γράφει ο Περικλής Δημ. Λιβάς
(*) χαρακτηρισμός από το έργο του Ιωάννου Τζέτζου «Χιλιάδες,Περί Βασκάνων Εριννύων και Αλαστόρων Τελχίνων«.
Τα ίχνη του μύθου οδηγούν στην ανάδυση της Ρόδου από τα βάθη της θάλασσας του Αιγαίου, όπως με μοναδικό τρόπο περιγράφει ο Πίνδαρος στον Έβδομο Ολυμπιόνικο «Διαγόρα Ροδίω Πύκτη» ύμνο πρός τον Ρόδιο Διαγόρα, τον περιώνυμο πύκτη (πυγμάχο) για την νίκη του στην Ολυμπιάδα του 464 π.Χ.
[ακολουθεί σχετικό απόσπασμα σε μετάφραση της κ. Τ. Καραγεωργίου]
“…Ἱστοροῦν οἱ παλιοί τῶν ανθρώπων οἱ μῦθοι,
πώς τή γῆ σάν μοιράζαν
οἱ θεοί μεταξύ τους
τό νησί δέν φαινόταν ἀκόμα στοῦ πελάγους τά μάκρη
μά σέ βάθη ὅλο ἁλμύρα κρυβόταν ἡ Ρόδος.
Καί καθώς λησμονῆσαν νά βάλουνε κλῆρο
γιά τόν Ἥλιο πού τύχαινε τότε νά λείπει
τόν θεό, παραλίγο, τόν ἄμωμο, θ’ ἄφιναν δίχως μερίδιο∙
τούς τό θύμισε ὅμως ἐκεῖνος∙
καί θά ὅριζε ὁ Δίας καινούργια ἀπ’ ἀρχῆς μοιρασιά,
μά ὁ Ἥλιος ἀρνήθηκε∙
γιατί εἶπε πώς βλέπει ἀπ’ τά βάθη τῆς θάλασσας
στόν ὁλόλευκο ἀφρό ν’ ἀνεβαίνει ὁλοένα μιά χώρα
πού ὁ πλοῦτος της μέλλει κοπάδια κι ἀνθρώπους νά θρέψει.
Κι ἀπ’ τή μοίρα τή Λάχεση, μέ τ’ ὁλόχρυσο χτένι,
νά σηκώσει τά χέρια ζητᾶ καί τόν ὅρκο
τῶν θεῶν νά σφραγίσει
συμφωνώντας μαζί μέ τοῦ Κρόνου τόν γιό,
πώς ἡ νῆσος αὐτή στό αἰθέριο τό φῶς σάν βρεθεῖ,
τό δικό του νά εἶναι μερίδιο γιά πάντα.
Καί τά λόγια αὐτά πληρωθῆκαν καί ἀλήθεψαν ὅλα.
τό νησί ἀπ’ τήν ἄρμη τῆς θάλασσας βλάστησε
κι ἀπό τότε δικό του τό ἔχει ὁ πατέρας,
τῶν ὀξειῶν ἡλιαχτίδων ὁ ἄρχοντας
τῶν πυρίπνοων ἵππων ὁ ἀφέντης.
Μέ τή Ρόδο ἑνώθηκε ἐδῶ καί παιδιά γεννηθῆκαν ἑφτά
προικισμένα μέ ὅλη τήν πρότερη γνώση.
Καί ὁ ἕνας ἀπό τούς ἑφτά, τόν πρεσβύτερο γέννησε Κάμιρο,
τόν Ἰάλυσο ἔπειτα, τρίτο τόν Λίνδο∙
Καί στά τρία μοιράσαν αὐτοί τήν πατρώα τους γῆ,
χωριστά ὁ καθένας τους νά ‘χει μιά πόλη δικιά του
καί σ’ αὐτήν τ’ ὄνομά του νά δώσει…”
Τιτανομαχία (art-book.gr)
Πρώτοι εποίκησαν το νησί οι Τελχίνες [Διόδωρος ο Σικελιώτης, Ιστορική Βιβλιοθήκη, Βιβλίο Ε’ §55.1] πνεύματα του πυρός, ηφαιστειακά κατά γενική ομολογία, παρόμοιας φύσεως με τους Καβείρους, για τα οποία λίγα είναι γνωστά πέρα από σχετικούς μύθους που συναντώνται στην Κρήτη, την Κύπρο και τη Ρόδο. Ήταν αυτοί οι γιοί της Θάλασσας που μαζί με την Καφείρα, κόρη του Ωκεανού, ανέθρεψαν τον Ποσειδώνα τον οποίο τους είχε εμπιστευθεί ηΡέα. Όταν ο Ποσειδών μεγάλωσε, αγαπήθηκε από την Αλία (ή Αλίη) αδελφή των Τελχίνων, με την οποία απέκτησε έξι γιούς και μία κόρη, την Ρόδο. Τ´αγόρια εκδιώχθηκαν στα έγκατα της γής, ενώ η Αλία που είχε ριφθεί στη θάλασσα, τιμήθηκε με τ´όνομα Λευκοθέα.
