Ηράκλεια και περίχωρα κατά την Ελληνιστική περίοδο
από την Βιβλιοθήκη του Φωτίου Α΄, Πατριάρχου του Βυζαντίου
απόδοση στα νεοελληνικά Περικλής Δημ. Λιβάς
Ο πόλεμος εναντίον του Μιθριδάτη
[22] Μετά από αυτά, ξέσπασε ο θλιβερός πόλεμος μεταξύ Ρωμαίων και Μιθριδάτη, βασιλέα του Πόντου, με αιτία την πολιορκία τηςΚαππαδοκίας. Ο Μιθριδάτης είχε αποκτήσει τον έλεγχό της, αιχμαλωτίζοντας τον ανηψιό του, Αράθη, όταν αυτός αθέτησε όρκο συμφωνίας που είχε συνάψει και σκοτώνοντάς τον με τα ίδια του τα χέρια. Αυτός ο Αράθης ήταν γιός του Αριαράθη και της αδελφής του Μιθριδάτη.
Φονικός από τα γεννοφάσκια του, ο Μιθριδάτης, όταν κληρονόμησε το βασίλειο σε ηλικία δεκατριών χρόνων, φυλάκισε την μητέρα του – επίσης ανάδοχο του θρόνου σύμφωνα με τη βούληση του πατέρα του- θέτοντας στην πραγματικότητα βίαιο τέλος στη ζωή της και σκότωσε τον αδελφό του. Αύξησε την επιρροή του, καθυποτάσσοντας τους βασιλείς περί τον ποταμόΦάσι, ενώ πολεμώντας έως την Υπερκαυκασία, γιγαντώθηκε η αλαζονεία του.
Εξαιτίας αυτών, οι Ρωμαίοι λογίζοντας καχύποπτα τις βλέψεις του, εξέδωσαν διάταγμα σύμφωνα με το οποίο όφειλε να αποκαταστήσει στους βασιλείς των Σκυθών τις προπατορικές περιοχές τους. Ο Μιθριδάτης, πέραν της μέτριας απόκρισής του στην εντολή, σύναψε συμμαχία με τους Πάρθους, τους Μήδες, τονΤιγράνη της Αρμενίας, τους βασιλείς της Φρυγίαςκαι τον βασιλέα των Ιβήρων. Προσέφερε και άλλες αιτίες πολέμου, όπως για παράδειγμα, όταν οι Ρωμαίοι όρισαν τον Νικομήδη, γιό του Νικομήδη και της Νύσας, βασιλέα της Βιθυνίας, αυτός προέταξε τονΣωκράτη τον αποκαλούμενο Χρηστό, ως ανταγωνιστή της θέσης του Νικομήδη. Ωστόσο η θέληση των Ρωμαίων υπερίσχυσε, παρά την εναντίωση του Μιθριδάτη.
Μιθριδάτης ΣΤ’ ο Ευπάτωρ_μουσείο Λούβρου
Αργότερα, όταν οι Σύλλας και Μάριος, ενεπλάκησαν σε διαμάχη για τον έλεγχο του Ρωμαϊκού κράτους, ο Μιθριδάτης εξόπλισε με 40.000 πεζούς και 10.000 έφιππους στρατιώτες, τον στρατηγό του, Αρχέλαοπροστάζοντάς τον να επιτεθεί στους Βιθυνούς. Όταν συναντήθηκαν στο πεδίο της μάχης, ο Αρχέλαος νίκησε και ο Νικομήδης διέφυγε με μικρή συνοδεία. Μαθαίνοντας τα νέα ο Μιθριδάτης, έσπευσε εκεί με τις συμμαχικές δυνάμεις στο πλευρό του, ξεκινώντας από την πεδιάδα της Αμάσειας και διασχίζοντας τηνΠαφλαγονία, ηγούμενος στρατεύματος 150.000 ανδρών. Ο Μάνιος, στρατηγός του Νικομήδη, εξαιτίας της διάλυσης του στρατεύματος στο άκουσμα της έλευσης του Μιθριδάτη, αντιπαρέταξε λίγους Ρωμαίους στρατιώτες στον Μενοφάνη, αλλά ηττήθηκε και διέφυγε, χάνοντας όλο το στράτευμά του.
Ο Μιθριδάτης εισέβαλλε στη Βιθυνία ανενόχλητος υποτάσσοντας πόλεις και περίχωρα αμαχητί. Κάποιες από τις πόλεις της Ασίας κατελήφθησαν και άλλες συμμάχησαν με τον Μιθριδάτη, έτσι ώστε το πολιτειακό καθεστώς άλλαξε ριζικά. Μόνο οι Ρόδιοι διατήρησαν τη συμμαχία τους με τους Ρωμαίους. Εν τούτοις ο Μιθριδάτης κήρυξε πόλεμο σ΄ αυτούς από ξηρά και θάλασσα, μολονότι οι Ρόδιοι πλεονεκτούσαν και στα δύο ενώ ο ίδιος κινδύνευσε να αιχμαλωτιστεί κατά τη διάρκεια ναυμαχίας. Τότε ο Μιθριδάτης, θεωρώντας ότι οι Ρωμαίοι που ζούσαν διάσπαρτοι στις πόλεις, υπονόμευαν τα σχέδιά του, απηύθυνε επιστολή σε όλες, με την προτροπή να σκοτώσουν τους Ρωμαίους ανάμεσά τους, μια καθορισμένη ημέρα. Αρκετές υπάκουσαν σφαγιάζοντας την αποφράδα εκείνη μέρα 80.000 ανθρώπους.
Όταν η Ερέτρια, η Χαλκίδα και η Εύβοια στο σύνολό της, τάχθηκαν με το μέρος του Μιθριδάτη, όπως και άλλες πόλεις, ενώ οι Σπαρτιάτες είχαν ηττηθεί, οι Ρωμαίοι απέστειλαν τον Σύλλα εναντίον του με αντίστοιχο στράτευμα. Φθάνοντας ο Σύλλας κέρδισε με το μέρος του κάποιες πόλεις που συντάχθηκαν εθελοντικά με αυτόν, άλλες τις υπέταξε δια της βίας και κατατρόπωσε μεγάλο στράτευμα του Πόντου. Κατέλαβε την Αθήνα και η πόλη θα είχε καταστραφεί, αν η Γερουσία δεν έθετε φραγμούς στις επιδιώξεις του.
Συνέβησαν πολλές αψιμαχίες, στην πλειοψηφία των οποίων οι άνδρες του Πόντου είχαν τον έλεγχο και η κατάσταση άλλαξε εξαιτίας των επιτυχιών τους. Αλλά, τα βασιλικά στρατεύματα υπέφεραν από έλλειψη προμηθειών, καθώς ξόδεψαν αλόγιστα ότι είχαν στη διάθεσή τους και δεν γνώριζαν πως να διαφυλάξουν αυτά που είχαν αποκτήσει. Θα βρίσκονταν σε απελπιστική κατάσταση αν ο Ταξίλης δεν είχε καταλάβει την Αμφίπολη, μετά την οποία η υπόλοιπη Μακεδονία συντάχθηκε μαζί του, γεγονός που του εξασφάλισε επάρκεια αγαθών.
Ταξίλης και Αρχέλαος ένωσαν τις στρατιές τους και με δύναμη μεγαλύτερη των 60.000 ανδρών, οχυρώθηκαν στην περιοχή της Φωκίδος, περιμένοντας το Σύλλα. Εκείνος, ενισχυμένος από τον Λούκιο Ορτήνσιο, ο οποίος είχε φέρει πάνω από 6.000 άνδρες από την Ιταλία, στρατοπέδευσε αντικρυστά σε υπολογίσιμη απόσταση. Ενώ οι άνδρες του Αρχέλαου αναλώνονταν στην αναζήτηση προμηθειών, ο Σύλλας τους αιφνιδίασε επιτιθέμενος στο στρατόπεδό τους. Σκότωσε άμεσα όλους όσοι ήταν ικανοί για μάχη και τοποθέτησε τους υπόλοιπους, από τους οποίους δεν είχε τίποτε να φοβηθεί, γύρω από το στρατόπεδο βάζοντάς τους ν’ ανάψουν φωτιές, ώστε να μην προκαλέσουν υποψίες γι αυτά που είχαν συμβεί, σε όσους έλλειπαν και επέστρεφαν. Έτσι κι έγινε, με αποτέλεσμα οι άνδρες του Σύλλα να πετύχουν περίλαμπρη νίκη.
[23] Ο Μιθριδάτης κατηγόρησε τους κατοίκους της Χίου, για συμπαράσταση προς τους Ροδίους και έστειλε τον Δορύλαοεναντίον τους. Αυτός αν και με δυσκολία, κατέλαβε την πόλη και ακολούθως, παραχώρησε τη γή στους στρατιώτες του Πόντου επιβιβάζοντας παράλληλα τους Χίους σε πλοία με κατεύθυνση τον Πόντο. Οι Ηρακλεινοί, σύμμαχοι των Χίων, εφόρμησαν στα πλοία του Πόντου που μετέφεραν τους αιχμαλώτους και διέπλεαν την περιοχή τους, δεδομένης δε της ανυπαρξίας αμυντικού εξοπλισμού σε αυτά, τα ανακατεύθυναν πρός την πόλη τους ανεμπόδιστα. Οι Ηρακλεινοί ανακούφισαν τάχιστα τους εξουθενωμένους Χίους, προσφέροντάς τους αφειδώς όλα τα αναγκαία και αργότερα τους απέστειλαν πίσω στην πατρίδα τους, αφού πρώτα τους προσέφεραν πλούσια δώρα.
