση, η οποία εξαπέλυε τόσο ανοιχτές όσο και συγκεκαλυμμένες επιθέσεις εναντίον της Τουρκίας, γιατί η τελευταία με τις παραδειγματικές της πράξεις αποκάλυπτε σε όλους τους καταπιεσμένους λαούς ότι ο δρόμος της ελευθερίας βρισκόταν μπροστά στα πόδια τους.
 Έτσι, όσο η Δύση θα έβλεπε τους Τούρκους ως εχθρούς, οι Σοβιετικοί Ρώσοι θα ήταν οι μόνοι τους οποίους οι Τούρκοι θα μπορούσαν να εμπιστεύονται...» (σ. 303)
Νοέμβριο του 1922 έγινε η συνδιάσκεψη της Λωζάνης. Η συνδιοργάνωση έγινε από τους βασικούς συμμετέχοντες, Άγγλους, Γάλλους και Ιταλούς.
Ο Μουσταφά Κεμάλ έστειλε ως εκπρόσωπο της Τουρκίας έναν από τους στρατηγούς του στον πόλεμο της Μικρασίας. Αυτόν που του έφερε την πρώτη νίκη κατά των Ελλήνων στο Ινονού και ανέλαβε κατόπιν όλο σχεδόν το δυτικό μέτωπο. Τον 34άχρονο Ισμέτ.

«...Εκτός από την Τουρκία, αντιπροσώπους στη Λοζάνη είχαν στείλει η Ελλάδα, η Γιουγκοσλαβία, η Ρουμανία και η Ιαπωνία. Οι ΗΠΑ αντιπροσωπεύονταν μόνο από έναν παρατηρητή
(σημ.Γ.Α: παρ’ ότι οι ΗΠΑ ήταν από τους βασικούς που υποκίνησαν την Ελληνική επιχείρηση στη Μικρά Ασία, πονηρά φερόμενοι δεν κήρυξαν τον πόλεμο κατά της Τουρκίας, οπότε δεν υπήρχε και ανάγκη για άρση του εμπολέμου μαζί της και σύμπραξη συνθήκης ειρήνης! Ούτε και είχαν δώσει στην Ελλάδα όσα υποσχέθηκαν για να την πείσουν να εκστρατεύσει – δολάρια, εξοπλισμούς, διπλωματική υποστήριξη! Πονηρές οι ΗΠΑ!Δηλαδή, μας "την έφεραν" όχι μόνον στον Β' παγκ. πόλεμο με τις Γερμανικές αποζημιώσεις αλλά και στον Α' παγκ. πόλεμο με την Τουρκία).
Η αντιπροσωπεία της Ρωσίας έφτασε μετά την έναρξη της συνδιάσκεψης.
Κατά την πορεία της συνδιάσκεψης εμφανίστηκαν δύο πρωταγωνιστές: ο ένας ήταν ο Ισμέτ.
Ο άλλος ήταν ο λόρδος Κέρζον. Οι άλλοι αντιπρόσωποι φαίνονταν να παίζουν απλώς το ρόλο του μεσάζοντα στην αντιπαράθεση αυτών των δύο.
Ο λόρδος Κέρζον δεν εμπιστευόταν τους κεμαλικούς εθνικιστές. Φοβόταν ότι θα μπορούσαν να συμμαχήσουν με τους Ρώσους και να ματαιώσουν έτσι τα σχέδια των Βρετανών στην Ανατολή.
Το μείζον ζήτημα ανάμεσα στον Κέρζον και τον Ισμέτ ήταν ο έλεγχος των Στενών.
Οι Ρώσοι, οι οποίοι αντιπροσωπεύονταν από τον Τσιτσέριν, το λαϊκό επίτροπο για τις εξωτερικές υποθέσεις, συμμάχησαν γρήγορα με τους Τούρκους ελπίζοντας ότι μέσα από ένα κοινό μέτωπο θα κέρδιζαν τον έλεγχο των Στενών.