Ανάγλυφο από τη Σαμοθράκη που εικονίζει τον Αγαμέμνονα να μυείται στα μυστήρια των Καβείρων. Περ. 560 Π.Κ.Ε., Λούβρο(wikipedia)
…Ποσειδῶνα δὲ τὸ γεγονὸς αἰσθόμενον τοὺς υἱοὺς κρύψαι κατὰ γῆς διὰ τὴν πεπραγμένην αἰσχύνην, οὓς κληθῆναι προσηῴους δαίμονας· Ἁλίαν δὲ ῥίψασαν ἑαυτὴν εἰς τὴν θάλατταν Λευκοθέαν ὀνομασθῆναι καὶ τιμῆς ἀθανάτου τυχεῖν παρὰ τοῖς ἐγχωρίοιςΔιόδωρος ο Σικελιώτης, Ιστορική Βιβλιοθήκη, Βιβλίο Ε’ §55.1]
Κάποιοι παρουσιάζουν τους Κορύβαντες, τους Καβείρους, τους Ιδαίους Δακτύλους και τους Τελχίνες, να ταυτοποιούνται με τους Κουρήτες, ενώ άλλοι τους θεωρούν ως ελάχιστα διαφοροποιημένες μεταξύ τους ομοεθνείς ομάδες, αλλά σε γενικές γραμμές λογίζονται, μεμονωμένα και όλοι μαζί, είδος εμπνευσμένων ανθρώπων υποκείμενων στη Διονυσιακή φρενίτιδα που χαρακτήριζε Σατύρους, Σειληνούς, Βάκχες και Τιτύρους, ιεροφάντες του Διονύσου, οι οποίοι με το πρόσχημα της θεϊκής εκπροσώπησης, ενέπνεαν τρόμο στους εορτάζοντες των ιεροτελεστιών, όπως τα Κρητικά και τα Φρύγια, μέσω πολεμικών χορών συνοδευομένων από ξεφωνητά και θορύβους, χτυπήματα κυμβάλων, τυμπάνων και χεριών, ήχους από αυλούς και άναρθρες κραυγές.[Στράβων, Γεωγραφικά, Βιβλίο Ι᾽ §3.7]
Ο Δίας στην αγκαλιά των Κορυβάντων (wikipedia)
Σύμφωνα με άλλον μύθο, πρίν η Ρόδος καταποντιστεί, οι Τελχίνες έφυγαν αφού πρώτα κατέβρεξαν τη νήσο με νερό από την (λίμνη) Στύγα καθιστώντας την άγονη. Ένας από αυτούς, ο Λύκος [Διόδωρος ο Σικελιώτης, Ιστορική Βιβλιοθήκη, Βιβλίο Ε᾽ §55.5] κατέφυγε στην Λυκία και ίδρυσε ᾽κεί το ναό τουΛυκείου Απόλλωνος. Άλλη εκδοχή, θέλει τους Τελχίνες να φονεύονται από τον Απόλλωνα, ο οποίος είχε μεταμορφωθεί σε αιμοδιψή λύκο για να πετύχει τον σκοπό του [Σέρβιος, σχόλια στην Αινειάδα (του Βιργιλίου) §377] και άλλη να εξοντώνονται από τον Δία λόγω της κακίας τους. Λέγεται επίσης ότι, αφού καταβρόχθισαν τον κύριό τους, μεταμορφώθηκαν στους Κύνες του Ακταίωνα[Ευστάθιος, σχόλια στο έργο του Ομήρου σ.771] ότι ήταν γιοί της Νεμέσεωςκαι του Ταρτάρου και οτι είχαν γεννηθεί, όπως οι Ερινύες, από τις σταγόνες του αίματος που είχαν πέσει από την πληγή του Ουρανού, μετά τον ακρωτηριασμό του από τον Κρόνο.