Λεύκιος Βαλέριος Φλάκκος
[24] Η Σύγκλητος, έστειλε τους Βαλέριο Φλάκκο και Φιμβρία να πολεμήσουν εναντίον του Μιθριδάτη, με την εντολή να μοιραστούν την πολεμική εξουσία τους με τον Σύλλα, εφόσον αυτός ήθελε να συνεργαστεί με την Σύγκλητο, ενώ σε διαφορετική περίπτωση να πολεμούσαν πρωτίστως εναντίον του. Ο Φλάκκος υπέστη αρχικά διάφορες κακοτυχίες, όπως ελλείψεις τροφίμων και απώλειες σε μάχες, αλλά ως επί το πλείστον ήταν επιτυχής. Διέσχισε τη Βιθυνία με τη βοήθεια των Βυζαντινών και από ΄κεί πήγε στη Νίκαια, όπου και σταμάτησε. Ομοίως έπραξε και ο Φιμβρίας με τα στρατεύματά του. Ο Φλάκκος ενοχλήθηκε εξαιτίας του ότι η πλειοψηφία των στρατιωτών του θα προτιμούσε να διοικείται από τον πιό συμπονετικό Φιμβρία.
Ενώ ο Φλάκκος με πικρία επέπληττε τον Φιμβρία και τους πιο διακεκριμένους στρατιώτες, δύο από αυτούς, εξοργισμένοι περισσότερο απ΄τους άλλους, τον δολοφόνησαν, προκαλώντας την εναντίωση της Συγκλήτου προς τον Φιμβρία, η οποία ωστόσο, συγκαλήφθηκε από την διευθέτηση της εκλογής του στο αξίωμα του Υπάτου. Έτσι ο Φιμβρίας, αναλαμβάνοντας την διοίκηση του συνόλου της δύναμης, επιβλήθηκε σε κάποιες πόλεις συνάπτωντας συμφωνίες ενώ υπέταξε άλλες διά της βίας.
Ο γιός του Μιθριδάτη, συνοδευόμενος από τους στρατηγούς Ταξίλη, Διόφαντο και Μένανδρο, αντιτάχθηκε στον Φιμβρία με μεγάλη δύναμη. Αρχικά οι βάρβαροι υπερείχαν και ο Φιμβρίας αποφάσισε να ισοσταθμίσει τις απώλειές του μέσω κάποιου στρατηγήματος, μιας και ο εχθρικός στρατός ήταν πολυπληθέστερος. Όταν οι δύο δυνάμεις παρατάχθηκαν για μάχη, έχοντας κάποιο ποτάμι ανάμεσά τους, κατά τη διάρκεια πολύ πρωινής καταιγίδας ο Ρωμαίος στρατηγός το διέπλευσε αιφνιδιάζοντάς τους την ώρα που κοιμόντουσαν, σκοτώνοντας πολλούς από αυτούς πριν προλάβουν ν΄αντιληφθούν τι είχε συμβεί. Ελάχιστοι των στρατηγών και το ιππικό, απέφυγαν τη σφαγή, ενώ ο Μιθριδάτης διέφυγε προς τον πατέρα του στην Πέργαμο με μικρή συνοδεία. Μετά την συντριπτική ήττα που υπέστη ο στρατός του βασιλέα, πολλές από τις πόλεις περιήλθαν στους Ρωμαίους.
[25] Μετά την επάνοδο του εξόριστου και αντιπολιτευόμενου Μάριου στη Ρώμη, ο Σύλλας φοβούμενος μήπως οδηγηθεί στην εξορία εξαιτίας της σκληρής συμπεριφοράς του προς αυτόν, έστειλε πρεσβεία στον Μιθριδάτη, προτείνοντάς του εκεχειρία με την Ρώμη. Ο Μιθριδάτης, ο οποίος αποδέχθηκε την πρόταση ασμένως, ζήτησε συνάντηση ώστε να καθοριστούν οι όροι, την οποία ο Σύλλας απεδέχθη άμεσα και προωθούμενοι ο ένας προς τον άλλον συναντήθηκαν στη Δάρδανο, να συζητήσουν τη συμφωνία. Όταν οι ακόλουθοί τους αποσύρθηκαν, συνομολόγησαν ότι, ο Μιθριδάτης θα παρέδιδε την Ασία στους Ρωμαίους, οι Βιθυνοί και η Καππαδοκία θα διοικούντο από τους ιθαγενείς βασιλείς τους, ο Μιθριδάτης θα επικυρωνόταν ως βασιλέας ολόκληρου του Πόντου, εφόσον παρέδιδε 80 τριήρεις και 3.000 τάλαντα στον Σύλλα για την επιστροφή του στη Ρώμη και ότι οι Ρωμαίοι δεν θα τιμωρούσαν τις πόλεις για την υποστήριξή τους στον Μιθριδάτη.
Λεύκιος Κορνήλιος Σύλλας
Στην πραγματικότητα, οι Ρωμαίοι δεν συμμορφώθηκαν με την τελευταία δέσμευση τους και αργότερα υπέταξαν πολλές από αυτές. Ετσι, ο Σύλλας επέστρεψε δοξαζόμενος στην Ιταλία και ο Μάριος εκδιώχθηκε εκ νέου από τη Ρώμη. Ο Μιθριδάτης επέστρεψε στην πατρίδα του και ασχολήθηκε με την καταστολή αρκετών εθνών, εξεγερμένων εξαιτίας της καταστροφής που είχε υποστεί.
[26] Ο Μουρήνας στάλθηκε ως διοικητής στην περιοχή από την Σύγκλητο και ο Μιθριδάτης μέσω διπλωματικής οδού, αφού του υπενθύμισε τα συμφωνηθέντα με τον Σύλλα, ζήτησε την τήρησή τους. Ο Μουρήνας όμως αψήφησε την αποστολή (στην πλειοψηφία της Έλληνες φιλόσοφοι οι οποίοι δυσφήμιζαν τον Μιθριδάτη αντί να τον υποστηρίζουν) και κινήθηκε εναντίον του Μιθριδάτη. Τοποθέτησε τονΑριοβαρζάνη βασιλέα της Καππαδοκίας και ως επισφράγιση ίδρυσε την πόλη Εκίνεια, στα όρια του Μιθριδατικού βασιλείου.
Εν τω μεταξύ, αμφότεροι Μουρήνας και Μιθριδάτης έστειλαν πρέσβεις στην Ηράκλεια, αιτούμενοι την συμμαχία των Ηρακλεινών, οι οποίοι θεωρούσαν μεν τη δύναμη των Ρωμαίων ανυπέρβλητη αλλά ωστόσο φοβόντουσαν τον Μιθριδάτη, εξαιτίας της γειτνίασής τους. Ως εκ τούτων διεμήνυσαν στους διπλωμάτες ότι, όταν ξεσπούν τόσο μεγάλοι πόλεμοι, μόλις που θα μπορούσαν να προστατεύσουν την περιοχή τους, πόσο μάλλον να προστρέξουν σε βοήθεια άλλων.
Τότε, κάποιοι από τους συμβούλους του Μουρήνα υποστήριξαν επίθεση στη Σινώπη και αρχή πολέμου για τον έλεγχο της βασιλικής πρωτεύουσας, θεωρώντας ότι, εφόσον όριζαν την πόλη αυτή θα μπορούσαν εύκολα να επιβληθούν και στα υπόλοιπα μέρη. Όμως, ο Μιθριδάτης είχε προστατεύσει τη Σινώπη με μεγάλο στράτευμα, σε ετοιμότητα για ανοικτό πόλεμο. Κατά τις αρχικές αψιμαχίες οι δυνάμεις του βασιλέα πλεονεκτούσαν αλλά η επακόλουθη μάχη επανέφερε την ισορροπία αμβλύνοντας παράλληλα τον πολεμικό ενθουσιασμό αμφοτέρων των αντιμαχομένων. Ο Μιθριδάτης διέφυγε προς τις περιοχές περί τον ποταμό Φάσι και τον Καύκασο, ενώ ο Μουρήνας επέστρεψε στην Ασία και οι δύο μεριμνώντας για τις εσωτερικές υποθέσεις τους.
Lucius Licinius Lucullus
[27] Λίγο μετά το θάνατο του Σύλλα στη Ρώμη, η Σύγκλητος έστειλε τον Γάϊο Αυρήλιο Κόττα στη Βιθυνία και τον Λούκουλλο στην Ασία, εντεταλμένους να πολεμήσουν ενάντια στον Μιθριδάτη. Εκείνος, συγκέντρωσε ένα ακόμη μεγάλο στράτευμα και 400 τριήρεις μαζί με υπολογίσιμο αριθμό μικρότερων σκαφών συμπεριλαμβανομένων πεντηκοντήρεων καικερκούρων. Έστειλε τον Διόφαντο με στρατό στην Καππαδοκία να εγκαταστήσει φρουρές στις πόλεις και εφόσον ο Λούκουλλος κινούσε για τον Πόντο, να τον αντιμετωπίσει και να εμποδίσει την προέλασή του. Ο Μιθριδάτης πήρε μαζί του στρατό 150.000 στρατιωτών, 12.000 εφίππων και 120 δρεπανηφόρα άρματα με ίσο αριθμό εργατών. Προωθήθηκε μέσω της Τιμωνίτιδος(περιοχή της Παφλαγονίας) στην Γαλατία και εννέα ημέρες μετά έφθασε στη Βιθυνία. Ο Λούκουλλος πρόσταξε τον Κόττα να πλεύσει στο λιμάνι τηςΧαλκηδόνος με πλήρη στόλο.