Ο Κέρζον ήταν αποφασισμένος να τους χωρίσει, ενώ ο Ισμέτ είχε το καθόλου επίζηλο έργο να προσπαθεί να χρησιμοποιήσει τους Ρώσους χωρίς να εξαρτηθεί από αυτούς.
 Έβλεπε τον Τσιτσέριν καθημερινά, αλλά θεωρούσε ότι η Τουρκία μπορούσε να αναζητήσει συμμάχους τόσο στην Ανατολή και τον Βορρά όσο και στη Δύση και αυτό έκανε όλους τους άλλους να βαδίζουν «στα ψαχτά».
Στο τέλος ο Ισμέτ συμφώνησε με τους Βρετανούς για το στάτους των Στενών, αρνούμενος να υποκύψει στα καλοπιάσματα της Ρωσίας. Τα Στενά θα ήταν ανοιχτά για όλους και η Μαύρη Θάλασσα δεν θα γινόταν μια ρωσική λίμνη...» (σ.355)
Η Τουρκία έχοντας πάρει στήριξη απ’ όλους στον πόλεμο κατά των Ελλήνων, τώρα τους «έπαιζε» όλους διεκδικώντας αλαζονικά την απόλυτη ανεξαρτησία της και – όπως κάποτε στο οθωμανικό παρελθόν της – μια θέση διεθνούς σημασίας.

Οι Ρώσοι πιθανότατα το είχαν μετανοιώσει πικρά για την στήριξη που της παρείχαν και εξ’ αιτίας τους η Τουρκία έβγαινε από τον πόλεμο «υπερβολικά μεγάλη» και – όπως φαινόταν – υπερβολικά ισχυρή.
Άλλωστε, την μοιρασιά των οικονομικών ανταλλαγμάτων από την Τουρκία τόσο στην ενδοχώρα της όσο και στην ευρύτερη Μέση Ανατολή τα μοιράστηκαν μεταξύ τους οι Δυτικοί και όχι η Ρωσία.
Η Ρωσία τα είχε κάνει θάλασσα.
Πέραν του ότι είχε συμβάλλει στην συμβολοποίηση της Τουρκίας και στην ηρωοποίηση του Ατατούρκ στον διεθνή ισλαμικό κόσμο (αποικιακό εν πολλοίς – από την Αφρική έως την Ινδία). Κάτι που δημιούργησε βεβαίως πολλά προβλήματα στους Δυτικούς. Κυρίως σε Άγγλους και Γάλλους.
Ταυτόχρονα, όμως εκεί ακριβώς γεννήθηκε η σπίθα του κατοπινού ισλαμικού εξτρεμισμού που έφτασε σήμερα ως Τζιχαντισμός να είναι ο Νο1 παγκόσμιος κίνδυνος.
Και γεννήθηκε ακριβώς εξ’ αιτίας της στήριξης των Ρώσων/σοβιετικών στους Τούρκους που οδήγησε μετά στον αντίστοιχο αγώνα δρόμου των Δυτικών στο ποιός θα πρωτοστηρίξει τους Τούρκους.
....................
«...Μέσα από τον Α΄παγκ πόλεμο είχε αναδυθεί μια αλλαγμένη Ευρώπη και επιπλέον υπήρχε τώρα μια νέα Ρωσία, μια κομμουνιστική χώρα.
 Αν και η Ρωσία είχε βοηθήσει τους Τούρκους εθνικιστές κατά τη διάρκεια του αγώνα τους για την ανεξαρτησία, ο Μουσταφά Κεμάλ είχε αντισταθεί στον πειρασμό να ενταχθεί στο κομμουνιστικό κίνημα.
Παρά την επιφυλακτικότητά του, η Ρωσία παρέμεινε φιλική προς την Τουρκία στη δεκαετία του 1920 και το 1925 οι δύο χώρες υπέγραψαν μια συνθήκη φιλίας.