Ο ευνουχισμός του Κρόνου και η γέννηση της Αφροδίτης(αριστερά) [wikipedia]
Συγγενείς κατά τα φαινόμενα με τους Γίγαντες και άλλα τέρατα της Μυθολογίας, όπως οι Εκατόγχειρες και οι Κύκλωπες, η επίκληση του ονόματος των οποίων προκαλούσε δέος εξαιτίας της ταύτισής τους ενίοτε με ερεβώδεις υπάρξεις και άλλοτε με πνεύματα του θανάτου, παροιμιώδους μοχθηρίας, ολέθρου και κακοδαιμονίας [Στησίχορος, απόσπασμα 265 από τον σχολιασμό του Ευστάθιου στην Ιλιάδα του Ομήρου] Αρκετές φορές εμφανίζονται να ενσαρκώνουν τους μυθικούς χαρακτήρες των Κουρητών, των ΙδαίωνΔακτύλων και των Ροδίων γιών του Ποσειδώνα, αλλιώς γνωστοί ως Προσηῷοι Δαίμονες.
Κουρήτες χορεύουν γύρω από τον Δία (wikipedia)
Οι αναφορές των αρχαίων συγγραφέων στους Τελχίνες αποκαλύπτουν ανάλογη ποικιλία ονομάτων και χαρακτηριστικών τους. Από το έργο τουΒακχυλίδη (απόσπασμα #52) που διασώζεται μέσω του Ιωάννου Τζέτζου (ή αλλιώς Γραμματικού) στο σχολιασμό του επί της Θεογονίας του Ησιόδου, πληροφορούμαστε ότι από το αίμα του Ουρανού γεννήθηκαν πρώτα οι τρείς Ερινύες: Αληκτώ, Μέγαιρα, Τισιφόνη και αργότερα οι τέσσερις διάσημοι Τελχίνες: Ακταίος, Μεγαλήσιος, Όρμενος και Λύκτος, τους οποίους ο ίδιος αποκαλούσε παιδιά της Νέμεσης και του Ταρτάρου (ή της Νέμεσης, κόρης του Ταρτάρου) καθώς και κάποια άλλα παιδιά όπως η Γαία και ο Πόντος (η Θάλασσα).
Ερινύες (wikipedia)
Στον σχολιασμό του N.B. Campbell για το απόσπασμα #1 του διασωθέντος έργου του Βακχυλίδη, φαίνεται ότι οι Τελχίνες ήταν χαρακτήρες της μυθολογίας, τεχνίτες αλλά και μάγοι, οι οποίοι ζούσαν στη νήσο Κέα (Τζιά) και είχαν προκαλέσει την οργή των θεών αφανίζοντας τους καρπούς της γής. Ο Δίας και ο Ποσειδών (ή ο Απόλλων) κατέστρεψαν το νησί και εξολόθρευσαν τους κατοίκους του, αλλά χάρισαν τη ζωή στην Δεξιθέα και τις αδελφές της, κόρες του Δάμωνα (Δάμων ή Δημώνακας ή Δημώναξ) ηγέτη των Τελχίνων, επειδή η μητέρα τους Μακελώ, είχε τιμήσει την έλευση των δύο θεών. Σύμφωνα με τον Καλλίμαχο (τον Κυρηναίο), διασώζεται και η Μακελώ[Καλλίμαχος, Αίτια §3.1] ενώ ο Οβίδιος αναφέρει την Μακελώ ως αδελφή της Δεξιθέας, η οποία χάνει τη ζωή της εξαιτίας της ατιμωτικής συμπεριφοράς του ανδρός της προς τους θεούς [Οβίδιος, Μεταμορφώσεις §7.365] Σε διάφορα αποσπάσματα των Διονυσιακών του Νόννου (του Πανοπολίτη) πέραν των χαρακτηριστικών αναφορών στους Τελχίνες, συναντούμε τις ονομασίες Λύκος,Σκέλμις και Δαμναμενεύς:
Ποσειδώνας ο βασιλέας των υδάτων, χαρακτική του Virgil Solis για το έργο του Οβιδίου, Μεταμορφώσεις (wikipedia)
[§14.36] ΄Οταν η Ρέα καλούσε τους άλλους θεούς να στηρίξουν τον Διόνυσο στον πόλεμο με τους Ινδούς, συντάχθηκαν μαζί τους οι μοχθηροί Τελχίνες οι οποίοι συγκεντρώθηκαν από τα σπηλαιώδη βάθη της θάλασσας. Ο Λύκος έφθασε κουνώντας απειλητικά ένα τεράστιο δόρυ με το μακρύ του χέρι, ο Σκέλμις δε, συντροφιά με τον Δαμναμενέα, οδηγώντας τη θαλάσσια άμαξα του πατέρα τους, Ποσειδώνα. Κυνηγημένοι από τη γή του Τληπολέμου (τη Ρόδο) είχαν ριχτεί στη θάλασσα από τον Θρίνακα, τον Μακαρέα και τον δοξασμένοΑύγη, τους γιούς του Ήλιου και έκτοτε περιπλανώμενοι, πήραν νερό από την Στύγα, με τις ευλογίες αυτής που τους ανέθρεψε και με τα μοχθηρά χέρια τους πότισαν τις πεδιάδες της εύφορης Ρόδου, όπου τα νερά από τα Τάρταρα, ξέραναν τα πάντα.