Ο στόλος του Μιθριδάτη περνώντας από την Ηράκλεια, δεν έγινε δεκτός στην πόλη, αλλά οι Ηρακλεινοί παρείχαν εφόδια όταν τους ζητήθηκε. Την ώρα που ναυτικοί και κάτοικοι συναλλάσσονταν, όπως ήταν φυσικό, ο ναύαρχος Αρχέλαος, συνέλαβε τον Σιλήνοκαι τον Σάτυρο, δύο επιφανείς Ηρακλεινούς, τους οποίους δεν απελευθέρωνε μέχρι που τους έπεισε να του παραδώσουν 5 τριήρεις σε βοήθεια για τον πόλεμο με τους Ρωμαίους. Αποτέλεσμα του τεχνάσματος αυτού ήταν οι Ηρακλεινοί να θεωρηθούν εχθροί από τους Ρωμαίους.
Ωστόσο οι Ρωμαίοι, οι οποίοι προέβαιναν σε επιτάξεις άλλων πόλεων, απαίτησαν συνεισφορές και από την Ηράκλεια. Όταν οι εισπράκτορες έφθασαν στην πόλη, αψήφησαν τους νόμους του κράτους και οι οικονομικές απαιτήσεις τους ανησύχησαν τους πολίτες οι οποίοι τις θεώρησαν ενδείξεις δουλοκτημοσύνης. Θέλησαν να στείλουν αντιπροσωπεία στην Σύγκλητο αιτούμενοι την απαλλαγή τους από τις επιτάξεις, αλλά πείστηκαν από τον πλέον παράτολμο άνδρα της πόλης να φυγαδεύσουν κρυφά τους εισπράκτορες, ούτως ώστε να μην ήταν κανείς σίγουρος για το πώς θα κατέληγαν.
Οι ναυτικές δυνάμεις Ρώμης και Πόντου συναντήθηκαν στη θαλάσσια περιοχή κοντά στην Χαλκηδόνα, ενώ ξέσπασε μάχη και στη στεριά ανάμεσα στον στρατό του βασιλέα και τους Ρωμαίους, όπου στρατηγοί ήσαν οι Μιθριδάτης και Κόττας αντίστοιχα. Στη χερσαία μάχη οιΒαστάρνες κατεδίωξαν τους Ιταλούς σφαγιάζοντας πολλούς από αυτούς, παρόμοιο δε ήταν, το αποτέλεσμα της ναυμαχίας και σε εκείνη την μία και μόνη μέρα, θάλασσα και στεριά καλύφθηκαν από πτώματα Ρωμαίων. Στη ναυμαχία σκοτώθηκαν 8.000 άνδρες και 4.500 αιχμαλωτίστηκαν, ενώ στη στεριά σκοτώθηκαν 5.300 Ιταλοί και από την πλευρά του Μιθριδάτη, 30 Βαστάρνες και 700 άλλοι. Άπαντες πτοήθηκαν από την επιτυχία του Μιθριδάτη, εκτός του Λούκουλλου, ο οποίος είχε στρατοπεδεύσει παραπλεύρως του ποταμού Σαγγάριου και απηύθυνε ενθαρρυντικό λόγο προς τους στρατιώτες του ώστε να αντιπαρέλθει την απελπισία τους.
[28] Ο Μιθριδάτης κινήθηκε με σιγουριά προς την Κύζικο και αποφάσισε να πολιορκήσει την πόλη. Ο Λούκουλλος τον ακολούθησε και στην επακόλουθη μάχη, ο στρατός του Πόντου υπέστη πανωλεθρία. Σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα φόνευσε δεκάδες χιλιάδες και αιχμαλώτισε 13.000.
Βαστάρνες_ενδυματολογική απεικόνιση_μουσείο Κρακοβίας
Οι στρατιώτες του Φιμβρία είχαν ανησυχήσει από το ενδεχόμενο οι αρχηγοί τους να θεωρηθούν προδότες εξαιτίας της στάσης τους προς τον Φλάκκο και ενημέρωσαν τον Μιθριδάτη για την πρόθεσή τους να αυτομολήσουν στο στρατόπεδό του. Εκείνος, παρά την ευτυχή συγκυρία που του επεφύλασσε αυτό το μήνυμα, όταν νύχτωσε, έστειλε τον Αρχέλαο να επιβεβαιώσει και να πραγματώσει τη συμφωνία επιστρέφοντας με τους λιποτάκτες. Αλλά όταν έφθασε, οι στρατιώτες του Φιμβρία τον συνέλαβαν και σκότωσαν την ακολουθία του. Στο αποκορύφωμα της ατυχίας αυτής, ο στρατός του βασιλέα χτυπήθηκε από λιμό και πολλοί από τους στρατιώτες πέθαναν. Αντικρούοντας προσωρινά ταλαιπωρίες και εμπόδια, ο Μιθριδάτης δεν παραιτήθηκε από την πολιορκία παρά μόνον όταν οι απώλειές του γιγαντώθηκαν και αναγκάστηκε να εγκαταλείψει ατελέσφορα την πολιορκία.
Διόρισε τους Ερμαίο και Μάριο επικεφαλής του πεζικού που αριθμούσε πάνω από 30.000 άνδρες, ενώ ο ίδιος ξεκίνησε εν πλω την επιστροφή του στην πατρίδα. Διάφορα καταστροφικά περιστατικά συνέβησαν σε αυτό το ταξίδι, αρχής γενομένης από την ταραχώδη επιβίβαση στις τριήρεις, όπου συνωστίσθηκαν πολλοί και στην κυριολεξία κρεμάσθηκαν πάνω τους, είτε χωρούσαν να επιβιβασθούν είτε όχι. Ήταν τόσοι πολλοί οι απεγνωσμένοι που επιχείρησαν κάτι τέτοιο, ώστε αρκετά πλοία να βυθιστούν και άλλα να ανατραπούν. Αντιλαμβανόμενοι τα γεγονότα, οι κάτοικοι της Κυζίκου επετέθησαν στο στρατόπεδο, σφαγίασαν τους εναπομείναντες εξουθενωμένους στρατιώτες και λεηλάτησαν ότι είχε απομείνει. Ο Λούκουλλος ακολούθησε τον στρατό μέχρι τον ποταμό Αίσηπο, όπου τον αιφνιδίασε και σκότωσε πολλούς. Ο Μιθριδάτης ανέταξε τις δυνάμεις του όπως ήταν δυνατόν και πολιόρκησε την Πέρινθο αλλά αποτυγχάνοντας γύρισε πίσω προς τη Βιθυνία.
Τότε κατέφθασε ο Βάρβας, επικεφαλής μεγάλης δύναμης Ιταλών ενώ ο Γάϊος Βαλέριος Τριάριος, στρατηγός των Ρωμαίων προωθήθηκε και ξεκίνησε την πολιορκία της Απάμειας. Οι κάτοικοι της πόλης αντιστάθηκαν με όλες τις δυνάμεις τους αλλά στο τέλος άνοιξαν τις πύλες στους Ρωμαίους. Ακολούθως κατελήφθη η Προύσα στους πρόποδες του Ασιατικού όρους Όλυμπος. Από ΄κει ο Τριάριος κατηύθυνε το στρατό του στην παράκτια Προυσιάδα πόλη, η οποία κατά την αρχαιότητα αποκαλείτο Κίερος και αποτέλεσε το σκηνικό αρκετών ιστοριών, όπως η άφιξη της Αργούς, ο αφανισμός του Ύλα και οι περιπλανήσεις του Ηρακλή σε αναζήτηση του Ύλα. Με την άφιξη του Τριάριου, οι κάτοικοι έδιωξαν τους στρατιώτες του Πόντου και πρόθυμα τον άφησαν να περάσει.
Απ’ εκεί ο Τριάριος συνέχισε προς την Νίκαια, όπου ο Μιθριδάτης είχε τοποθετήσει φύλακες, οι οποίοι όμως, αντιλαμβανόμενοι την θετική προδιάθεση των κατοίκων απέναντι στους Ρωμαίους, εγκατέλειψαν τις θέσεις τους νύχτα και κατευθύνθηκαν πρός τη Νικομήδεια όπου βρισκόταν ο Μιθριδάτης και κατά συνέπεια οι Ρωμαίοι κατέλαβαν την πόλη αμαχητί.
Η πόλη της Νίκαιας όφειλε την ονομασία της στη Ναϊάδα, ποτάμια νύμφη, Νίκαια και είχε ιδρυθεί από αυτούς οι οποίοι είχαν πολεμήσει στο πλευρό του Αλεξανδρινού στρατού. Μετά τον θάνατο του Αλεξάνδρου εγκαταστάθηκαν εκεί και έχτισαν την πόλη σε ανάμνηση της πατρίδος τους. Η νύμφη Νίκαια, λέγεται ότι ήταν κόρη της Κυβέλης και τουΣαγγάριου, ο οποίος διοικούσε την περιοχή. Προτιμώντας την αγνότητα έναντι της συμβίωσης με κάποιον άνδρα, ανάλωσε τη ζωή της κυνηγώντας στα βουνά. Την ερωτεύθηκε ο Διόνυσος, αλλά εκείνη απέκρουσε το πάθος του, προς ικανοποίηση του οποίου και μη μπορώντας ν΄αντέξει την απόρριψη, ο θεός επινόησε κάποιο τέχνασμα.