Επιπλέον, στη συνέχεια η Ρωσία δεν προέβαλλε καμία ένσταση στην ανανέωση του οικονομικού ενδιαφέροντος των Γερμανών στην Τουρκία όσο η Τουρκία δεν έμπαινε στην τροχιά κάποιας δύναμης που θα ήταν εχθρική προς τη Ρωσία...» (σ.444)

...............
«...Τον Μουσολίνι και τον Χίτλερ ο Ατατούρκ τους έβλεπε σαν καταστροφικά στρατιωτάκια. Τον Στάλιν όμως τον έβλεπε με ρεαλιστικότερο τρόπο.
 Από την δεκαετία του 1920 είχαν γίνει στη Ρωσία, τον αιώνιο εχθρό της Τουρκίας, απίστευτες αλλαγές, τόσο κοινωνικές όσο και πολιτικές και ο Ατατούρκ το ήξερε.
Τα μάτια του εντούτοις ήταν στραμμένα προς τη Δύση. Παρέμεινε εχθρός του κομμουνισμού, παρά τη φιλική πίεση που είχε δεχτεί από τους Σοβιετικούς ήδη από την εποχή της Σαμψούντας.
«Θα πρέπει να συντρίβεται όπου συναντιέται», έλεγε...» (σ. 496)
.................
Η άποψη του Ατατούρκ για τους Ρώσους - μπολσεβίκους
«...25 Σεπτεμβρίου του 1932 έλεγε – μεταξύ πολλών άλλων - ο Ατατούρκ στον Ντάγκλας Μακ Άρθουρ, τον αρχηγό του στρατού των ΗΠΑ: προέβλεπε τον Β’ παγκόσμιο πόλεμο στον οποίο πίστευε πως οι Γερμανοί θα κατακτούσαν ολόκληρη την Ευρώπη εκτός από τη Βρετανία και την Ρωσία και ότι ο πόλεμος αυτός κατά πάσα πιθανότητα θα γινόταν μεταξύ 1940 και 1945....
Μιλούσε δε για τη Ρωσία ως «μια νέα δύναμη η οποία απειλεί τον πολιτισμό, ακόμα και ολόκληρη την ανθρωπότητα». Προειδοποίησε τον Μακ Άρθουρ ότι οι Ρώσοι χρησιμοποιούσαν τις υλικές και τις ψυχολογικές τους δυνάμεις προκειμένου να επιτύχουν μια παγκόσμια επανάσταση και ότι οι πολιτικές μέθοδοι τις οποίες είχαν υιοθετήσει ήταν ξένες για τους Αμερικανούς και τους Ευρωπαίους. Προειδοποιώντας επ’ αυτού ο Ατατούρκ συνέχιζε:
...Σε αυτόν τον πόλεμο, ο οποίος θα ξεσπάσει στην Ευρώπη, ο πρώτος νικητής δεν θα είναι η Αγγλία, η Γαλλία ή η Γερμανία, αλλά η μπολσεβίκικη Ρωσία.
 Ως κοντινοί γείτονες της Ρωσίας και ως έθνος που έχει πολεμήσει πολλές φορές με τη Ρωσία, εμείς οι Τούρκοι είμαστε σε καλύτερη θέση όσον αφορά στην παρατήρηση των γεγονότων που διαδραματίζονται σε αυτήν τη χώρα και βλέπουμε τον κίνδυνο τον οποίο εγκυμονεί στην απόλυτη γυμνότητά του.