[§18.35] Η Μακελώ φιλοξένησε τον Δία και τον Απόλλωνα και όταν ο γαιήοχος Ποσειδών συνέτριψε το νησί με την τρίαινά του, καταπνίγοντας στο βυθό της θάλασσας τους Φλεγύες μαζί με το κακό που είχαν προκαλέσει στη γή, οι δύο γυναίκες δασώθηκαν από τον ίδιο.
[§21.178] Όταν ο Διόνυσος ρίχθηκε στη θάλασσα από τον Λυκούργο, οι ακόλουθοί του ήταν ανήσυχοι και πικραμένοι. Αλλά ο Σκέλμις άφησε τα ενάλια σπήλαια όπου ζούσε και οδηγώντας την αμφίβια άμαξα του πατέρα του, έσπευσε να διαδώσει τα θλιβερά γι αυτούς μαντάτα, για τον χαμό του Διονύσου.
Ο Διόνυσος στην Ινδία (art-book.gr)
[§23.151] Ο κατσικοπόδαρος Πάνας, από τον στρατό του Διονύσου, πέρασε τον ποταμό Υδάσπη (Ινδία), ο Λύκος οδήγησε την άμαξα με τα τέσσερα άλογα του πατέρα του έξω από τη θάλασσα και ο Σκέλμις συνοδευόμενος από τον αδελφό του Δαμναμενέα, πέρασαν κι αυτοί τον ήρεμο ποταμό.
[§24.100] Όταν ο ποταμός (Υδάσπης) προσπάθησε να πνίξει τους στρατιώτες του Διονύσου, αυτός έφραξε την κοίτη με το άρμα του. Οι Σάτυροι μαζί με τιςΒακχίδες και τις γυναίκες ακόλουθους του Πάνα, διέπλευσαν τον ποταμό, αλλά πολύ πιο γρήγοροι από αυτούς ήταν οι Τελχίνες, οι οποίοι πίσω από τα θάλασσια άλογά τους οδηγούσαν το άρμα του πατέρα τους πάνω στα κύματα και κρατήθηκαν πολύ κοντά στον Διόνυσο, όταν αυτός όρμησε μπροστά.
[§27.105] Ο Δεριάδης, στρατηγός των Ινδών, πρόσταξε τους στρατιώτες να κομματιάσουν τους βαθύβιους Τελχίνες με τα ολέθρια ατσάλινα όπλα τους, να θάψουν τα σώματά τους δίπλα στην ακροθαλασσιά αφήνοντας τον πατέρα τους Ποσειδώνα να μεριμνήσει γι αυτούς και να επιστρέψουν τροπαιοφόροι, με την γαλάζια ιπποσκευή της περίτεχνα λαξευμένης άμαξας (των Τελχίνων) καθώς και τα θαλασσοπόρα άλογα της.
[§30.226] Οι μοχθηροί Τελχίνες συντάχθηκαν με τον Διόνυσο στην μάχη εναντίον των Ινδών. Άλλος κουβαλούσε στους ώμους του ένα ψηλό έλατο, άλλος μια ξεριζωμένη κρανειά (ή κρανιά, δέντρο) και άλλος κράδαινε ένα κομμάτι μυτερού βράχου, τα οποία εξακόντισαν με μανία εναντίον των Ινδών συνθλίβοντάς τους.
Πάνας, Σάτυροι, Βακχίδες (art-book.gr)
Αξίζει να σημειωθεί ότι τα ονόματα Σκέλμις και Δαμναμενεύς, είχαν αποδοθεί στους Ιδαίους Δακτύλους από τον Ησίοδο σύμφωνα με ομώνυμο ποίημα της αρχαιότητος που φέρει το όνομά του στο σχετικό λήμμα της εγκυκλοπαίδειαςΣουίδα. Αν και αμφισβητείται η ταυτότητα του Ησιόδου, για πολλούς σύγχρονους αλλά και μεταγενέστερους συγγραφείς, αποτέλεσε κείμενο αναφοράς για την ανακάλυψη των μετάλλων και της μεταλλουργίας.