Γέμισε την πηγή στην οποία η Νίκαια συνήθιζε να ξεδιψά εξαντλημένη από το κυνήγι, με κρασί αντί νερό κι εκείνη δίχως να υποπτευθεί κάτι, ήπιε από το απατηλό υγρό. Μέθη και ύπνος την κατέλαβαν και υπέκυψε στη θέληση του εραστή της, παρά τις αντιρρήσεις της. Από την συνεύρεσή τους προέκυψε οΣάτυρος και άλλα αγόρια. Οι άνθρωποι που ίδρυσαν την πόλη της Νίκαιας, στην πραγματικότητα κατάγονταν από την Νίκαια που βρίσκεται δίπλα στηνΦωκίδα. Είχαν επανειλημμένως πολεμήσει ενάντια στους Φωκαείς, οι οποίοι τελικά τους στέρησαν την πατρίδα, υποτάσσοντας και καταστρέφοντάς την με ιδιαίτερο ζήλο. Έτσι ονομάσθηκε και ιδρύθηκε η Νίκαια, η οποία είχε περάσει τώρα στα χέρια των Ρωμαίων.
[29] Ο Κόττας προχώρησε από την Χαλκηδόνα, όπου είχε ηττηθεί, στη Νικομήδεια, που βρισκόταν ο Μιθριδάτης, προσπαθώντας να επανορθώσει τις προηγούμενες αποτυχίες του. Στρατοπέδευσε σε απόσταση 150 σταδίων από την πόλη, αλλά δίσταζε ν’ αρχίσει τη μάχη. Δίχως να του ζητηθεί, ο Τριάριος έσπευσε να συνδράμει τον Κόττα και όταν ο Μιθριδάτης αποτραβήχτηκε στην πόλη, ο Ρωμαϊκός στρατός προετοιμάστηκε να την πολιορκήσει και από τις δύο πλευρές. Ο βασιλέας ωστόσο, γνώριζε ότι οι ναυτικές δυνάμεις του Πόντου, έχοντας ηττηθεί σε δύο ναυμαχίες με αντίπαλο τον Λούκουλλο, πλησίον της Τενέδου και ανοικτά στο Αιγαίο, θα ήταν αδύνατο ν’ αντισταθούν στους Ρωμαίους και για το λόγο αυτό επιβίβασε τις δυνάμεις του σε πλοία κι έπλευσαν προς το ποτάμι.
Κατά τη διάρκεια καταιγίδας, έχασε κάποιες τριήρεις αλλά κατόρθωσε να φθάσει στον ποταμό Ύπιο με τα περισσότερα από τα πλοία του. Εκεί ξεχειμώνιασε και προέτρεψε, μέσω πολλών υποσχέσεων και ανταλλαγμάτων, τον Λάμαχο της Ηράκλειας, παληό του φίλο ο οποίος όπως είχε πληροφορηθεί, διατελούσε χρέη κυβερνήτη της πόλης, να φροντίσει την υποδοχή του. Εκείνος ενέδωσε στα παρακάλια του κι οργάνωσε μεγαλοπρεπή εορτασμό έξω από την πόλη χειραγωγώντας τη βούληση των πολιτών με άφθονα ποτά, αφού πρώτα τους είχε πείσει να διατηρήσουν ανοικτές τις εισόδους της πόλης για όσο θα διαρκούσε η γιορτή. Όμως πρωτύτερα είχε κανονίσει τον μυστικό ερχομό του Μιθριδάτη την ίδια μέρα και με αυτό τον τρόπο ο βασιλέας πήρε τα ηνία της πόλης προτού προλάβουν οι Ηρακλεινοί να συνειδητοποιήσουν την άφιξή του.
Την επόμενη μέρα ο Μιθριδάτης συγκέντρωσε το λαό στον οποίο απηύθυνε συμφιλιωτικό λόγο. Τους συμβούλεψε να διατηρήσουν την καλή τους θέληση απέναντί του και τοποθέτησε φρουρά 4.000 ανδρών με φρούραρχο τον Κοννακόρακα, προφασιζόμενος την υπεράσπιση της πόλης και την σωτηρία των κατοίκων από τους φύλακες, σε ενδεχόμενη απόφαση των Ρωμαίων να τους επιτεθούν. Κατόπιν ενεχυρίασε χρήματα στους πολίτες, ιδιαίτερα στους κατέχοντες αξιώματα και απέπλευσε προς τη Σινώπη.
Λούκουλλος, Κόττας και Μάριος, οι στρατηλάτες των Ρωμαίων, κατέφθασαν μαζί στη Νικομήδεια και κίνησαν να εισβάλλουν στον Πόντο. Όταν όμως πληροφορήθηκαν την κατάληψη της Ηράκλειας, δίχως να γνωρίζουν ότι ήταν αποτέλεσμα προδοσίας, αλλά θεωρώντας ότι η πόλη είχε αλλάξει συμμαχικό στρατόπεδο, απεφάνθησαν ότι, ο μεν Λούκουλλος θα έπρεπε να διασχίσει τις περιοχές της ενδοχώρας προς την Καππαδοκία ώστε να επιτεθεί σε ολόκληρη την επικράτεια του Μιθριδάτη, ο δε Κόττας να επιτεθεί στην Ηράκλεια, ενώ ο Τριάριος όφειλε να συγκεντρώσει τις ναυτικές δυνάμεις γύρω απ´τον Ελλήσποντο και την Προποντίδα, αναμένοντας την επιστροφή των πλοίων που ο Μιθριδάτης είχε αποστείλλει στην Κρήτη και την Ιβηρία.
Μιθριδάτης ΣΤ’ & Τιγράνης Β’ της Αρμενίας
Στο άκουσμα των σχεδίων τους, ο βασιλέας άρχισε τις δικές του προετοιμασίες, στέλνοντας πρεσβείες στους βασιλείς των Σκυθών, στον βασιλέα της Παρθίας και τον γαμπρό του, Τιγράνη, βασιλέα της Αρμενίας. Οι άλλοι δεν του παρείχαν βοήθεια αλλά ο Τιγράνης, έχοντας ήδη αγνοήσει πολλά από τα παρακάλια της κόρης του Μιθριδάτη, ενέδωσε τελικά σε συμμαχία μαζί του.
Ο Μιθριδάτης έστειλε διαφορετικούς στρατηγούς να πολεμήσουν εναντίον του Λούκουλλου, οι οποίοι όταν ενεπλάκησαν στη μάχη, απέφεραν διαφορετικά αποτελέσματα, αλλά στις περισσότερες των περιπτώσεων οι Ρωμαίοι επικράτησαν. Ο βασιλέας αποθαρρύνθηκε, αλλά παρόλα αυτά συγκέντρωσε 40.000 στρατιώτες και 8.000 ιππείς, τους οποίους έστειλε σε ενίσχυση της προϋπάρχουσας δύναμής του, με τους Διόφαντο και Ταξίλη, επικεφαλής.
Όταν οι αντίπαλοι συναντήθηκαν, αρχικά επιδόθηκαν σε αναγνωριστικούς ακροβολισμούς σχεδόν σε καθημερινή βάση και στη συνέχεια σημειώθηκαν δύο μάχες ιππικού οι νίκες των οποίων μοιράστηκαν κατά σειρά σε Ρωμαίους και Ποντικό στρατό. Με τον πόλεμο να συνεχίζεται, ο Λούκουλλος έστειλε κάποια δύναμη στην Καππαδοκία για ανεφοδιασμό, γεγονός στου οποίου το άκουσμα Ταξίλης και Διόφαντος, συγκρότησαν δύναμη 4.000 στρατιωτών και 2.000 ιππέων με σκοπό να επιτεθούν στο απόσπασμα που θα επέστρεφε λεηλατώντας τις προμήθειες. Αλλά η επακόλουθη σύγκρουση ανέδειξε την υπεροχή των Ρωμαίων η οποία μάλιστα, κατόπιν ενισχύσεων που είχε αποστείλει ο Λούκουλλος, μετετράπη σε σαρωτική νίκη επί των βαρβάρων. Ο Ρωμαϊκός στρατός τους κατεδίωξε φθάνοντας έως το στρατόπεδο των Διόφαντου και Ταξίλη, όπου ανασυντάχθηκαν για να εξαπολύσουν σφοδρή επίθεση. Ο Ποντικός στρατός άντεξε για λίγο αλλά στη συνέχεια ετράπη σε αιματηρή άτακτη φυγή με πρώτους τους στρατηλάτες του, οι οποίοι έσπευσαν να ενημερώσουν αυτοπροσώπως τον Μιθριδάτη για την ήττα τους.
[30] Έχοντας υποστεί ολοφάνερη καταστροφή, ο Μιθριδάτης πρόσταξε τη θανάτωση των γυναικών που διέμεναν στο παλάτι και αποφάσισε να δραπετεύσει από τα Κάβειρα, όπου βρισκόταν, χωρίς να το γνωρίζουν οι υφιστάμενοί του. Ωστόσο ακολουθήθηκε από μερικούς Γαλάτες, οι οποίοι δεν τον είχαν αντιληφθεί και θα είχε συλληφθεί αν αυτοί δεν σταματούσαν για ν’ αρπάξουν το χρυσό και το ασήμι του βασιλέα, που ήταν φορτωμένο στη ράχη κάποιου ζώου. Ο Μιθριδάτης έφθασε στην Αρμενία μολονότι ο Λούκουλλος έστειλε τον Μάρκο Πομπήιο στο κατόπι του, ενώ ο ίδιος προωθήθηκε στα Κάβειρα με όλο το στράτευμα και περικύκλωσε την πόλη, κατέλαβε τις επάλξεις και εξανάγκασε τους βαρβάρους σε συνθηκολόγηση. Από ΄κει, κατευθύνθηκε στην Αμισόκαι προσπάθησε να πείσει τους κατοίκους να συνταχθούν με τους όρους των Ρωμαίων, αλλά όταν εκείνοι αρνήθηκαν, έφυγε μακρυά σε πολιορκία τηςΕυπατορίας.