Οι μπολσεβίκοι, οι οποίοι εκμεταλλεύονται τα αισθήματα των λαών της Ανατολής που ξυπνούν, οι οποίοι συνεργούν στα εθνικά τους πάθη και συναισθήματα και οι οποίοι ξέρουν πως να εντείνουν το μίσος τους, έχουν γίνει μια δύναμη η οποία απειλεί όχι μόνον την Ευρώπη αλλά και την Ασία...» (σ. 504)
Σοβιετικές προτάσεις μεσολάβησης

(απόσπασμα από το https://erodotos.wordpress.com/2010/05/18/genoktonia-sxolio/
του κου Αναστάση Γκίκα, Δρ. Πολιτικών Επιστημών)
«...Λειτούργησε η επαναστατημένη Ρωσία ως «ταφόπλακα» για το ποντιακό ζήτημα;
Ποια υπήρξε η στάση της νεαρής σοβιετικής εξουσίας έναντι των Ποντίων;
Ο ίδιος ο αρχιεπίσκοπος Τραπεζούντας Χρύσανθος, αναφερόμενος στα γεγονότα, τόνισε πως

«όταν η νέα σοβιετική εξουσία έβγαλε τη χώρα από τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο, δεν εγκατέλειψε τον ελληνισμό του Πόντου στο έλεος των τσέτηδων. Τον βοήθησε και πάλι να αμυνθεί».
Για να προσθέσει σε μια άλλη περίπτωση πως «οι άθεοι κομμουνιστές εφάνησαν περισσότερον χριστιανοί από τους «χριστιανούς» Αγγλογάλλους».

1 Ο Σκουλούδης έγραψε επίσης πως «εις πολλάς περιστάσεις οι Τούρκοι συνέλαβον ολόκληρους πληθυσμούς, με σκοπόν να τους εκτοπίσουν και οι Μπολσεβίκοι εξηγόραζον από τους Τούρκους τους πληθυσμούς αυτούς.
Εκτός αυτού, έθεταν εις την διάθεσιν των Ελλήνων και πλοία ίνα μεταφέρουν αυτούς από Τραπεζούντος εις τα έναντι ρωσικά παράλια».2
Η σοβιετο-τουρκική προσέγγιση πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο εφαρμογής της πολιτικής για την υποστήριξη των εθνικοαπελευθερωτικών, αντιαποικιακών κινημάτων.
Ναι, η νεαρή σοβιετική κυβέρνηση βοήθησε υλικά και στρατιωτικά το κίνημα του Κεμάλ, ως κίνημα αστικο-εθνικοαπελευθερωτικό, το οποίο αντιμαχόταν τη φεουδαρχία, την ιμπεριαλιστική διείσδυση και το διαμελισμό μιας χώρας.
Αυτό δε σημαίνει πως συμμεριζόταν το ιδεολογικό του περιεχόμενο, το οποίο ήταν εθνικιστικό / αστικό, ή τις μεθόδους εφαρμογής του.

Επιπλέον, συνυπολογίζοντας το διεθνή συσχετισμό δυνάμεων (καπιταλιστική περικύκλωση, ξένη στρατιωτική επέμβαση, κλπ.), η επαναστατημένη χώρα των Σοβιέτ είχε γνώση των κινδύνων που απέρρεαν από μια ενδεχόμενη μετατροπή της Τουρκίας σε στρατηγικό προγεφύρωμα εναντίον της σοβιετικής εξουσίας.
«Υπερβολές», θα πει κάποιος.
 Δεν υπάρχουν στοιχεία που να αποδεικνύουν μια τέτοια πρόθεση.
Και όμως, η συμφωνία μεταξύ Ποντίων και Αρμενίων, η οποία μεταβιβάστηκε τηλεγραφικώς στον Βενιζέλο στις 3 Ιανουαρίου 1920, ανέφερε μεταξύ άλλων:
«1) Παρακαλούν οι αντιπροσωπείες Ποντίων και Αρμενίων τη μεγάλη Δύναμη, που ενδεχομένως θα αναλάβει την εντολή στην περιοχή, να αποστείλει το ταχύτερον στρατιωτικές συμμαχικές δυνάμεις για να αναχαιτίσουν την προώθηση των Μπολσεβίκων και
2) ζητούν από την ελληνική κυβέρνηση να παράσχει βοήθεια στους Ελληνες του Πόντου για να αντισταθούν, με τη συνεργασία και του αρμένικου στρατού, στις κανονικές τουρκικές δυνάμεις, ενώ ο αρμενικός στρατός θα εμποδίζει την κάθοδο των Μπολσεβίκων.