Κέλμις τε αὖ καὶ Δαμναμενεὺς οἱ τῶν Ἰδαίων δάκτυλοι πρῶτοι σίδηρον εὗρον ἐν Κύπρῳ; Δέλας δὲ ἄλλος Ἰδαῖος εὗρε χαλκοῦ κρᾶσιν, ὡς δὲ Ἡσίοδος, ΣκύθηςΟ Ησύχιος ο Αλεξανδρεύς τον 5ο αι. μ.Χ, αποδίδει σε κάποιον από τους Τελχίνες το όνομα Μύλας <Μύλας>· εἷς τῶν Τελχίνων, ὃς τὰ ἐν Καμείρῳ ἱερὰ Μυλαντείων – [Γλῶσσαι, Ελληνικό λεξικό] Τον ίδιο αιώνα ο Στέφανος ο Βυζάντιος αναφέρει στο γεωγραφικό λεξικό Εθνικά, ότι το βουνό της ΡόδουΑτάβυρον, επονομάσθηκε έτσι, χάριν κάποιου Τελχίνα, ονόματι Αταβύριος. Στο έργο του Ιωάννου Τζέτζου Χιλιάδες, Περί Βασκάνων Εριννύων και Αλαστόρων Τελχίνων, συναντούμε συν τοις άλλοις τα ονόματα Μίνων καιΝίκων, ενώ στην επιτομή του έργου του Ζηνοβίου, περί Παροιμιών, από τουςΔίδυμο (τον Αλεξανδρινό) και Λουκίλλο (τον Ταρρραίο) αναφέρεται το Σίμων ή Σίμωνας.
Ένας άλλος ενδιαφέρον μύθος, είναι εκείνος κατά τον οποίο τα πνεύματα αυτά ήταν τρία και ονομάζονταν Χρυσός, Άργυρος και Χαλκός, από τα μέταλλα των οποίων η ανακάλυψη οφειλόταν σ᾽αυτούς. [Ευστάθιος, σχόλια στο έργο του Ομήρου σ.772 – Διόδωρος ο Σικελιώτης § 55] Πράγματι δε, ο σαφέστερος χαρακτηρισμός των Τελχίνων θα μπορούσε να είναι πνεύματα των μετάλλων. Δεξιοτέχνες του σιδήρου και του χαλκού, “είχαν ανακαλύψει” αναφέρει ο Διόδωρος, “πολλές τέχνες και είχαν κάνει πολλές άλλες χρήσιμες για τους ανθρώπους ανακαλύψεις”. Δικά τους έργα φαίνεται να ήταν η άρπη (δρεπάνι) με την οποία έγινε ο ακρωτηριασμός του Ουρανού από τον Κρόνο και η μαγικήτρίαινα του Ποσειδώνος, με την οποία ο θεός μπορούσε να ορθώνει τεράστια βουνά από τον βυθό της θάλασσας σχηματίζοντας νησιά, τα οποία μπορούσε επίσης να καταπνίγει ή να μεταφέρει [Καλλίμαχος, Ύμνοι#4 Δήλος §28] είχαν δε εργασθεί μαζί με τους Κύκλωπες για την κατασκευή του περιδεραίου, το οποίο ως γνωστόν, συγκαταλέγετο μεταξύ των δώρων που δόθηκαν στηνΑρμονία και το οποίο επέφερε την δυστυχία όλων όσοι το φορούσαν. Τέλος, φέρονταν ως οι πρώτοι κατασκευαστές αγαλμάτων θεών και εφευρέτες της χαρακτικής των μετάλλων.