Εκεί προσποιήθηκε ότι δρούσε επιπόλαια, με σκοπό να προκαλέσει την ίδια αντίδραση από τους πολιορκούμενους και στη συνέχεια να τους αιφνιδιάσει επιτιθέμενος ξαφνικά. Το στρατήγημά του ευοδώθηκε και η πόλη έπεσε, όταν ο Λούκουλλος πρόσταξε τους στρατιώτες του ν’ ανέβουν με σκάλες στα τείχη ενώ οι αμυνόμενοι δεν περίμεναν ανάλογη επίθεση. Έτσι κατελήφθη η Ευπατορία η οποία στη συνέχεια καταστράφηκε. Την τύχη της είχε λίγο αργότερα και με παραπλήσιο τρόπο, η Αμισός. Πολλοί από τους κατοίκους της σφαγιάσθηκαν άμεσα, πριν ο Λούκουλλος θέσει τέρμα στους σκοτωμούς και αποκαταστήσει τους εναπομείναντες πολίτες στην περιοχή τους, επιδεικνύοντας την ευαισθησία του.
[31] Ο Μιθριδάτης διέμενε στην περιοχή του γαμπρού του, Τιγράνη, ο οποίος είχε αρνηθεί να τον συναντήσει αλλά ωστόσο πέραν της φιλοξενίας, του είχε παραχωρήσει έναν σωματοφύλακα. Ο Λούκουλλος έστειλε τον Άππιο Κλαύδιο ως πρεσβευτή του πρός τον Τιγράνη να ζητήσει την παράδοση του Μιθριδάτη, αλλά ο εκείνος αρνήθηκε υποστηρίζοντας ότι μια τέτοια πράξη, η προδοσία του πατέρα της συζύγου του, θα επέσυρε την παγκόσμια κατακραυγή και ως εκ τούτου, σεβάστηκε τους συγγενικούς δεσμούς του με τον Μιθριδάτη αν και γνώριζε τον μοχθηρό χαρακτήρα του. Ο Τιγράνης απηύθυνε επιστολή προς τον Λούκουλλο, εκθέτοντας τα παραπάνω, αλλά το μόνο που ενόχλησε τον Ρωμαίο ήταν ότι δεν τον προσφωνούσε “στρατηγό” σε ανταπόδοση της δικής του άρνησης να αποκαλέσει τον Τιγράνη, “Βασιλέα των Βασιλέων”.
[32] Η ιστορία συνεχίζεται με τον Κόττα να κατευθύνει τον Ρωμαϊκό στρατό ενάντια στην Ηράκλεια, περνώντας πρώτα από την Προυσιάδα. Στο παρελθόν η πόλη ονομαζόταν Κίερος, βαπτισμένη στο όνομα του παράπλευρου ποταμού, αλλά ο βασιλέας της Βιθυνίας την μετονόμασε αυτοβούλως όταν την απέσπασε από την κυριαρχία των Ηρακλεινών.
Απ’ εκεί, προχώρησε προς την Εύξεινο θάλασσα και μέσω της ακτής στρατοπέδευσε πλάι στο υψηλότερο σημείο των τειχών. Η φυσική οχύρωση της πόλης παρείχε αυτοπεποίθηση στους Ηρακλεινούς, οι οποίοι αντεπιτέθηκαν στον Κόττα με την φρουρά των τειχών, επιφέροντας αρκετά μεγάλο πλήγμα στον Ρωμαϊκό στρατό, ενώ αυτοί υπέστησαν αρκετές καταστροφές από ρίψεις εκηβόλων όπλων. Εν τούτοις ο Κόττας απομάκρυνε τα στρατεύματα από τα τείχη και στρατοπέδευσε σε μικρή απόσταση, στρέφοντας το ενδιαφέρον του στον αποκλεισμό της πόλης. Όταν οι κάτοικοι ήρθαν αντιμέτωποι με βασικές ελλείψεις, ζήτησαν από τις αποικίες τους ανταλλαγή χρημάτων με τρόφιμα, το οποίο έγινε άμεσα δεκτό.
[33] Λίγο νωρίτερα ο Τριάριος είχε φύγει από τη Νικομήδεια με τον Ρωμαϊκό στόλο για ν’ αντιμετωπίσει τις Ποντικές τριήρεις, οι οποίες, όπως έχει ήδη ειπωθεί, είχαν αποπλεύσει με προορισμό την Κρήτη και την Ιβηρία. Είχε πληροφορηθεί ότι επέστρεφαν στον Πόντο μετά από πολλές απώλειες που υπέστησαν σε μάχες και λόγω καιρικών συνθηκών. Ανέκοψε την πορεία τους και εξαπέλυσε επίθεση πλησίον της Τενέδου, με δύναμη 70 τριήρεων την ώρα που ο Ποντικός στόλος αριθμούσε ελάχιστα λιγότερες από ογδόντα. Αρχικά τα πλοία του βασιλέα προέβαλαν κάποια αντίσταση, η οποία όμως πολύ σύντομα κάμφθηκε ολοκληρωτικά και οι Ρωμαίοι πέτυχαν καθοριστική νίκη. Έτσι, ο στόλος που είχε είχε συνοδεύσει τον Μιθριδάτη πρός την Ασία, καταστράφηκε.
[34] Ο Κόττας, στρατοπεδευμένος κοντά στην Ηράκλεια, δεν επετέθη στην πόλη με πλήρη δύναμη, αλλά στέλνοντας αποσπάσματα τα οποία απάρτιζανΡωμαίοι και σε αρκετές περιπτώσεις Βιθυνοί. Όμως με αυτό τον τρόπο, πολλοί από τους άνδρες του είτε τραυματίζονταν είτε θανατώνονταν με αποτέλεσμα να στραφεί στην κατασκευή διάφορων πολιορκητικών μηχανών, συμπεριλαμβανομένης της χελώνας, γεγονός που μάλλον θορύβησε τους υπερασπιστές της πόλης. Με την ολοκλήρωση τους, τα οδήγησε μπροστά με όλες τις δυνάμεις του, εναντίον ενός συγκεκριμένου πύργου που έμοιαζε πιο ευάλωτος. Ωστόσο, μετά από ένα ή δύο χτυπήματα, όχι μόνο παρέμεινε ορθός αλλά έσπασε και η κεφαλή του πολιορκητικού κριού. Το συμβάν ανύψωσε το ηθικό των Ηρακλεινών αλλά καταρράκωσε τον Κόττα ο οποίος αμφέβαλλε για το αν θα μπορούσε ποτέ να κυριεύσει την πόλη.
Την επόμενη μέρα ο Κόττας επανέφερε στο πεδίο της μάχης την πολιορκητική μηχανή, αλλά χωρίς επιτυχία κι έτσι την έριξε στην πυρά, αποκεφαλίζοντας συνάμα τους άνδρες που την είχαν κατασκευάσει. Κατόπιν άφησε φρουρά στα τείχη της πόλης κι εγκατέλειψε το στρατόπεδο μαζί με τους υπόλοιπους στρατιώτες, κινούμενος πρός την πεδιάδα που επονομαζότανΛυκαία, η οποία θα του παρείχε αφθονία προμηθειών. Από ᾽κει λεηλάτησε ολάκερη την επικράτεια της Ηράκλειας, επιφέροντας μεγάλη κακουχία στους κατοίκους. Εκείνοι, έστειλαν εκ νέου πρεσβεία, αιτούμενοι βοήθεια από τους κατοίκους της Σκυθικής Χερσονήσου, της Θεοδοσίας και των βασιλέων του Βοσπόρου, αλλά η αποστολή επέστρεψε άπρακτη.
Οι πολίτες υπέφεραν από κακομεταχείριση στο εσωτερικό της πόλης, εξίσου με τις εχθρικές επιθέσεις εκτός των τειχών, επειδή η φρουρά δεν ήταν ικανοποιημένη με την ίδια ποσότητα τροφίμων που επιβίωνε ο λαός και εξανάγκαζε τους κατοίκους, να προσφέρουν ακόμη και αυτά που μετά δυσκολίας εξασφάλιζαν για τους εαυτούς τους. Ο Κοννακόραξ δε, ο φρούραρχος, ενεθάρρυνε τις βιαιοπραγίες τους, αντί να τις χαλιναγωγήσει.
Έχοντας διαγουμίσει την ύπαιθρο, ο Κόττας επετέθη εκ νέου στα τείχη, αλλά διεπίστωσε ότι οι στρατιώτες ήταν απρόθυμοι να εφαρμόσουν την πολιορκία κι έτσι τους απομάκρυνε και πάλι από τα τείχη, ζητώντας από τον Τριάριο, να σπεύσει με τις τριήρεις του να εμποδίσει τον θαλάσσιο ανεφοδιασμό της πόλης. Εκείνος, ενίσχυσε τον στόλο του με 20 πλοία από τους Ροδίους και με σύνολο 43 τριήρεων απέπλευσε προς την Εύξεινο θάλασσα, ενημερώνοντας τον Κόττα για την ημέρομηνία που θα έφθανε. Την ίδια ημέρα που η μοίρα των πλοίων του Τριάριου εμφανίστηκε, ο Κόττας επανέφερε τους στρατιώτες του στα τείχη.