Ακόμη:
3) Ζητούν από την ελληνική κυβέρνηση να ενισχύσει με στρατό και υλικό την οργάνωση του αρμενικού στρατού».3
Και ακόμα:
«Μπροστά στην αδυναμία των Συμμάχων να σταματήσουν την επέκταση του μπολσεβικισμού και να ισχυροποιήσουν τον αγώνα του Ντενίκιν, που υποχωρούσε – είχε δε αναγγελθεί μάλιστα και η πτώσις του Ροστόφ της νότιας Ρωσίας – (ο Καθενιώτης) πήρε την πρωτοβουλία να απευθυνθεί στην Κωνσταντινούπολη στους στρατιωτικούς διοικητές Αγγλων και Γάλλων, για να τους εκθέσει πως οι ποντιακές εθελοντικές μονάδες θα μπορούσαν να είναι πολύ χρήσιμες στους Συμμάχους στις τότε συνθήκες και μάλιστα μετά τη συνεχή υποχώρηση του Ντενίκιν και την αποτυχία των προσδοκιών του Αγγλου αρμοστή στον Καύκασο Wardrop για την απόκρουση της καθόδου του μπολσεβικισμού στον Καύκασο».4

Παρ’ όλα αυτά, και παρότι η Ελλάδα είχε ήδη επέμβει στρατιωτικά εναντίον της επαναστατημένης Ρωσίας (Ουκρανική Εκστρατεία, 1919-1920), οι μπολσεβίκοι επιχείρησαν να έρθουν σε συνεννόηση με τους Ποντίους με σκοπό τη στήριξη του αγώνα τους, προσφέροντας υλικο-στρατιωτική βοήθεια.
Πράγματι, στις 27 Απριλίου 1920, ο Ελληνας πρόξενος στην Τιφλίδα έστειλε επιστολή στον ύπατο αρμοστή Κανελλόπουλο (ο οποίος με τη σειρά του το γνωστοποίησε στο υπουργείο των Εξωτερικών), όπου έγραφε τα εξής:
 «Ημετέρα επιτροπή Νοβοροσίσκ συνοδεύουσα κομισαίρ Μπολσεβίκων, οίτινες ανεγνώρισαν σύστασιν αρχών συμβουλίου Ποντίων Βατούμ, ανακοινοί ότι αυτοβούλως προτάσει ημετέρου συμβουλίου Νοβοροσίσκ μπολσεβικικαί αρχαί συνεννοηθείσαι μετά Μόσχας δέχονται υποβοηθήσωσι αγώνα Ποντίων επιτρέπουσαι οργάνωσιν επί τόπου, προσφέρουσι όπλα, όχι αξιωματικούς.
Ερωτώσι τι δύναται συνεισφέρη Ελληνική κυβέρνησις εις αγώνα Ποντίων».
Η απάντηση που έλαβαν οι Μπολσεβίκοι στην πρότασή τους για βοήθεια του αγώνα του ποντιακού ελληνισμού ήταν τόσο άμεση όσο και κατηγορηματικά αρνητική.5
Αξιομνημόνευτη υπήρξε, τέλος, η προσπάθεια της Σοβιετικής Ρωσίας για διαμεσολάβηση μεταξύ της ελληνικής και της τουρκικής πλευράς, προκειμένου να επιτευχθεί ειρηνική λύση στη διαμορφούμενη κατάσταση στη Μικρά Ασία.
Ο ιστορικός – και τότε γενικός γραμματέας του ΣΕΚΕ(Κ) – Γιάννης Κορδάτος αναφέρει σχετικά πως τον Απρίλη του 1922 κατέφθασε μυστικά στην Ελλάδα απεσταλμένος της Τρίτης Διεθνούς και του υπουργείου Εξωτερικών και Στρατιωτικών της Σοβιετικής Ρωσίας.