<Τελχῖνες>· βάσκανοι, γόητες, φθονεροί. ἢ παρὰ τὴν τῆξιν, ἢ παρὰ τὸ θέλγεινΓλῶσσαι /Τ, Ελληνικό λεξικό, Ἡσύχιος Ἀλεξανδρεὺς
Οι Τελχίνες θεωρήθηκαν επίσης μάγοι και γόητες. Κατασκεύαζαν φίλτρα από ρίζες διαφόρων φυτών, εξαπέλυαν βροχές, χαλάζι, χιόνι και κεραυνούς, είχαν δε το χάρισμα να μεταμορφώνονται κατά βούληση. Όντα αμφίβια, ζούσαν στην ξηρά και στα νερά, έμοιαζαν συγκερασμός ανθρώπων με δαίμονες ή ψάρια, λέγεται ότι είχαν μεμβράνες μεταξύ των δακτύλων στα πόδια όπως οι χήνες, κάποιες φορές απεικονίζονταν με κεφάλι σκύλου και πτερύγια ψαριών, αντί χεριών, άλλες δε τους ήθελαν χωρίς άκρα (χέρια, πόδια) και με χαρακτηριστικά μεγάλα βλέφαρα, πιθανόν απόρροια του “κακού ματιού” που τους αποδιδόταν και στο οποίο οφειλόταν επίσης, η επονομασία τους ως βάσκανοι.
Σημειωτέον ότι οι αρχαίοι συγγραφείς, θεωρούσαν συκοφαντική τη φήμη αυτή, εξαιτίας του φθόνου εκείνων που ζήλευαν τη δεξιοτεχνία τους. Όπως αφηγείται ο Σράβων, τα αρχαία χρόνια το νησί της Ρόδου, πριν ονομασθεί Τελχινίς, είχε τα ονόματα Οφιούσα (καθώς είχε πολλά φίδια) και Σταδία(εξαιτίας του σχήματός της που θύμιζε αρχαίο στάδιο). Όταν πρωτοκατοίκησαν οι Τελχίνες, κάποιοι έλεγαν ότι επρόκειτο για κακόβουλους μάγους που άρδευσαν τη γή και πότισαν τα ζώα με νερό από τη λίμνη Στύγα, αναμεμιγμένο με θειάφι ώστε να αφανίσουν τα πάντα. Αντιθέτως, κάποιοι άλλοι ισχυρίζονταν ότι εξαιτίας της διάκρισής τους στις τέχνες, δυσφημίστηκαν από ανταγωνιστές τους και ότι πρώτα μετακινήθηκαν από την Κρήτη στην Κύπρο και μετά έφθασαν στη Ρόδο. Το νησί, μετά τους Τελχίνες, πέρασε στη δικαιοδοσία των Ηλιάδων, γιών του Ήλιου [Στράβων, Γεωγραφικά, Βιβλίο ΙΔ´ §2.7]
Ο Οβίδιος στις Μεταμορφώσεις [§7.365] αναφέρει ότι οι Τελχίνες ζούσαν στηνΙαλυσό, πόλη της Ρόδου στην οποία όφειλαν την επωνυμία Ιαλύσιοι, όπου με το φθονερό βλέμμα τους είχαν καταστρέψει τα πάντα, ωσότου ο Δίας να εκδικηθεί, ρίχνοντάς τους στα βάθη της θάλασσας, κάτω από τα κύματα του αδελφού του.
Όταν κατέλαβαν το νησί οι Ηλιάδες, Θρίναξ, Μακαρεύς και Αύγης, κάποιοι από τους συγγραφείς υποστηρίζουν ότι εκδίωξαν τους Τελχίνες. Ωστόσο, υπάρχει και άλλη εκδοχή (Ευστάθιος, σχολιασμός του Ομηρικού έργου) που μαρτυρά την απομάκρυνση από την πατρίδα τους, κατόπιν κάποιου κατακλυσμού, τον οποίο μάλιστα είχαν προβλέψει ότι θα συμβεί. Κατόπιν τούτου, στις περιοχές που βρέθηκαν, σύστησαν πόλεις και ιερά αφιερωμένα στους “δικούς τους” θεούς. Έτσι, η πόλη που βρέθηκε ο Λύκος, κοντά στη Φρυγία της Μ. Ασίας, ονομάσθηκε Λυκία, όπου λατρεύθηκε ο Λυκίος Απόλλων, όπως στη Λίνδο, αλλά και την Σικυώνα της Κορινθίας. Παρομοίως λατρεύθηκαν η Τελχινία Ήρα, στηνΙαλυσό και την Κάμειρο και η Τελχινία Αθηνά στην Τευμησσό της Βοιωτίας, περιοχή η οποία είχε επονομασθεί Τελχινία. Την ίδια επωνυμία έφεραν και οιΝύμφες της λαϊκής παράδοσης των πόλεων που ίδρυσαν στη Ρόδο οι Τελχίνες. Στην Τευμησσό, όπως μας πληροφορεί ο Παυσανίας, στο ναό της Τελχινίας Αθηνάς, δεν βρισκόταν κάποιο ιερό άγαλμα, ενώ για την προσονομασία της θα μπορούσε κάποιος να διακινδυνεύσει την εικασία ότι προερχόταν από τους Τελχίνες οι οποίοι βρέθηκαν στη Βοιωτία από την Κύπρο, όπου ζούσαν κάποτε.