Οι Ηρακλεινοί αναστατώθηκαν από την αιφνιδιαστική άφιξη του στόλου. Έριξαν στη θάλασσα μόνο τριάντα από τα πλοία τους, ακόμη κι αυτά όχι πλήρως επανδρωμένα, ενώ οι υπόλοιποι στράφηκαν στην υπεράσπιση της πόλης. Πρώτοι επετέθησαν στα πλοία των Ηρακλεινών οι Ρόδιοι, τους οποίους οι φήμες ήθελαν να είναι γενναιότεροι και πλέον πεπειραμένοι ναυτικοί, σε σχέση με τους υπόλοιπους της μοίρας του Τριάριου. Τρία από τα σκάφη τους καθώς και πέντε των Ηρακλεινών, βυθίστηκαν αμέσως. Τότε ενεπλάκησαν και τα Ρωμαϊκά. Αμφότερες οι πλευρές υπέστησαν βαρειές απώλειες, αλλά οι Ρωμαίοι ήταν αυτοί που προκάλεσαν τις μεγαλύτερες ζημιές στους αντιπάλους τους. Τελικά τα πλοία των Ηρακλεινών κατατροπώθηκαν και εκδιώχθηκαν προς την πόλη, όπου βρήκαν καταφύγιο στο μεγάλο λιμάνι, δεκατέσσερα λιγότερα αφότου απέπλευσαν.
Ο Κόττας έσφιξε τον κλοιό γύρω από τα τείχη. Τα πλοία του Τριάριου κατέλαβαν την είσοδο του λιμανιού αμφίπλευρα, ώστε να εμποδιστεί ο ανεφοδιασμός της πόλης η οποία επλήγη από τέτοιας έκτασης λιμό, κατά τον οποίο ένας χοίνικας σταριού επωλείτο αντί 80 αττικών δραχμών [χοῖνιξ (choinix): αρχαίο ελληνικό μέτρο χωρητικότητας, κυρίως σιτηρών και ξηρών καρπών, ίσο με το 1/48 του μεδίμνου (5.5lt). Μία «χοίνιξ σίτου» ήταν το καθημερινό συσσίτιο ενός ανθρώπου ή το στρατιωτικό σιτηρέσιο]. Επικορωνίδα στα δεινά του λιμού, ετέθη ο λοιμός που ξέσπασε στην πόλη εξαιτίας της αλλαγής των ανέμων ή της κακής διατροφής. Τα θύματά του υπέφεραν με πολλούς και διάφορους τρόπους, όπως για παράδειγμα ο ιδιαίτερα αργός και οδυνηρός θάνατος που υπέμεινε ο Λάμαχος. Η φρουρά επλήγη περισσότερο από τους υπόλοιπους, αφού χάθηκαν χίλιες ζωές σε σύνολο τριών χιλιάδων, η φθορά της δε, ήταν έκδηλη στους Ρωμαίους.
[35] Ο Κοννακόραξ συγκλονισμένος από τις καταστροφές αποφάσισε να προδώσει την πόλη στους Ρωμαίους, ανταλλάσσοντας τη δική του ασφάλεια με τον αφανισμό των Ηρακλεινών. Στο εγχείρημά του εντάχθηκε ο Ηρακλεινός Δαμωφέλης, αφοσιωμένος οπαδός της προαιρέσεως του Λαμάχου, μετά τον θάνατο του οποίου είχε επιλεγεί να λάβει το αξίωμα του φρουράρχου. Ο Κοννακόραξ δεν προσέγγισε τον Κόττα, θεωρώντας τον καταπιεστικό και αναξιόπιστο, αλλά έκανε κάποια διευθέτηση με τον Τριάριο, την οποία εύκολα απεδέχθη ο Δαμωφέλης. Αφού συμφώνησαν τους όρους, οι οποίοι ήλπιζαν ότι θα τους εξασφάλιζαν την ακεραιότητά τους, προετοιμάστηκαν να προδώσουν την πόλη.
Ανατολικά εδάφη κατά την περίοδο ακμής του Πόντου & Αρμενίας 189 – 63 π.Χ
Εξαιτίας της επιπολαιότητος που επέδειξαν, τα σχέδια των προδοτών έγιναν γνωστά στους κατοίκους οι οποίοι τάχιστα συσπειρώθηκαν και εγκάλεσαν τον αρχηγό της φρουράς. Ο Βριθαγόρας, ένας από τους επικεφαλής των πολιτών, πήγε να συναντήσει τον Κοννακόρακα. Εξέθεσε ενώπιόν του την κατάσταση στην Ηράκλεια, εκλιπαρώντας τον να διαπραγματευθεί με τον Τριάριο για το καλό όλων. Στον θρήνο με το οποίο ο Βριθαγόρας είχε παρουσιάσει τα γεγονότα, ο Κοννακόρακας αντιτάχθηκε, αρνούμενος τέτοιου είδους συμφωνία και προσποιούμενος ότι είχε αναλάβει το βάρος της ευθύνης ως διεκπεραιωτής της ελευθερίας τους, για την οποία έτρεφε μεγάλες προσδοκίες. Είπε επίσης ότι, είχε πληροφορηθεί γραπτώς την φιλοξενία που επέδειξε ο Τιγράνης στον πεθερό του, Μιθριδάτη και ότι ήλπιζε να καταφθάσει σύντομα επαρκής βοήθεια από εκεί. Φυσικά, όλα αυτά ήταν επινοήματα του Κοννακόρακος, αλλά οι Ηρακλεινοί είχαν πειστεί από τα λεγόμενά του σαν να επρόκειτο για αλήθειες, καθώς οι άνθρωποι επιλέγουν να πιστέψουν ότι στην πραγματικότητα εύχονται.
ἀεὶ γὰρ αἱρετὸν τὸ ἐράσμιον – Μέμνων 35.3
Ο Κοννακόρακας, αντιλαμβανόμενος ότι τους είχε πείσει με επιτυχία, επιβίβασε τον στρατό στις τριήρεις, με την μυστικότητα που του παρείχε το σκοτάδι της νύχτας και απέπλευσε, καθώς η συμφωνία του με τον Τριάριο προέβλεπε την αλώβητη φυγή των ανδρών του, μαζί με όποια λεία είχαν αποκτήσει. Στην συνέχεια ο Δαμωφέλης, άνοιξε τις πύλες του τείχους και ο Τριάριος με τον Ρωμαϊκό στρατό, είτε μέσω αυτών, είτε σκαρφαλώνοντας στα τείχη, ξεχύθηκαν στην πόλη. Τότε μόνο οι Ηρακλεινοί κατάλαβαν ότι είχαν προδοθεί. Μερικοί από αυτούς παραδόθηκαν και άλλοι θανατώθηκαν. Τιμαλφή και όλα τα κεκτημένα τους λεηλατήθηκαν, ενώ οι ίδιοι εκτέθηκαν σε κάθε είδους βιαιοπραγία με τους Ρωμαίους να προβαίνουν σε αντίποινα για τις απώλειες που είχαν υποστεί στη ναυμαχία και τις κακουχίες κατά την διάρκεια της πολιορκίας. Από το μένος των Ρωμαίων δεν γλίτωσαν ούτε αυτοί που είχαν καταφύγει στα ιερά, οι οποίοι στην κυριολεξία κρεμασμένοι από εικόνες και αγάλματα, κατακρεουργήθηκαν ανηλεώς.
Εντούτοις, αρκετοί Ηρακλεινοί, φοβούμενοι τον επικείμενο θάνατο, απέδρασαν από τα τείχη της πόλης και διασκορπίστηκαν στην ύπαιθρο, ενώ άλλοι αναγκάστηκαν να παραδοθούν στον Κόττα. Από αυτούς πληροφορήθηκε ο Κόττας την κατάληψη, τις σφαγές και τις λεηλασίες που συνέβησαν στην Ηράκλεια. Κατελήφθη από θυμό κι έσπευσε στην πόλη. Ο στρατός του ήταν επίσης εξαγριωμένος όχι μόνο επειδή του απέσπασαν ένδοξη νίκη, αλλά και εξαιτίας της λεηλασίας που απέφερε τον πλούτο της πόλης στην κατοχή άλλων στρατιωτών. Θα είχαν επιτεθεί στους ομόσταυλούς τους και τα δύο στρατεύματα θα αλληλοσκοτώνονταν, αν ο Τριάριος δεν είχε αντιληφθεί έγκαιρα τις προθέσεις τους. Απευθύνοντας τους αρκετές συμφιλιωτικές ομιλίες, υποσχέθηκε ότι τα λάφυρα θα τα μοιράζονταν όλοι μεταξύ τους, απομακρύνοντας τον κίνδυνο μιας εμφύλιας διαμάχης.
Όταν όμως έμαθαν ότι ο Κοννακόρακας είχε καταλάβει την Τίο και την Άμαστρις, ο Κόττας έστειλε αμέσως τον Τριάριο να ανακτήσει την κυριαρχία των πόλεων. Εν τω μεταξύ ο Κόττας συγκέντρωσε όλους όσοι είχαν παραδοθεί σ’ αυτόν μαζί με τους αιχμαλώτους πολέμου, επιδεικνύοντας αξεπέραστη βαρβαρότητα. Σε αναζήτηση θησαυρών, όχι μόνο κατέστρεψε τους ναούς, αλλά άρπαξε πολλά αγάλματα και εικόνες. Απομάκρυνε το άγαλμα του Ηρακλή από την αγορά, μαζί με παρελκόμενα από το βάθρο σε σχήμα πυραμίδας, το οποίο σε αξία, μέγεθος, αρμονία, κομψότητα και τέχνη, δεν υπολειπόταν των πιο φημισμένων έργων. Περιελάμβανε ρόπαλο λαξευμένο σε ατόφιο χρυσό, το οποίο έφερε εγχάρακτη ευμεγέθη λεοντή, φαρέτρα από το ίδιο υλικό γεμάτη βέλη κι ένα τόξο. Φόρτωσε στα πλοία του πολλά άλλα αξιοθαύμαστα αναθήματα που άρπαξε από τα ιερά και την πόλη, την πυρπόληση της οποίας ανέθεσε στους στρατιώτες του έχοντας ολοκληρώσει την λεηλάτησή της και αυτοί κατέκαψαν πολλά μέρη της. Είχαν περάσει δύο χρόνια από τότε που πολιορκήθηκε.