Είχε εντολή να διερευνήσει τη δυνατότητα μεσολάβησης της χώρας του για ειρηνικό τερματισμό του μικρασιατικού πολέμου μέσα από επαφές που θα είχε με την ηγεσία του ελληνικού κομμουνιστικού κινήματος (αυτός ο τρόπος άφιξης του ξένου απεσταλμένου και η μέθοδος διερεύνησης οφείλονταν στην ανυπαρξία διπλωματικών σχέσεων των δύο κρατών).
Αλλά ας δούμε επακριβώς τη ροή του ενδιαφέροντος αυτού γεγονότος :
(από την Ιστορία της Νεότερης και Σύγχρονης Ελλάδας, Τάσου Βουρνά, τόμο β΄,σ. 224 – 227)

«...Και ενώ η κρίση της μικρασιατικής επιχείρησης πλησίαζε στο μοιραίο τέρμα της (Απρίλιο 1922), η Σοβιετική Ένωση έστειλε στην Αθήνα μυστικό απεσταλμένο της για να συναντήσει τον τότε γραμματέα του Κομμουνιστικού Κόμματος Γιάννη Κορδάτο και μέσω αυτού να προτείνει στην ελληνική κυβέρνηση τη μεσολάβηση της ΕΣΣΔ στην ελληνοτουρκική διένεξη.
 Η πρόταση του απεσταλμένου της ΕΣΣΔ ήταν να υπογραφεί ανακωχή, με αντάλλαγμα την αυτονομία της Σμύρνης και της γύρω περιοχής της, που κατοικούνταν από συμπαγή ελληνικό πληθυσμό.
Να πως διηγείται ο αείμνηστος Γιάννης Κορδάτος στον 13ο τόμο της Ιστορίας του της Ελλάδας το γεγονός (σ.566):
«Στις κρίσιμες αυτές μέρες που περνούσε η Ελλάδα, ήρθε από τη Μόσχα ένας απεσταλμένος της Τρίτης Διεθνούς και του υπουργείου Εξωτερικών και Στρατιωτικών. Είχε διαβατήριο σουηδικό. Έμεινε στο ξενοδοχείο «Ήβη» στην αρχή και ύστερα στο «Πάγγειο».
Είχε κατηγορηματική εντολή να συναντήσει τον γραμματέα του Σοσιαλεργατικού Κόμματος (Κομμουνιστικού) και μόνον αυτόν. Γραμματέας τότε ήταν ο συντάχτης τούτης της ιστορίας, γιατί ο Ν. Δημητράτος είχε παραιτηθεί ή πιο σωστά παραμεριστεί.
Η πρώτη συνάντησή του με το Ρώσο απεσταλμένο έγινε στους «Αέρηδες», στο τέρμα της οδού Αιόλου. Η δεύτερη στην Ακρόπολη και η Τρίτη στην Κηφισιά.
Ο σοβιετικός απεσταλμένος, αφού μου έδειξε τα διεπιστευτήριά του, που είχαν την υπογραφή του Ζηνόβιεφ καθώς και του Τρότσκυ και Τσιτσέριν, μου ανακοίνωσε τα εξής:
«Η ΕΣΣΔ είναι πρόθυμη να βοηθήσει την Ελλάδα να βγει από το αδιέξοδο της μικρασιατικής εκστρατείας. Πρώτα θα παύσει να ενισχύει υλικώς και ηθικώς τον Κεμάλ και δεύτερον θα ασκήσει όλη την επιρροή της να αυτονομηθεί μια παραλιακή ζώνη της Μικρασίας, όπου κατοικούν πολλοί χριστιανοί.
Για να εξασφαλιστεί η αυτονομία της περιοχής αυτής θα σταλεί διεθνής στρατός από Ελβετούς, Σουηδούς και Νορβηγούς, από χώρες δηλαδή που δε πήραν μέρος στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο.
Για να υποστηρίξει την άποψη αυτή η ΕΣΣΔ ζητεί σαν αντάλλαγμα την αναγνώρισή της, έστω και ντε φάκτο».