…καὶ Ἀθηνᾶς ἐν Τευμησσῷ Τελχινίας ἐστὶν ἱερὸν ἄγαλμα οὐκ ἔχον: ἐς δὲ τὴν ἐπίκλησιν αὐτῆς ἔστιν εἰκάζειν ὡς τῶν ἐν Κύπρῳ ποτὲ οἰκησάντων Τελχίνων ἀφικομένη μοῖρα ἐς Βοιωτοὺς ἱερὸν ἱδρύσατο Ἀθηνᾶς Τελχινίας…Παυσανίας, Ελλάδος περιήγησις, Βοιωτικά §19.1
Στην Κρήτη, τόπος καταγωγής τους σύμφωνα με κάποιες πεποιθήσεις, λεγόταν ότι έκαναν κατά την παιδική ηλικία του Δία, όσα αποδίδονται γενικώς στουςΚουρήτες. Τους συναντούμε και στην Κύπρο, δίχως όμως να γνωρίζουμε κάτι για την ενδεχόμενη επιρροή τους στις παραδόσεις του νησιού. Αντιθέτως, στη νήσο Κέα (Τζιά) μία από τις γνωστότερες οικογένειες, των Ευξαντιδών, ισχυρίζεται την Τελχίνεια καταγωγή της, μέσω του Ευξαντίου. Βασιλέας τους ήταν ο Δημώνακας, του οποίου η σύζυγος ονομαζόταν Μακελώ (ή Μακελλώ ή Μακεδώ). Κάποτε που επισκέφθηκε το νησί ο Δίας, οι Τελχίνες δεν του έκαναν καλή υποδοχή. Μεταγενέστερη παράδοση θέλει τον κυρίαρχο του Ολύμπου να σκοτώνει τους Τελχίνες διότι το κακό τους μάτι αρκούσε για να καταστρέφει τις σοδειές. Μόνον οι κόρες τους διεσώθηκαν, διότι αυτές υποδέχθηκαν τον Δία όπως άρμοζε.
Όπως αναφέρει ο Πίνδαρος στον 5ο παιάνα του, <<…εκείνος, ο Ευξάντιος (ή Ευξάνθιος) της Κέας, γιός του Μίνωα και της Δεξιθέας (ή Δεξινόης), κόρης ενός από τους Τελχίνες, διηγείται σ’ αυτούς (τους γιούς του Μίνωα και της Πασιφάης) το εντυπωσιακό που του συνέβη κάποτε: “Γνωρίζετε ότι απεύχομαι πόλεμο με τον Δία, φοβάμαι τους τους τριγμούς της γής και την αντάρα της θάλασσας (που προκαλεί ο Ποσειδώνας). Μια μέρα, με κεραυνούς ο ένας και με την τρίαινά του ο άλλος, καταδίωξαν τον ανεπιθύμητο επισκέπτη (πιθανόν τους Τελχίνες) στα βάθη των Ταρτάρων, αφήνοντας αλώβητη αλλά μόνη την μητέρα μου (την Δεξιθέα, κόρη ενός από τους Τελχίνες) στα τείχη του σπιτιού της…>>
Παρόμοια αναφορά, διαφοροποιημένη ως πρός τα πρόσωπα και εμφατική πρός την απόγνωση που βίωσε παρά τη διάσωσή της η Μακελώ, μητέρα της Δεξιθέας, γίνεται και από τον Καλλίμαχο στα Αίτια [απόσπασμα #3.1] όπου την ιστορία αφηγείται ο ηλικιωμένος Ξενομήδης, θεματοφύλακας της ιστορίας του νησιού, σύμφωνα με την οποία [η Μακελώ] απέμεινε μόνη κι έρημη ν’ αναλογίζεται την αμαρτωλή αυθάδεια που είχε φέρει τα πάνω κάτω στο νησί.