[36] Ο Τριάριος, φθάνοντας στις πόλεις που είχε προορισμό, επέτρεψε στον Κοννακόρακα, ο οποίος προσπαθούσε να καλύψει την προδοσία της Ηράκλειας με την εκμετάλλευση άλλων πόλεων, να παραδοθεί αλώβητος και τις πήρε στην κατοχή του χωρίς αντίσταση. Ο Κόττας αφού έπραξε όσα περιγράφηκαν παραπάνω, απέστειλλε πεζικό και ιππικό στον Λούκουλλο, απέπεμψε τους συμμάχους στις πατρίδες τους και κίνησε για την πατρίδα του με τον στόλο. Κάποια από τα πλοία που μετέφεραν τους θησαυρούς της Ηράκλειας βυθίστηκαν από το βάρος τους, όχι πολύ μακρυά από την πόλη και άλλα παρασύρθηκαν στα τενάγη από δυνατούς βόρειους ανέμους, έτσι ώστε το περισσότερο φορτίο τους χάθηκε.
[37] Ο Λεόνιππος, τον οποίο ο Μιθριδάτης είχε διορίσει κυβερνήτη της Σινώπης μαζί με τον Κλεοχάρη, έσβησαν κάθε ελπίδα αντίστασης στέλνοντας μήνυμα στον Λούκουλλο, με το οποίο υπόσχονταν να προδώσουν την πόλη. Ο Κλεοχάρης και οΣέλευκος, άλλος ένας στρατηγός του Μιθριδάτη ισάξιος με τους άλλους δύο, έμαθαν τα σχέδια του Λεονίππου και τον κατήγγειλαν στην λαϊκή συνέλευση, αλλά δεν έγιναν πιστευτοί, επειδή έμοιαζε έντιμος για τους πολίτες. Ωστόσο ο Κλεοχάρης με τους βοηθούς του, ανήσυχοι από την εύνοια που επέδειξαν οι κάτοικοι προς τονΛεόνιππο, του έστησαν ενέδρα και τον σκότωσαν κατά τη διάρκεια της νύχτας. Το γεγονός ενόχλησε το λαό, αλλά ο Κλεοχάρης με τους συνεργούς του ανέλαβαν τη διακυβέρνηση με τυραννικό τρόπο, ελπίζοντας ν´αποφύγουν την τιμωρία για τη δολοφονία του Λεονίππου.
Εν τω μεταξύ ο Κενσωρίνος, ο Ρωμαίος ναύαρχος επικεφαλής των 15 τριήρεων που μετέφεραν καλαμπόκι από τον Βόσπορο στο Ρωμαϊκό στρατό, σταμάτησε κοντά στη Σινώπη. Ο Κλεοχάρης, ο Σέλευκος και οι συνοδοί τους απέπλευσαν εναντίον του, με τις τριήρεις της Σινώπης. Στην ναυμαχία που ακολούθησε, με διοικητή τον Κλεοχάρη, νίκησαν τους Ιταλούς και άρπαξαν τα μεταφορικά πλοία για δική τους χρήση. Ο Κλεοχάρης και οι υπόλοιποι, αναθάρρησαν με την επιτυχία αυτή και απόγιναν ακόμη πιο τυραννικοί στη διακυβέρνηση της πόλης. Δολοφονούσαν τους πολίτες αδιακρίτως και βιαιοπραγούσαν με κάθε τρόπο.
Λίγο αργότερα, ξέσπασε διαμάχη μεταξύ του Κλεοχάρη και του Σελεύκου. Ο Κλεοχάρης επέμενε να συνεχίσει τον πόλεμο, αλλά ο Σέλευκος ήθελε να σφαγιάσει όλους τους κατοίκους της Σινώπης και να παραδώσει την πόλη στους Ρωμαίους έναντι μεγάλης αμοιβής. Καθώς καμία από τις απόψεις δεν επικράτησε, φόρτωσαν κρυφά τα υπάρχοντά τους σε πλοία και τα έστειλαν στον Μαχάρη, γιό του Μιθριδάτη, ο οποίος εκείνη την περίοδο διέμενε στα περίχωρα τηςΚολχίδος.
Εν τω μεταξύ ο Λούκουλλος, ύπατος των Ρωμαίων, κατέφθασε στη Σινώπη και πολιόρκησε δυναμικά την πόλη. Ο Μαχάρης έστειλε πρεσβεία στον Λούκουλλο αιτούμενος την φιλία και την συμμαχία του. Εκείνος συμφώνησε αμέσως, λέγοντας ότι θα θεωρούσε τη συμμαχία επιβεβαιωμένη, εφόσον ο Μαχάρης δεν έστελνε εφόδια και τρόφιμα στους κατοίκους της Σινώπης. Ο Μαχάρης όχι μόνο συμμορφώθηκε με τον όρο αυτό, αλλά του απέστειλλε επιπροσθέτως, τα εφόδια που προορίζονταν για τις δυνάμεις του Μιθριδάτη.
Μαθαίνοντας την κίνηση αυτή, ο Κλεοχάρης και οι συνεργάτες του, έχασαν κάθε τους ελπίδα. Φόρτωσαν νύχτα στα καράβια τους μεγάλη ποσότητα λαφύρων ενώ παράλληλα επέτρεψαν στους στρατιώτες τους να λεηλατήσουν την πόλη. Αφού πυρπόλησαν τα πλοία που δεν χρειάζονταν, απέπλευσαν προς τα ενδότερα της Ευξείνου θάλασσας, την περιοχή των Σανήγων και των Λαζών.
Με τις φλόγες να ξεπροβάλλουν από τα τείχη της πόλης ο Λούκουλλος αντελήφθει την κατάσταση και πρόσταξε τους στρατιώτες του να υψώσουν σκάλες στα τείχη. Έτσι κι έγινε, οι στρατιώτες ανέβηκαν στις επάλξεις και άρχισε μια σφαγή (πολιτών) διόλου ευκαταφρόνητη. Όμως ο Λούκουλλος τους λυπήθηκε κι έδωσε τέλος στη μάχη. Έτσι κάμφθηκε η αντίσταση της Σινώπης. Η Αμάσεια είχε προσωρινά διαφύγει τον κίνδυνο, αλλά λίγο αργότερα περιήλθε κι αυτή στους Ρωμαίους.
[38] Ο Μιθριδάτης είχε μείνει στην περιοχή της Αρμενίας για ένα χρόνο και οκτώ μήνες δίχως να έχει παρουσιασθεί μπροστά στον Τιγράνη, ο οποίος είχε αρχίσει να νοιώθει την υποχρέωση να του δώσει βήμα. Έτσι, οργάνωσε βασιλική υποδοχή και τον συνάντησε κατά τη διάρκεια υπέροχης παρέλασης προς τιμήν του. Τρείς ημέρες μυστικών συνομιλιών, ακολουθήθηκαν από παράθεση μεγαλοπρεπούς συμποσίου, στο τέλος του οποίου και συνοδεία 10.000 ιππέων, τον έστειλε πίσω στον Πόντο.
Προωθούμενος στην Καππαδοκία, της οποίας ο διοικητής Αριοβαρζάνης ήταν σύμμαχός του, ο Λούκουλλος διέπλευσε απρόσμενα τον Ευφράτη και έφερε τον στρατό του στην πόλη, για την οποία είχε ακούσει ότι, ο Τιγράνης διατηρούσε εκεί τις παλλακίδες του και πολλά τιμαλφή που είχε στην κατοχή του. Έστειλε συνάμα, απόσπασμα των δυνάμεών του να πολιορκήσει την Τιγρανόκερτα και άλλο τμήμα να επιτεθεί σε διάφορες σημαντικές εγκαταστάσεις. Βλέποντας ο Τιγράνης αρκετά μέρη της Αρμενίας να βρίσκονται σε πολιορκία με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, ανακάλεσε τον Μιθριδάτη κι έστειλε στρατό στην πόλη που διέμεναν οι παλλακίδες του.
Όταν ο στρατός έφθασε στην πόλη, οι τοξότες του εμπόδισαν τους Ρωμαίους να φύγουν από το στρατόπεδό τους κι έδιωξαν μακριά τις γυναίκες και τα πλέον πολύτιμα των υπαρχόντων κατά τη διάρκεια της νύχτας. Το ξημέρωμα όμως, Ρωμαίοι και Θράκεςεπετέθησαν γενναία και μια ευρείας κλίμακος σφαγή Αρμενίων έλαβε χώρα. Ο αριθμός των αιχμαλώτων δεν ήταν λιγότερος αυτού των νεκρών, αλλά η πομπή που είχαν στείλει μπροστά, έφθασε με ασφάλεια στον Τιγράνη. Αυτός συγκέντρωσε στρατό 80.000 ανδρών και κινήθηκε πρός τα Τιγρανόκερτα, με σκοπό να άρει την πολιορκία και να διώξει τον εχθρό. Φθάνοντας εκεί και βλέποντας πόσο μικρό ήταν το στρατόπεδο των Ρωμαίων αναφώνησε με ικανοποίηση: “αν ήρθαν ως διπλωμάτες είναι πάρα πολλοί, αν όμως ήρθαν να πολεμήσουν είναι πολύ λίγοι” και ακολούθως στρατοπέδευσε δίπλα τους.