Ομολογώ πως η πρόταση αυτή, μου έκανε κατάπληξη. Ρώτησα να μάθω από ποιές αιτίες έγινε η στροφή αυτή. Και πήρα την εξής απάντηση:

«Το κίνημα του Κεμάλ είναι απελευθερωτικό και σαν τέτοιο το υποστηρίξαμε όσο μπορούσαμε. Δεν έχουμε όμως καμμιά εγγύηση αν ύστερα από την ολοκληρωτική επικράτησή του, οι παλιές αντιδραστικές δυνάμεις στην Τουρκία (μπέηδες και πασάδες) δεν πάρουν αυτοί τα ηνία της εξουσίας.
Έχουμε το παράδειγμα της νεοτουρκικής επανάστασης του 1908. Αλλιώτικα ξεκίνησαν οι Νεότουρκοι και αλλιώτικα πολιτεύτηκαν.
Κατάντησαν τελευταία λακέδες του γερμανικού ιμπεριαλισμού και μιλιταρισμού.
 Ο Κεμάλ έχει γόητρο για την ώρα, αλλά οι στρατηγοί και πολιτικοί που τον υποστηρίζουν – έξω από λίγες εξαιρέσεις – είναι αντιδραστικοί.
Ήδη έχουμε όχι ενδείξεις αλλά αποδείξεις, ότι έχουν μυστικές επαφές με τους Γάλλους κεφαλαιοκράτες και ιμπεριαλιστές και αύριο μεθαύριο, αν νικήσουν και διώξουν τους Έλληνες από την Μικρά Ασία και Θράκη, η Τουρκία με τον Κεμάλ ή χωρίς τον Κεμάλ θα προσανατολιστεί προς την Δύση.
Η αστική τάξη της Τουρκίας είναι αδύναμη να συνεχίσει μόνη της την αναδιοργάνωση της χώρας της. Θα κάνει μεταρρυθμίσεις, αλλά δεν θα μπορεί να σταθεί στα πόδια της, αν δεν πάρει δάνεια από την Γαλλία ή Αγγλία και όπως ξέρετε, τα δάνεια υποδουλώνουν τις χώρες που τα παίρνουν.
Γι’ αυτό θέλουμε να μείνουνε οι Έλληνες στη Μικρασία, όχι από κούφιο συναισθηματισμό, αλλά από ρεαλιστική αντίληψη για το αύριο και μεθαύριο.
Οι μειονότητες στην Τουρκία στάθηκαν από την μια μεριά η τροχοπέδη στον ολοκληρωτικό εξισλαμισμό της Βαλκανικής και Ανατολής και από την άλλη έγιναν η πηγή που τροφοδότησε τα εθνικά απελευθερωτικά κινήματα κινήματα των λαών της Βαλκανικής από το 1770 ως τα χθες».
Πως μπορούσε όμως να’ ρθει σε επαφή ο σοβιετικός απεσταλμένος με την κυβέρνηση; Αυτό ήταν το άλυτο πρόβλημα. Δηλώθηκε σ’ αυτόν πως το Σοσιαλεργατικό (Κομμουνιστικό) Κόμμα είναι μικρό και δεν παίζει ενεργητικό ρόλο στην πολιτική ζωή της χώρας. Συνεπώς ο γραμματέας του δεν έχει το ανάλογο κύρος για να διαπραγματευτεί μυστικά ένα τόσο λεπτό και σπουδαίο ζήτημα.
Ο σοβιετικός όμως απεσταλμένος επέμενε και δέχθηκε να αρχίσει η επαφή με τον αρχηγό της αντιπολίτευσης Στράτο. Ύστερα από την επιμονή του, αναγκάστηκα να ζητήσω ακρόαση από το Στράτο.
Με πολλές επιφυλάξεις και προεισαγωγές, για το ποιός ήταν ο σκοπός της επίσκεψής μου, μπήκα στο θέμα.