Ετυμολογικά η λέξη Τελχίνες προέρχεται από την αρχαία ελληνική τελχίς(θέλγω, παραλλαγή του θελγιν, -ίνος, θωπεύω μέσω μαγικής δυνάμεως, γοητεύω, μαγεύω αλλά και εξαπατώ, πλανώ, φενακίζω, ξεγελώ) μτγν. τελχίν, επιθ. τελχίνος, ένας εκ των Τελχίνων, των πρώτων κατοίκων της Κρήτης, εξαιτίας αυτών αποκαλούμενης και Τελχινίας, επίσης βάσκανος, κακοποιός και χαιρέκακος [βλ. Σχολισμός επί των τραγωδιών του Αισχύλου, Πέρσες v.351 <<αρχή τις εγένετο του παντός κακού ποθέν ελθών τελχίν τις ή δαίμων>>(google free e-book ⇒)] τελχίνες σήτες βιβλίων, αποκαλούνταν τότε οι Γραμματικοί, όπου σήτες (σής) σημαίνει σκώρος, ως κακοποιοί σκώληκες των βιβλιοθηκών [Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσης, Ιωαν. Σταματάκου] Τελχίς, αρχαία πόλη της Αιθιοπίας, αλλά και ως επίθετο τελχίνεςονομάζονταν οι καταφορές στον θάνατο από πληγές του σώματος [βλ. Θησαυρός της Ελληνικής Γλώσσας, Henrico Stephano, v7 1848-1854, google free e-book ⇒]
Το άρμα του Ποσειδώνα (theoi.com)
Αντί επιλόγου
Η φύση δεν είναι ούτε καλή ούτε δίκαιη. Είναι αυτή που φαίνεται και οι Έλληνες το γνώριζαν καλά. Γι αυτό και δεν προσπάθησαν να χαλινώσουν τη δύναμη της σκέψης ούτε απέφευγαν τερτίπια της λογικής. Ήξεραν ότι ουδείς μπορεί να πηδήξει έξω από τη σκιά του, όπως εύστοχα οι ανατολίτες με την παροιμία αυτή οριοθετούσαν τις ανθρώπινες δυνατότητες. Ο μύθος ήρθε να γεφυρώσει τον ουρανό με την γή και να χαρίσει το κλειδί για έναν τέτοιο τόπο, απρόσιτο. Βάλσαμο για την απελπισία, χαμόγελο για την λύπη, σύμβουλος για την ζωή, φώς στα μύχια της ψυχής. Λένε ότι κάποτε τ´αγάλματα των Αθηνών ήταν περισσότερα απ᾽τους κατοίκους. Οι διδαχές των ρητοροδασκάλων λαξευμένες μπροστά στους διαβάτες των δρόμων. Εικόνες δυνατές, νοήματα πυκνά, μύστες του σεβασμού στα χρόνια της αρχαιότητας, σήμερα λιγοστές στην ύπαιθρο, κλεισμένες σε βιβλία και μουσεία, περιμένουν στωικά να ζωνατέψουν έστω και για λίγο στο νού του κάθε αναγνώστη τον κόσμο των Ελλήνων, εκείνων που ηττήθηκαν κατά κράτος, από την ανάγκη να κατανοούν.- Π.Δ.Λ.
Βιβλιογραφία – πηγές
- Πινδάρου, 7ος Ολυμπιόνικος “Εις τον Διαγόρα
τον πύκτη”,
μετάφραση Τ. Καραγεωργίου ➠ - Ελληνική Μυθολογία Jean Richepin, τόμος Α᾽
Oι Θεοί, pp. 358-360, Εκδόσεις Δαρεμά, 1953 - Theoi.com/Telkhines ➠
- Stephani Byzantii Ethnicorvm quae svpersvnt (google free e-book ➠ )
- Γλῶσσαι Ελληνικό λεξικό, Ἡσύχιος Ἀλεξανδρεὺς (wikipedia ➠ )
- Corpus Paroemiographorum Graecorum (1839),
«Ζηνοβίου ἐπιτομή«, Cent.V §41 (google free e-book ➠ ) - Ιωάννου του Τζέτζου, Χιλιάδες (google free e-book ➠ )
- chilonas.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Το ιστολόγιο δεν υιοθετεί και δεν φέρει καμία ευθύνη για τα σχόλια των αναγνωστών του. Πλέον, οι αναγνώστες μπορούν να σχολιάζουν με το λογαριασμό τους στο facebook ή με λογαριασμούς από τα υπόλοιπα κοινωνικά δίκτυα. Τα ανώνυμα σχόλια θα παραμείνουν κλειστά όσο υπάρχουν άτομα που κρύβονται πίσω από την ανωνυμία για να προβοκάρουν και να επιτεθούν σε άλλους σχολιαστές για να επιβάλλουν τις απόψεις τους.