Ο Λούκουλλος παρέταξε το στράτευμα για μάχη προσεκτικά και επιδέξια, απευθύνοντας πρός τους στρατιώτες ενθαρρυντικούς λόγους. Εφόρμησε τάχιστα και κατετρόπωσε την δεξιά πτέρυγα του εχθρού, τρέποντας σε φυγή το παράπλευρο τμήμα της και διαδοχικά ακολούθησαν όλες οι δυνάμεις. Φοβερός και διαρκής πανικός κατέλαβε τους Αρμενίους, που είχε ως αναπόφευκτο αποτέλεσμα την καταστροφή του στρατού τους. Ο Τιγράνης παρέδωσε το διάδημα και τα εμβλήματα δύναμης στο γιό του κι έσπευσε προς ένα από τα οχυρά. Ο Λούκουλλος επέστρεψε στηνΤιγρανόκερτα εντείνοντας την πολιορκία, μέχρι που οι στρατηγοί του Μιθριδάτη απελπίστηκαν και παρέδωσαν την πόλη σε αυτόν με αντάλλαγμα την δική τους ασφάλεια.
Φραάτης Α’
Ωστόσο ο Μιθριδάτης πήγε στον Τιγράνη, αποκατέστησε το ηθικό του και τον περιέβαλλε με βασιλικά ενδύματα, όχι λιγότερο μεγαλοπρεπή από πριν. Εξακολουθώντας να διατηρεί υπολογίσιμη δύναμη, ο Μιθριδάτης τον ενεθάρρυνε να συγκροτήσει εκ νέου στράτευμα και να προσπαθήσει άλλη μια φορά για τη νίκη. Τότε ο Τιγράνης του ανέθεσε το γενικό πρόσταγμα, εμπιστευόμενος την καταγωγή και εξυπνάδα του, επειδή φαινόταν πιο ικανός να διαχειριστεί τον πόλεμο ενάντια τους Ρωμαίους. Έστειλε πρεσβεία στον βασιλέα των Πάρθων, Φραάτη, με πρόθεση να του δωρίσει τις περιοχές τηςΜεσοποταμίας, Αδιαβηνής και Μεγάλης Αυλώνος. Την ίδια ώρα αποστολή από τον Λούκουλλο ήλθε σε επαφή με αυτή των Πάρθων, η οποία ισχυρίστηκε με μυστικότητα στους Ρωμαίους ότι οι Πάρθοι ήταν στο δικό τους πλευρό ως φίλοι και σύμμαχοι. Το αυτό έπραξαν και με τους Αρμενίους, με την ίδια μυστικότητα.
[39] Όταν ο Κόττας έφθασε στη Ρώμη, τιμήθηκε από τη Σύγκλητο με τον τίτλο του Ποντικού Αυτοκράτορος, επειδή είχε καταλύσει την Ηράκλεια. Αλλά εκ των υστέρων, διεδόθη η κατηγορία ότι είχε καταστρέψει την μεγαλοπρεπή πόλη κυρίως για δικό του όφελος, ενώ παράλληλα, ο τεράστιος πλούτος του είχε προκαλέσει εχθρότητα, με αποτέλεσμα να καταντήσει αντικείμενο δημόσιου μίσους. Στην προσπάθειά του να αποφύγει την ζήλεια που προκαλούσε ο θησαυρός του, διέθεσε μεγάλο μέρος των λαφύρων στο ταμείο της πόλης, αλλά η πράξη του δεν κατάφερε να κατευνάσει τους άλλους που υπέθεταν ότι είχε εκχωρήσει ελάχιστα σε σχέση με αυτά που κράτησε για τον εαυτό του.
Άμεσα εξέδωσαν ψήφισμα υπέρ της αποφυλάκισης των κρατουμένων της Ηράκλειας. Ο Θρασυμήδης, ένας εξ’ αυτών, κατηγόρησε τον Κόττα στο συμβούλιο. Περιέγραψε την καλή θέληση της πόλης πρός τους Ρωμαίους και είπε ότι αν είχαν πράξει ενάντια σε αυτή, δεν οφειλόταν στην κοινή επιθυμία των πολιτών, αλλά είτε επειδή εξαπατήθηκαν από τους διορισμένους άρχοντες είτε επειδή εξαναγκάστηκαν από τους εχθρούς που τους επιτίθονταν. Παραπονέθηκε για την ερήμωση που είχε προκαλέσει η πυρπόληση της Ηράκλειας και για τις θηριωδίες που διέπραξε ο Κόττας με την έλευση του στην πόλη, όπως μεταξύ άλλων ήταν η αρπαγή των αγαλμάτων ως λάφυρα πολέμου και η λεηλασία των ιερών. Ο Θρασυμήδης περιέγραψε επίσης την τεράστια ποσότητα χρυσού και άργυρου που κατείχε η πόλη, όπως και τους άλλους θησαυρούς της Ηράκλειας, τους οποίους ο Κόττας υφάρπαξε.
Οι Ρωμαίοι αξιωματούχοι συγκινήθηκαν από αυτά που έλεγε ο Θρασυμήδης εν μέσω θρήνου και δακρύων, ενώ πλήθος κρατουμένων στεκόταν γύρω του, άντρες, γυναίκες με τα παιδιά τους, πένθιμα ντυμένοι και θλιμμένοι, ικετεύοντας με κλαδιά ελιάς στα χέρια τους.
Σε απάντηση, ο Κόττας μίλησε για λίγο στη γλώσσα του και κάθισε κάτω. Ο Κάρβων σηκώθηκε και αναφώνησε: “Κόττα, είχες εντολή να καταλάβεις την πόλη, όχι να την καταστρέψεις” και στην συνέχεια οι ομιλητές διαδέχονταν ο ένας τον άλλον κατηγορώντας τον Κόττα με παρόμοιο τρόπο. Εντούτοις πολλοί απ’ αυτούς θεωρούσαν ότι έπρεπε να εξορισθεί αλλά τουναντίον του επεβλήθη η ελάχιστη των ποινών που ήταν η αποπομπή του από την Σύγκλητο. Αποκατέστησαν την θαλάσσια και χερσαία περιοχή των Ηρακλεινών, όπως και τα λιμάνια τους, ψηφίζοντας δε, ότι ουδείς Ηρακλεινός, μπορούσε να γίνει σκλάβος.
[40] Αφού τα κατάφεραν έτσι, ο Θρασυμήδης έστειλε σχεδόν όλους τους Ηρακλεινούς πίσω στην πατρίδα, ενώ ο ίδιος παρέμεινε στη Ρώμη, μαζί με τονΒριθαγόρα και τον Πρόπυλο (γιό του Βριθαγόρα) προκειμένου να παραστεί σε άλλα επείγοντα ζητήματα. Αρκετά χρόνια αργότερα, επέστρεψε στην Ηράκλεια με τρία πλοιάρια. Με τον ερχομό του, προσπάθησε με κάθε τρόπο να εποικίσει εκ νέου και να αναζωογονήσει την πόλη, αλλά παρά τον κόπο του, έφερε μόλις 8.000 εποίκους συμπεριλαμβανομένων των μελών της οικογένειάς του. Καθώς οι συνθήκες διαβίωσης στην πόλη βελτιώνονταν, ο Βριθαγόρας άρχισε να ελπίζει σε ανάκτηση της ελευθερίας των πολιτών.
Ιούλιος Καίσαρ
Πέρασαν πολλά χρόνια και η διακυβέρνηση των Ρωμαίων περιήλθε στον Ιούλιο Καίσαρα. Ο Βριθαγόρας απέστειλε πρεσβεία προς αυτόν και ανέπτυξε φιλικές σχέσεις μαζί του, αλλά δεν κατόρθωσε αμέσως να κερδίσει την ελευθερία της πόλης, επειδή ο Καίσαρας δεν διέμενε στην Ρώμη αλλά απουσίαζε σε διάφορες αποστολές.
Ωστόσο ο Βριθαγόρας δεν παραιτήθηκε αλλά μαζί με τον Πρόπυλο, ακολούθησαν τον Καίσαρα σε όλο τον κόσμο, θεωρώντας την παρουσία του δίπλα στη δική τους, ένδειξη αποδοχής του αιτήματός τους. Μετά από δώδεκα χρόνια στην συνοδεία του και καθώς ο Καίσαρας σχεδίαζε να επιστρέψει στην Ρώμη, ο Βριθαγόρας πέθανε καταβεβλημένος από τα γεράματα και την ατελέσφορη προσμονή. Ο θάνατός του, βύθισε την πατρίδα του στο πένθος.
Πηγή
http://attalus.org/
chilonas.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Το ιστολόγιο δεν υιοθετεί και δεν φέρει καμία ευθύνη για τα σχόλια των αναγνωστών του. Πλέον, οι αναγνώστες μπορούν να σχολιάζουν με το λογαριασμό τους στο facebook ή με λογαριασμούς από τα υπόλοιπα κοινωνικά δίκτυα. Τα ανώνυμα σχόλια θα παραμείνουν κλειστά όσο υπάρχουν άτομα που κρύβονται πίσω από την ανωνυμία για να προβοκάρουν και να επιτεθούν σε άλλους σχολιαστές για να επιβάλλουν τις απόψεις τους.