Ο Στράτος με άκουσε με μεγάλη προσοχή:
«Είμαι σύμφωνος, μου είπε. Αυτές τις μέρες θα έχουμε κυβερνητική μεταβολή και αν πετύχει ο αρχιστράτηγος Παπούλας, τότε όλα θα πάνε καλά.
Αν σχηματίσω κυβέρνηση θα σας ειδοποιήσω αφού μελετήσω τους φακέλους του υπουργείου των Εξωτερικών και ιδώ ότι δεν υπάρχει ανυπέρβλητον εμπόδιον από τους Άγγλους και Γάλλους, θα σας ειδοποιήσω να με φέρετε εις επαφήν με τον Ρώσον απεσταλμένον.
Κρίνω όμως καλόν, αν σας είναι εύκολον να κάνετε βολιδοσκόπησιν εις τον Αντώνιον Καρτάλην, τον συμπολίτην σας. Ίσως εκμαιεύσετε τας διαθέσεις της κυβερνήσεως».
Και την τελευταία στιγμή, όταν τον αποχαιρετούσα, σφίγγοντας το χέρι μου και κοιτάζοντάς με κατάματα, πρόσθεσε: «Έχω εμπιστοσύνη ότι τα όσα σας είπα για τον Παπούλα και τον Γούναρη, θα μείνουν αναμεταξύ μας. Προσέξατε όμως κατά την έξοδον, οι γουναρικοί σπιούνοι παρακολουθούν την οικίαν μου και τας κινήσεις μου. Προσοχή και στο καλό».
Την άλλη μέρα επισκέφτηκα τον Αντ. Καρτάλη στο ξενοδοχείο της «Αγγλίας» όπου έμενε. Ήταν υπουργός και από τους παράγοντες μάλιστα του γουναρισμού.
Όταν του έκανα νύξεις για τη μεσολάβηση της Σοβιετικής Ρωσίας (χωρίς να του πω πως ήταν εδώ απεσταλμένος των Σοβιέτ) με έβρισε και με έδιωξε:

«Παλιόπαιδο, από πότε έγινες πολιτικός αρχηγός ώστε να τολμάς να συζητάς για τόσο σπουδαία ζητήματα; Άϊντε να χαθείς! Αν δεν ήσουν παιδί του Κωστή (ο Κωστής ήταν ο πατέρας μου), που τον ξέρω πολύ καλά και έχω κοιμηθεί το 1900 στο σπίτι σας, στη Ζαγορά, θα σε παρέδιδα στο Γάσπαρη (το διευθυντή της αστυνομίας) να σου βάλει με το βούρδουλα μυαλό.
Ακούς εκεί, να τολμάς να λες πως οι Μπολσεβίκοι, οι άθεοι, οι καταδρομείς και λυμεώνες της Μεγάλης Ρωσίας, μπορούν να μεσολαβήσουν και να βας βγάλουν από το αδιέξοδο της μικρασιατικής εκστρατείας! Αυτοί, βρε, είναι νηστικοί και πεινούν.
Ήρθεν η ώρα τους, σε 5-6 μήνες θα τους λιντζάρει ο ρωσικός λαός!... Από τα λόγια αυτά του Καρτάλη καταλαβαίνει ο καθένας πόση μούχλα είχαν στο κεφάλι τους οι συνεργάτες του Γούναρη».
Γιώργος Ανεστόπουλος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Το ιστολόγιο δεν υιοθετεί και δεν φέρει καμία ευθύνη για τα σχόλια των αναγνωστών του. Πλέον, οι αναγνώστες μπορούν να σχολιάζουν με το λογαριασμό τους στο facebook ή με λογαριασμούς από τα υπόλοιπα κοινωνικά δίκτυα. Τα ανώνυμα σχόλια θα παραμείνουν κλειστά όσο υπάρχουν άτομα που κρύβονται πίσω από την ανωνυμία για να προβοκάρουν και να επιτεθούν σε άλλους σχολιαστές για να επιβάλλουν τις απόψεις τους.